Τρίτη 13 Φεβρουαρίου 2024

TA ΑΙΤΙA ΑΚΜΗΣ ΤΗΣ ΑΡΕΟΠΟΛΗΣ ΚΑΙ ΠΑΡΑΚΜΗΣ ΤΟΥ ΟΙΤΥΛΟΥ [ΠΑΡΑΛΛΗΛΕΣ ΠΟΡΕΙΕΣ]


[Στην παρούσα εργασία εξετάζονται οι παράλληλες πορείες της Αρεόπολης και του Οιτύλου από τον  15ο αιώνα ως σήμερα].
Το χειμαδιό της Τσίμοβας. Το πετρώδες και άνυδρο αλλά ανοικτό τοπίο της σημερινής Αρεόπολης για αιώνες χρησιμοποιούσαν οι ποιμένες των γειτονικών χωριών ως βοσκότοπο, κυρίως κατά τον χειμώνα, για να διαχειμάσουν τα κοπάδια τους [Χειμαύα ή Χαναύα], επειδή λούζεται από τον ήλιο, έχει καλό κλίμα και λόγω του βοριά δεν έχει υγρασία. Ως χειμαδιό το χρησιμοποιούσαν και οι Σλαύοι που του έδωσαν και το όνομα Τσίμοβα. Για τις ανάγκες τους οι βοσκοί έφτιαξαν, κατά καιρούς, καλύβες και μαντριά σε διάφορα σημεία που με τον καιρό [αρκετά μετά το 1400;] έγιναν μικροί και μόνιμοι οικισμοί, τα ερείπια των οποίων ως σήμερα διασώζονται [Κωλόσπιτα και Κωλογιστέρνες στην Παλέρημο, Παλιόχωρα κλπ]. Αυτοί οι οικισμοί των βοσκών ανάμεσα σε αρχαία ή ισχυρά χωριά όπως το Οίτυλο, ο Πύρριχος, η Χαριά θα πρέπει να θεωρούνταν αρκετά μικροί.
   Αργότερα και λόγω ερίδων των Μανιατών καταδιωγμένα σόια και άτομα από γύρω έρχονταν στην περιοχή της Τσίμοβας και έτσι θα εμπλουτίσουν τους οικισμούς της ή θα κτίσουν καινούργιους.
 Το 1618 [υπόμνημα προς Νεβέρ] η Τσίμοβα είχε 30  οπλοφόρους, το Κουσκούνι 40, ενώ τα γειτονικά χωριά, Οίτυλο 400, Κελεφά 300, Βαχός 35 [συν 20 η Παναγία di Vacha συν 30 η Σκάλα] κλπ. [Βλ. Απ. Δασκαλάκη, Η Μάνη και η Οθωμανική αυτοκρατορία, 1453-1821]. Δηλαδή η Τσίμοβα ήταν τότε ένα μικρό χωριό που δεν είχε ασχοληθεί μαζί της η ιστορία.
  Η αναφορά του Οθωμανού περιηγητή Εβλιγιά Τσελεμπή στα 1670 για την Τσίμοβα είναι χαρακτηριστική και δείχνει αύξηση του πληθυσμού της σε σχέση με το 1618. ‘’Χωριό Τζίμοβα. Βρίσκεται σε απόσταση βολής ενός κανονιού από τη θάλασσα. Είναι βραχώδικο. Έχει 80 σπίτια χωρίς κήπους και αμπέλια. Τα φαγιά τους τα ψήνουν με ξερή κοπριά μουλαριών και βοδιών. Η τροφή τους είναι θαλασσινά. Χταπόδια, μύδια, στρείδια, σωλήνες, θαλασσινά κάστανα, διάφορα. Ψωμί τρώνε από καλαμπόκι…’’. Βλ. Θανάση Κωστάκη, Πελοποννησιακά, τόμος 14 [1980-81], Αθήνα, 1981, σελ. 302. 
   Ως εδώ όμως [1670-80;]  ήταν η ασημαντότητα του χωριού  και στα τέλη του 17ου αιώνα η Τσίμοβα ορθώνει το ανάστημά της και αξιώνει προνομιακή θέση στην ιστορία.
Οι αγώνες των γενών στα χωριά για την εξουσία. Η αύξηση του πληθυσμού από την υπεργεννητικότητα αλλά κυρίως από την προσέλευση στη Μάνη πολλών καταδιωγμένων από τους Οθωμανούς, η στενότητα και το άγονο του εδάφους, η φτώχεια και η κλειστή κοινωνία δημιουργούσαν φιλονικίες και εμφύλιες συγκρούσεις στα χωριά. Ύστερα και επειδή ουσιαστικά δεν υπήρχε κεντρική διοίκηση στα ψυχορραγίσματα της βυζαντινής αυτοκρατορίας ούτε βέβαια Οθωμανική παρουσία [κατοίκηση] στη Μάνη, σ’ αυτήν ίσχυε το αρχαιοελληνικό σύστημα της πόλης-κράτους. Ένα μικρό σύνολο χωριών μίας γεωγραφικής περιφέρειας [καπετανίας], μικρής [σοϊού] στη Μέσα Μάνη και ευρύτερης στην Έξω αποτελούσε αυτοτελή οντότητα και κοινωνία που έπρεπε να διοικηθεί. Ο ισχυρότερος, κατά το τέλος του Βυζαντίου και την αρχή της Τουρκοκρατίας, αναλάμβανε τη διοίκησή της ή αργότερα διοριζόταν από Οθωμανούς, εισέπραττε φόρους και διασφάλιζε, κατά δύναμη, την τάξη και έθετε τους νόμους [για να κερδίζει μέρος των εισοδημάτων των κατοίκων]. Για να αναδειχθεί όμως ο ισχυρότερος έπρεπε να δώσει μάχη με τους άλλους διεκδικητές όπως σε όλες τις κοινωνίες ζω-ντανών οργανισμών. [‘’Να κουτουλιστεί σα τα κριάρια το θέρος στα βουνά’’, όπως είπε παλιός Μανιάτης. Βλ εργασία μου, Περί του συντηρητισμού των Μανιατών. Ιστορική και ερμηνευτική προσέγγιση]. Έτσι τα χωριά της Μάνης, ώσπου να παγιωθεί το σύστημα διοίκησης, βρέθηκαν σε εμφύλια σύρραξη άλλα μεν επί μακρόν [πχ Οίτυλο] άλλα δε για λίγο [αφού έτυχε και ανέδειξαν σύντομα νικητή].‘’Το δεύτερον ήμισυ της δεκάτης εβδόμης εκατονταετηρίδος υπήρξε δια την Μάνην περίοδος συχνών συγκρούσεων, πολέμων εμφυλίων και εχθρικών’’ [βλ. Απ. Δασκαλάκη, ό.π. σελ. 77]. Και ο Νηφάκος γράφει, ‘’Εμείς πάντα μαλώνομε ο ένας με τον άλλο-
…κι άλλη γενιά την ε μισεί, δεν την ε θέει κοντά της,
 γιατί όντας κοντά-κοντά είν’ πάντα μαλωμένοι’’.
Από τις μάχες για τα πρωτεία δεν ξέφυγε και η Τσίμοβα. Μαυρομιχαλαίοι, Τορναριάνοι,  Πουνεντιάνοι και Τσαλαπιάνοι και ίσως και άλλοι μπήκαν στον αγώνα διεκδίκησης της εξουσίας. Καταμαρτυρούνται πολλά θύμα-τα. Ολόκληρα σόια ξεκληρίστηκαν. [Κατά τα λεγόμενα παλιών Αρεοπολιτών σε μία γιορτή, νύχτα, σκοτώθηκαν περί τους 35 άνδρες χωρίς να προ-φθάσουν να αντισταθούν σε εκείνους που τους επιτέθηκαν αιφνιδιαστικά]. Τελικώς και μάλιστα σε σύντομο διάστημα επικράτησαν οι Μαυρομιχαλαίοι, την παρουσία των οποίων στην Τσίμοβα πρέπει να υπολογίζομε μάλλον αρκετά προ του 1650[;], όπου ήρθαν από τα Άλικα και κατά τη παράδοση κατάγονταν από έναν μελαχρινό [μαύρο-] Μιχάλη που ήταν παραπαίδι κά-ποιου σκληρού αφέντη. Κατ’ άλλη παράδοση οι Τσιμοβιώτες ήσαν [μεταξύ τους και ο Μαυρομιχάλης ή μόνον το σόι του[;] φερτοί-γαμπροί στο Οίτυλο και τους έδιωξαν οι Βοιτυλιώτες για να μη κυριαρχήσουν εκεί και έτσι οι εκδιωχθέντες εγκαταστάθηκαν απέναντι, στο Λιμένι και το χειμαδιό της Τσίμοβας [και από τότε, το ‘’κρατούσαν’’ και ήθελαν να εκδικηθούν].
Οι Μαυρομιχαλαίοι, μετά τη νίκη τους, επέβαλαν τον νόμο τους και την ειρήνη [pax Romana] στο χωριό τους ως ισχυρότεροι και η εξουσία τους ουδέποτε αμφισβητήθηκε από τους άλλους Τσιμοβιώτες, ακόμη και μετά τη σύσταση του νεοελληνικού κράτους. Οι άλλες ισχυρές οικογένειες της Τσίμοβας είτε συνεργάστηκαν με τους νικητές είτε αποτραβήχτηκαν χωρίς έκτοτε να απειλήσουν τη νέα τάξη πραγμάτων. Για τους αχαμνόμερους δεν τίθεται θέμα, ακουμπούσαν ως κολλητοί και υποτακτικοί στους ισχυρούς.
Η υπεροχή της οικογένειας και η ειρήνη που επέβαλε ήταν από τους κύριους λόγους της πορείας ανόδου στα Μανιάτικα πράγματα της Τσίμοβας που έτσι δεν θα γνωρίσει από τότε, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, μακρόχρονες  συγκρούσεις κορυφής ούτε εμφύλιες διαμάχες αλλά θα απολαύσει χρόνους ειρήνης.
Το μεγάλο χωριό Οίτυλο. Απέναντι στην Τσίμοβα ορθώνεται το Οίτυλο, ένα αρχαίο [το μνημονεύει και ο Όμηρος], ιστορικό χωριό, το ισχυρότερο στη Μάνη όταν οι Οθωμανοί εμφανίζονται στην περιοχή και σε όλη σχεδόν τη διάρκεια των συγκρούσεων της Μάνης με αυτούς [σχεδόν ως το 1770]. [Για τα αρχαιολογικά ευρήματα στο Οίτυλο βλ. Άννας Αβραμέα, Λακωνικαί Σπουδαί, τ. 7, σελ. 3 επ.]. Στο Οίτυλο εγκαταστάθηκαν ονομαστά σόια, όπως Κομνηνός [Στεφανόπουλος], Μέδικος [Γιατράκος] και άλλοι ισχυροί και αδύναμοι που αναζήτησαν καταφύγιο στα βουνά της Μάνης και ιδία στο μεγάλο χωριό για να διαφυλάξουν τη ζωή και την ελευθερία τους από τους Οθωμανούς μετά την πτώση της Πόλης [1453] και του Μυστρά [1460]. Άλλωστε [και επειδή δεν γνωρίζομε τον αριθμό των κατοίκων του κατά τη βυζαντινή περίοδο] θεωρούμε ότι σημαντική αύξηση του πληθυσμού του επήλθε κυρίως εξαιτίας της Οθωμανικής απειλής. Όταν μετά τον πρώτο Βενετοτουρκικό πόλεμο [1463-79], στον οποίον συμμετείχαν και οι Μανιάτες, οι Οθωμανοί εισέβαλαν στη Μάνη [1480] βάδισαν κατά του Οι-τύλου και αφού το κατέλαβαν, νικήσαντες τον Κορκόδειλο Κλαδά, εισόρμησαν στη Μάνη απ’ όλα τα σημεία. Αυτή ήταν η σημασία του στην περιοχή.
Το Οίτυλο κυριαρχούσε σε στεριά και θάλασσα επί αιώνες. Στη θάλασσα αρμένιζαν οι Οιτυλιώτες [Βοιτυλιώτες κατά την τοπική λαλιά] πειρατές που είχαν γίνει φόβος και τρόμος στα εμπορικά πλοία ευρύτατης θαλάσσιας περιοχής.  Όλες οι παραθαλάσσιες σπηλιές στα βράχια της Μάνης και ιδιαίτερα του Οιτύλου ήταν πειρατικά λημέρια και καταφύγια. Ήταν τέτοια η δύναμη του Οιτύλου που το έλεγαν Μεγάλο [και κατά άλλους Μικρό] Αλγέρι και ο Ιούλιος Βερν όταν έγραφε το ‘‘Αιγαίο στις φλόγες’’ [ή ‘’Πειρατές του Αιγαίου’’] είχε υπόψη του τους Βοιτυλιώτες πειρατές. Από εκεί πάνω στην άκρη του πλατώματος, από τα γκρεμά, κοίταζαν τη θάλασσα σα γεράκια έτοιμοι να εφορμήσουν σε θαλασσοδαρμένο καράβι. [‘’Ανάμεσα στο Ελληνικό έθνος υπάρχει μια φυλή, χωρίς κτηματική περιουσία, κάπου 2.000 ψυχές, που ζει από τη ληστεία. Λεηλατούν τους θαλασσινούς με πειρατικές επιδρομές’’, έγραφε ο Γάλλος πρεσβευτής στην Πόλη Choiseul Gouffier  και ο συμπατριώτης του Guillet de la Guilletiere σημείωνε στα 1675, ‘’Η κυριότερη απασχόληση των Μανιατών είναι η πειρατεία και το μεγαλύτερο εμπόριο τους οι αιχμάλωτοι’’]. Μάλιστα έκαναν λιτανείες και δεήσεις με παπά-δες και λάβαρα ‘’να τους στείλει ο θεός καράβια’’ για να τα ληστέψουν.
Στο υπόμνημα προς τον Νεβέρ, το 1618, το Οίτυλο καταγράφεται με δύναμη 400 οπλοφόρων [ή οικογενειών]. Η Τσίμοβα, όπως είδαμε, είχε 30 και το Κουσκούνι 40. Η διαφορά υπέρ του Οιτύλου είναι συντριπτική.
Στα 1670 ο Οθωμανός περιηγητής και φοροεισπράχτορας Εβλιγιά Τσελεμπή, ό. π. σελ. 301, επ. γράφει για το Οίτυλο. ‘’Το μεγάλο χωριό Οίτυλο…έχει 1.000 σπίτια, 3.000 οπλοφόρους. Πρόκειται για μεγάλο χωριό. Οι κάτοικοί του είναι έμποροι. Σαν τους Φράγκους φορούν μαύρα καπέλα, επειδή έχουν δουλέψει με τους Φράγκους. Έχουν κήπους, αμπέλια, μουριές, ελιές. Και οι αμέτρητες αγελάδες του είναι ξακουστές. Άφθονα νερά, ωραίο κλίμα. Έχει ένα μεγάλο μοναστήρι και 150 κλέφτες… Σ’ αυτήν την εκκλησία έρχονται δώρα από τους Φράγκους και τον ναό της Αναστάσεως των Ιεροσολύμων. Οι Μανιάτες αυτοί δεν έχουν θρησκεία. Πιάνουν τον Φράγκο, τον πουλούν σ’ εμάς, πιάνουν εμάς, μας πουλούν στους Φράγκους…ο ένας αιχμαλωτίζει τον άλλον. Τα αγόρια τους και τα κορίτσια τους τα πουλούν στους Φράγκους και στους ραγιάδες μας Ρωμιούς. Τα κορίτσια τους με παρακάλια τα παντρεύουν με θρησκευτικό γάμο με τους Μωαμεθανούς. Αυτοί οι άπιστοι του Βοιτύλου έχουν 12 φρεγάτες. Το λιμάνι του Βοιτύλου  μπορεί να χωρέσει 1.000 καράβια. Πολλές φορές ο στόλος των Βενετών αγκυροβολεί εδώ και πετυχαίνει ενίσχυση απ’ αυτούς…’’. [Για τις συγκρίσεις σημειώνω ότι στην ίδια περιγραφή του Τσελεμπή [στα 1670] η Τσίμοβα καταγράφεται με 80 σπίτια. Η διαφορά είναι τεράστια. Δεν μπορεί μάλλον να γίνει σύγκριση].
Το Οίτυλο ήταν η πρωτεύουσα της Μάνης κατά την πρώτη Τουρκοκρατία [1460-1685]. Εδώ παίρνονταν οι αποφάσεις για σημαντικά ζητήματα [Σταύρου Καπετανάκη, Η Μάνη στη δεύτερη Τουρκοκρατία, σελ. 21], πιθανόν και πριν την εμφάνιση των Οθωμανών, σε άγνωστο βάθος χρόνου.     
Η περιοχή του Οιτύλου είναι φτωχή, πετρώδης, απρόσοδη και ο μικρός κάμπος στο Καραβοστάσι, στην Τσίπα και πέρα, βορειοδυτικά, στον Λάκκο και τις βελανιδιές δεν αρκούσαν για να θρέψουν τον πληθυσμό που ζούσε, όπως όλοι οι Μανιάτες, στη φτώχεια. Αναγκαστικά άλλοι των Βοιτυλιωτών θα μετανάστευαν, όπως οι αρχαίοι Έλληνες, άλλοι θα γίνονταν μισθοφόροι [stradioti] σε ξένους ηγεμόνες ή ντόπιους καπεταναίους και άλλοι, οι περισσότεροι και κυρίως οι ισχυρότεροι, αφού η θάλασσα ήταν ‘’κάτω από τα πόδια τους’’, για τις ίδιες ανάγκες, θα στρέφονταν στην πειρατεία και μερικοί στο εισαγωγικό και εξαγωγικό εμπόριο και έτσι το Καραβοστάσι [ο Καραβοστάσης, Porto Vitulo] έγινε το κύριο λιμάνι της Μάνης. Ήταν, κατ’ Ανάργυρο Κουτσιλιέρη [Ιστορία της Μάνης, σελ. 63] ‘’η δυτική πύλη της χερσονήσου’’, από τη θάλασσα.
Το Οίτυλο έχει μικρό οικιστικό χώρο. Τα σπίτια είναι, ανά σόια, πολύ κοντά, τα χωράφια επίσης μικρά [από συνεχόμενες διαιρέσεις], απρόσοδα και διάσπαρτα. Η φτώχεια και η στενότητα πέραν άλλων λόγων έφερναν εν-τάσεις και συγκρούσεις. Ύστερα υπήρχαν και ισχυρά σόια, ξένα μεταξύ τους, προερχόμενα από διαφορετικούς τόπους, χωρίς συγγενικούς δεσμούς [που θα μπορούσαν να τα ενώσουν], με αρχοντική καταγωγή, σχεδόν ισοδύναμα, οχυρωμένα στους πύργους και τις γειτονιές τους, που ασφυκτιούσαν στον στενό τους χώρο, αλληλοϋποβλέπονταν και καθένα ήθελε να έχει ‘’τον πρώτο λόγο’’, να αποκτήσει την κυριαρχία στο χωριό και τη Μάνη όχι απλώς για τη διοίκηση μόνον, εγωιστικά  αλλά κυρίως για να ελέγχει τον όποιο πλούτο, να επιβάλει φόρους στο λιμάνι και να καρπούται τα λάφυρα της πειρατείας. Να επεκταθεί οικονομικά και πολιτικά.
 Στη Μάνη τα ισχυρά σόια [ένοπλες πατριές], μέσα στο ίδιο χωριό, ήσαν σαν ανεξάρτητα έθνη-κράτη εφόσον ήσαν περίπου ισοδύναμα και κανένα δεν είχε νικήσει το άλλο. Βρίσκονταν, έτσι, σε μία ισορροπία ψυχρού πολέμου ή μάλλον τρόμου [πχ όπως οι ΗΠΑ με τη Σοβιετική Ένωση παλαιότερα]. Κήρυτταν, λοιπόν, πόλεμο, πολεμούσαν, συνήπταν συμμαχίες, ανακωχή, ειρήνη σαν ανεξάρτητα κράτη. Σε πολλά, ιδία της νότιας Μάνης, δεν υπήρχε, επί τόπου, ανώτερη αρχή ή κάποιο σύστημα διοίκησης για να προσφύγουν προκειμένου να λυθεί η διαφορά τους [γιατί αυτά, το ισχυρά σόια, ήσαν η υπέρτατη αρχή είτε από μόνα τους είτε σε συμβούλιο]. Κατά συνέπεια το τέλος του πολέμου θα ήταν η νίκη του ενός και η συντριβή του άλλου ή η αδυναμία και των δύο να συνεχίσουν λόγω αποδυνάμωσής τους. [Όταν λχ έγινε ο Πελοποννησιακός πόλεμος μόνο οι ίδιοι οι εμπόλεμοι μπο-ρούσαν να τον σταματήσουν. Άλλη πόλη δε μπορούσε λόγω της υπέρμετρης δύναμης των αντιπάλων].
Όμως το Οίτυλο, όπως όλα τα χωριά της Μάνης αλλά προπάντων αυτό, διατηρούσε τα πανάρχαια ελαττώματα των Ελλήνων, ένα από τα οποία και πρώτο είναι η διχόνοια, κατάρα αείποτε για τον Ελληνισμό, ενδημική ή μάλλον πάνδημη αρρώστια για το Οίτυλο, που οδηγούσε σε εμφύλιες συρ-ράξεις  και ανάγκαζε πολλές οικογένειες σε μετανάστευση [χωρίς να γνωρίζομε από τις πηγές πότε ακριβώς ξεκίνησε. Στη Ζάκυνθο λχ είχαν πάει Μανιάτες και προ του 1546]. Η πρωτοκαθεδρία, η μανία της εξουσίας και της αύξησης της οικονομικής δύναμης με τη φορολογία έφθανε στα άκρα.
‘’Αι περί των πρωτείων έριδες και αι οικογενειακαί έχθραι είχον μεταβάλει την Μάνην εις θέατρον εμφυλίου σπαραγμού. Αι γενικαί σύνοδοι των προκρίτων είχον διακοπεί, οι διάφοροι καπεταναίοι ενήργουν αυτοβούλως ουδένα αναγνωρίζοντες ως αρχηγόν και ολοσχερής αναρχία επεκράτει εις όλην την χώραν. Της καταστάσεως ταύτης εσκέφθη να επωφεληθή ο μέγας Βεζύρης Κιουπρουλής προς υποταγήν της Μάνης και η ευκαιρία δεν εβράδυνε να του δοθή…’’ [Απ. Δασκαλάκη, ό.π. σελ. 85]. Μία σπίθα, όποια και αν ήταν, αρκούσε για να ξεσπάσει εμφύλιος πόλεμος.
Μετά τα μέσα του 17ου αιώνα, οι παλιές έχθρες που δεν είχαν σβήσει αλλά σιγόβραζαν [γιατί οι λόγοι που τις δημιούργησαν, πρωτεία διοίκησης για τον έλεγχο του εμπορίου και της πειρατείας συνέχιζαν να υπάρχουν], ξαναφούντωσαν με αφορμή ‘’τα μάτια μιας κοπέλας’’. [Και ο Τρωικός πόλεμος είχε αφορμή μεν την αρπαγή της Ωραίας Ελένης αλλά οι ουσιαστικοί λόγοι ήταν ότι οι Αχαιοί ήθελαν να ελέγξουν τα Στενά, για να προμηθεύονται σιτηρά από τις ακτές της  Μαύρης θάλασσας και να επεκταθούν, καθώς ασφυκτιούσαν και συγκρούονταν στον στενό τους χώρο [α΄ αποικισμός].
           Ένας νεαρός από το σόι των Στεφανοπουλαίων άρπαξε μία κοπέλα από το σόι των Γιατριάνων που είχε ζητήσει  από καιρό και όχι μόνο δεν του την έδωσαν αλλά την αρραβώνιασαν [1665;] με τον Λυμπεράκη Γερακάρη [1645-1710] από το σόι των Κοσμάδων της Βάθειας. Η αρπαγή θεωρήθηκε μεγάλη προσβολή για Γιατριάνους και Κοσμάδες που μαζί θα ζητήσουν εκ-δίκηση από τους Στεφανοπουλαίους.  [‘’Εντεύθεν [σσ ‘’λόγω της ληστρικής αρπαγής’’] προήλθον μάχαι και φόνοι μεταξύ των δυο μερίδων’’ κατά Κ. Σάθα, Τουρκοκρατούμενη Ελλάς σελ. 305 επ.]. Έτσι αυτές οι ισχυρές οικογένειες, τα ‘’πρώτα σπίτια’’, θα εμπλακούν σε ανηλεείς και μακρόχρονους αγώνες αλληλοεξόντωσης. Η κάθε οικογένεια αριθμούσε πολλά ‘’ντουφέκια’’ καιτοι κάποια μέλη τους είχαν μεταναστεύσει παλαιότερα.
        Βεβαίως στο Οίτυλο υπήρχε το συμβούλιο των αρχηγών των μεγάλων οικογενειών, ‘’ η Λακεδαιμονίων γερουσία’’ όπως την αποκαλεί εμφαντικά ο Ν. Λάσκαρης [βλ εργασία του, Επίκρισις της περί Μάνης και των κατοίκων αυτής διατριβής, 1886, η οποία διασώζεται στην Εθνική βιβλιοθήκη]. Αλλά η Βοιτυλιώτικη γερουσία που σε καιρό ειρήνης διοικούσε το χωριό και όλη τη Μάνη δεν μπορούσε να επέμβει και να αποσοβήσει τη σύρραξη γιατί τα περισσότερα μέλη της, αν όχι όλα, ανήκαν στις εμπλεκόμενες στον εμφύλιο πόλεμο οικογένειες και πάνω από αυτές δεν υπήρχαν ισχυρότερες για να αποτρέψουν τα δεινά του γδικιωμού και του πολέμου.
‘’Θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι στη Μάνη υπήρχαν δύο κόμματα, των Γιατριάνων και των Στεφανοπουλαίων…’’  [Σταύρου Καπετανάκη, ό.π. σελ. 33] που ανταγωνίζονταν για τους λόγους που σημειώνονται παραπάνω.
          Ο εμφύλιος άρχιζε, η συμφορά θα είναι μεγάλη, οι μάχες ‘’ομηρικές’’, οι σκοτωμοί πάρα πολλοί, οι απώλειες  βαρύτατες. Το εμπόριο, που είχαν οι Βοιτυλιώτες από το λιμάνι τους στο Καραβοστάσι με Κορώνη, Καλαμάτα, Βενετιά και άλλα μέρη Ευρωπαϊκά όχι μόνο για το πολυάνθρωπο χωριό τους αλλά και για τα γειτονικά, σταμάτησε ή περιορίσθηκε. Το ίδιο και τα λάφυρα από την πειρατεία. Πολλά χωράφια λόγω των συγκρούσεων έμειναν ακαλλιέργητα, δένδρα και σπίτια κάηκαν και κοπάδια ζώων χάθηκαν από αρπαγές και σφαγές. Λιοτρίβια, νερόμυλοι, μελισσοκομεία, εκτροφεία μεταξοσκωλήκων, οικιακή βιοτεχνία [με αργαλειούς κλπ] υπολειτουργούσαν ή αδρανοποιήθηκαν. Το ίδιο και η ναυπηγοεπισκευαστική μονάδα και το λιμάνι στο Καραβοστάσι. Η καταστροφή απλωνόταν σταθερά και έπαιρνε μάκρος στον χρόνο. Τα ‘’πρώτα σπίτια’’ αφοσιωμένα στον εσωτερικό πόλεμο δε μπορούσαν να ασχοληθούν με έργα  προόδου ούτε και να διατηρήσουν ό,τι  ως τότε είχαν. Δεν χρειάστηκαν οι Βοιτυλιώτες έξωθεν επίθεση για να ιδούν τον τόπο τους να ρημάζει. ‘’Έβγαλαν μόνοι τους τα μάτια τους’’.  Η παλιά ισχύς και ευημερία γκρεμιζόταν. Καμιά οικογένεια δεν μπορούσε να υπερισχύσει ούτε κάποια προσωπικότητα ξεχώρισε ούτε ένα συλλογικό σύστημα διοίκησης αναδείχθηκε για να επιβάλει την ειρήνη ή την υπεροχή έναντι των λοιπών και έμειναν έτσι διχασμένοι και σε εμπόλεμη κατάσταση υπάκουοι στα κελεύσματα του θεού του πολέμου…
Ο Λυμπεράκης Γερακάρης που είχε προσβληθεί αφάνταστα από την αρπαγή της αρραβωνιαστικιάς του και δε μπορούσε να παραμείνει στη Μάνη επειδή τον κορόιδευαν οι συμπατριώτες του έφυγε και έγινε πειρατής αφού παλαιότερα είχε υπηρετήσει στον Βενετικό στόλο και ήταν επιδέξιος ναυτικός. Στις θάλασσες επέδειξε μέγα ζήλο και έκαμε μεγάλες ανδραγαθίες και άθλους που τον κατέστησαν θρυλική προσωπικότητα στους Μανιάτες, τους Έλληνες ραγιάδες, τους Ενετούς και Οθωμανούς της εποχής.  
Οθωμανική εισβολή [κάστρο Κελεφάς]. Η Μάνη πάντα  ‘’ανυπότα-χτη τέντωνε το ρουθούνι της να μυριστεί το [επαναστατικό] αγέρι’’ [κατά Αρ. Βαλαωρίτη] και ‘’οι Μανιάται είχον επιδοθή εις επιδρομάς κατά του Τουρκικού στόλου, έχοντες δε καταρτίσει πλήρη στόλον είχον καταστεί το φόβητρον του εχθρού’’ [Απ. Δασκαλάκη, ό.π. σελ. 77], καθώς συμμετείχαν και πάλι στον Βενετοτουρκικό πόλεμο των ετών 1645-1669.
Το 1667 οι Οθωμανοί επιτέθηκαν για μικρό διάστημα στη Μάνη [Απ. Δασκαλάκη, ό.π. σελ.77], πιθανόν για να περιορίσουν τη δράση των Μανιατών, ενώ, συνάμα, πολιορκούσαν τον Χάνδακα [Ηράκλειο] Κρήτης οπότε έγινε μια προσπάθεια των Μανιατών να κάψουν τον Οθωμανικό στόλο μέσα στο λιμάνι και πιθανόν τότε αιχμαλωτίστηκε και ο Λυμπεράκης Γερακάρης [Σταύρου Καπετανάκη, ό.π. σελ. 35 επ.].  
Οι Οθωμανοί όταν τον συνέλαβαν τον καταδίκασαν σε θάνατο για τα εναντίον τους κατορθώματά του αλλά καθώς λέγεται, όταν επρόκειτο να τον κρεμάσουν, τον άκουσαν να παραπονιέται όχι γιατί θα πέθαινε αλλά γιατί δεν μπόρεσε να εκδικηθεί τους Στεφανοπουλαίους που άρπαξαν την αρραβωνιαστικιά του. Τότε ο μέγας βεζύρης Κιουπρουλής βρήκε την ευκαιρία να εφαρμόσει το παλιό Ρωμαϊκό αξίωμα ‘’διαίρει και βασίλευε’’ για να υποτάξει τη Μάνη, επειδή οι Μανιάτες είχαν, όπως σημειώθηκε παραπάνω, ξεσηκωθεί ξανά και συμμαχήσει και πάλι με τη Βενετιά που  βρισκόταν σε πόλεμο με τον Σουλτάνο, ο Μοροζίνης περιέπλεε στον Ελλαδικό χώρο ως θαλασσοκράτορας και χτυπούσε τους Οθωμανούς σε στεριά και θάλασσα, έχοντας μαζί του τους πάντα ανήσυχους και ανυπότακτους Μανιάτες.
Το 1669 κατελήφθη ο Χάνδακας και οι Οθωμανοί έρχονται στη Μάνη. Πριν έρθουν, ο Κιουπρουλής απελευθέρωσε τον Λυμπεράκη Γερακάρη και τον έστειλε στη Μάνη ‘’ως συμβιβαστή δήθεν των συμπατριωτών του και των Τούρκων αλλά με μυστικάς οδηγίας ίνα προλιάνη την εις Μάνην αποστο-λήν Τουρκικών στρατευμάτων άνευ αντιστάσεως των κατοίκων’’. Εκεί ο αρχιπειρατής σκόρπισε Οθωμανικό χρυσό σε πολλούς, απέκτησε μισθοφόρους, χρησιμοποίησε τεχνάσματα και άπλωσε την προπαγάνδα του. Ισχυρίσθηκε δηλαδή ότι είναι ο μόνος που μπορεί να μεσολαβήσει για να αποτρέψει τους Οθωμανούς να καταστρέψουν τη Μάνη, όπως απειλούσαν, επειδή οι άνδρες της είχαν υποστηρίξει τον Μοροζίνη, και χάρη σε αυτόν, θα μπορούσαν [οι Οθωμανοί] να δεχθούν συμβιβασμό για να μη γίνει παιδομάζωμα, να μείνουν οι καμπάνες των εκκλησιών, να πληρώσουν μικρό φόρο οι Μανιάτες, να μην εγκατασταθούν Οθωμανοί στη Μάνη κλπ. ‘’Αι υποσχέσεις αύται διασπειρόμεναι επιτηδείως, ιδίως μεταξύ των ιερέων, των καλογήρων και του λαού, ηλάττωσαν τον φιλοπόλεμον ζήλον και επί βραχύ χρονικόν διάστημα ητόνησαν το εθνικόν φρόνημα.’’ Οι Οθωμανοί ‘’προέβησαν εις την ανοικο-δόμησιν του φρουρίου της Κελεφάς δια του οποίου εδέσποζεν όχι μόνον του πολυκατοικήτου Οιτύλου αλλά και του λιμένος του, όστις την εποχήν εκείνην ήτο ο αξιολογώτερος λιμήν της Μάνης αποτελών σπουδαιότατον σταθμόν των Ευρωπαϊκών πλοίων’’ [Απ. Δασκαλάκη, ό.π.σελ 85-87].
Με τη βοήθεια του Λυμπεράκη Γερακάρη ο Οθωμανικός στρατός, βρήκε την ευκαιρία, λόγω του εμφυλίου πολέμου των Βοιτυλιωτών, αποβιβάσθηκε στο Καραβοστάσι, εγκαταστάθηκε στην περιοχή και έκτισε το κάστρο της Κελεφάς [μεταξύ των ετών 1667-1672, κατά Σωκράτη Κουγέα και πιθανόν στα 1670-72, γιατί ο Εβλιγιά Τσελεμπή γράφει ότι το θέρος του 1670 που περιήλθε το Οίτυλο, την Κελεφά, την Τσίμοβα, την Κάλλιαζη, τον Βαχό κλπ δεν υπήρχε κάστρο και σημειώνει ότι ‘’Εγώ ο ταπεινός δούλος έγραψα στον Αλή πασά να κάνει ένα φρούριο στην είσοδο του λιμανιού [του Οιτύλου]…’’, σελ. 301 επ.]. Στο κάστρο οι Οθωμανοί, αν και ‘’έκαναν’’ ότι δεν ανακατεύονται στις διενέξεις των Βοιτυλιωτών, εγκατέστησαν φρουρά και έβαλαν κανόνια που απειλούσαν το μεγάλο χωριό το οποίο, ουσιαστικά, αν δεν βρισκόταν υπό κατάληψη, πάντως τελούσε υπό στενή πολιορκία [και ενώ εντός ο εμφύλιος συνεχιζόταν]. Υπό την Οθωμανική πίεση και απειλή [από τη θάλασσα στο Καραβοστάσι και στην ξηρά από το κάστρο της Κελεφάς] αλλά και την εμφύλια σύρραξη αρκετές οικογένειες [της οικονομικής και πνευματικής ελίτ] μετανάστευσαν, όπως και παλαιότερα, είτε στα γειτονικά χωριά Κρυονέρι, Καρέα, Κάλιαζη, είτε στη Ζάκυνθο, ενώ περί τους 1.500 Γιατριάνους έφυγαν το 1671 και κατ’ άλλους το 1674, φοβούμενοι εκδίκηση των Οθωμανών για τη συμμετοχή τους στο πλευρό των Ενετών στον Βενετοτουρκικό πόλεμο, για την Τοσκάνη, ξαναγυρίζοντας στις πατρο-γονικές τους ρίζες πιθανόν και από λόγους αταβισμού [βλ. Απ. Δασκαλάκη, ό.π. σελ. 119]. Αλλά και οι γυναίκες που παρέμειναν στο Οίτυλο δεν έβγαιναν έξω από τα σπίτια για να μη τις αρπάξουν οι Οθωμανοί [Απ. Δασκαλά-κη, ό.π. σελ. 130]. Έτσι η οικονομία καταβαραθρώθηκε γιατί ενώ στους Μανιάτικους γδικιωμούς οι γυναίκες περιφέρονταν ελεύθερα αφού δεν διέτρεχαν κανέναν κίνδυνο, γιατί ήσαν σεβαστές και έκαναν όλες τις δουλειές για να ζήσει η οικογένεια, τώρα, με τους Οθωμανούς, απέναντι, δεν υπήρχαν αυτά τα εργατικά χέρια.
 Σε αυτές τις συνθήκες της έσχατης κατάντιας ο αρχιπειρατής Λυμπεράκης Γερακάρης, με τους δικούς του και υπό την προστασία των Οθωμανικών κανονιών του κάστρου της Κελεφάς, επιδόθηκε με λύσσα στην εκδίκηση για την αρπαγή της αρραβωνιαστικιάς του. ‘’Ήρχισεν να συλλαμβάνη τους προσβολείς της τιμής του Στεφανοπούλους…Δικαστήριον εξ επιτοπίων, εμπίστων του Γερακάρη, εδίκαζεν αυτούς ως επιβουλευθέντας την κοινήν ασφάλειαν και ησυχίαν εις την εσχάτην των ποινών’’ [Απ. Δασκαλάκη, ό.π.] [ως άλλος αλλόφρων Αίας Τελαμώνιος που θεώρησε ότι αδικήθηκε από τους κριτές στους αγώνες και στην παραφροσύνη του έσφαξε τα πρόβατα των Αχαιών για εκδίκηση θεωρώντας ότι σκότωνε εκείνους που τον αδίκησαν ή περιγέλασαν]. ‘’Αι απηνείς αύται καταδιώξεις ηνάγκασαν την οικογέ-νειαν των Στεφανοπούλων και τινας άλλας να μεταναστεύσωσιν εξ Οιτύλου οριστικώς εις Κορσικήν…’’ [Απ. Δασκαλάκη, ό.π.] [κάπου 430 και πιθανόν περισσότερα άτομα μαζί με άλλα 300 από άλλα χωριά] για να σωθούν [1675]. Πρόκειται δηλαδή για μια ακόμη μεγάλη μετανάστευση σε συνέχεια άλλων που προηγήθηκαν. [Κατά Ν. Λάσκαρη, ό.π. έφυγαν περί τα επτά δέκατα του πληθυσμού, δηλαδή το χωριό ερημώθηκε].
    Ο Σταύρος Καπετανάκης [Η Μάνη στη δεύτερη Τουρκοκρατία, σελ. 37] δεν αποδέχεται τον ισχυρισμό των Στεφανοπουλαίων ότι υποχρεώθηκαν να μεταναστεύσουν στην Κορσική λόγω των επιθέσεων που δέχονταν από τους Οθωμανούς του κάστρου της Κελεφάς με τη συνδρομή του Λυμπεράκη Γερακάρη και ως επιχείρημα προβάλει το ότι ο αρχιπειρατής είχε φύγει [1673] από τη Μάνη πριν μεταναστεύσουν οι Στεφανοπουλαίοι [1675].
    Και αν ακόμη έτσι έχουν τα πράγματα ως προς τους χρόνους αποχώρησης, αυτό δεν σημαίνει ότι οι Οθωμανοί για να εξουδετερώσουν τη δύναμή του Οιτύλου πως δεν είχαν διευκολυνθεί από τον Λυμπεράκη Γερακάρης, για να εκδικηθεί τους εχθρούς του πριν φύγει και πάλι από την περιοχή.
Ό σκοπός των Οθωμανών ήταν να υποτάξουν τη Μάνη ή μάλλον να την ελέγχουν, να την καταστήσουν ακίνδυνη  με την αποδυνάμωση και των ισχυρών οικογενειών και σ’ αυτό τους εξυπηρετούσε ο Λ. Γερακάρης άσχε-τα αν επεδίωκε εκδίκηση μόνο κατά των Στεφανοπουλαίων, στην οποία, βεβαίως, δεν τον εμπόδισαν αλλά τον χρησιμοποίησαν για τα σχέδιά τους.
Και τούτο εξηγεί γιατί οι οικογένειες που συγκρούονταν μεταξύ τους δέχονταν και Οθωμανικές επιθέσεις και υποχρεώθηκαν, μαζί και με άλλες, σε διαφορετικούς αλλά κοντινούς μεταξύ τους χρόνους, να μεταναστεύσουν.
      Η παρακμή του Οιτύλου μετά τη μεγάλη σφαγή και τις μεταναστεύσεις. Oι σφαγές, από τους ‘’εντός’’ και τους ‘’εκτός’’, και η μετανάστευση ολοκλήρωσαν την καταστροφή της  Βοιτυλιώτικης οικονομίας [γεωργίας, κτηνοτροφίας, βιοτεχνίας, του εμπορίου, του λιμανιού στο Καραβοστάσι] και της πειρατικής δράσης των Βοιτυλιωτών. Αφού έφυγε ο Λυμπεράκης Γερακάρης για νέες τυχοδιωκτικές  περιπέτειες, το Οίτυλο ήλπισε ότι θα ανασάνει έστω και πολύ μικρότερο, πλέον, μετά και τις μεγάλες μεταναστεύσεις της δεκαετίας του 1670. Αλλά το μετεμφυλιακό κλίμα ήταν πολύ βαρύ στην ‘’ολόμαυρη ράχη’’ του Οιτύλου. Το χωριό συνέχεια θα μετρούσε τις απώλειές του, θα έσφιγγε τα δόντια, ο πόθος της εκδίκησης θα έμενε ενώ, αντίθετα, πάθος για προκοπή, για επανεκκίνηση δεν υπήρχε.
Και επιπλέον  οι Οθωμανοί, ως σκληροί κατακτητές και τιμωροί των Μανιατών, έμειναν στο κάστρο σημαδεύοντας με τα κανόνια τους το Οίτυλο και το Καραβοστάσι [μέχρι το 1685].        
           Η αιμορραγία του μεγάλου χωριού εξαιτίας του αλληλοσπαραγμού, της μετανάστευσης και της Οθωμανικής παρουσίας ήταν πολύ μεγάλη και η Τσίμοβα, που απολάμβανε εσωτερική ειρήνη, έτεινε να εξισωθεί αριθμητικά μαζί του. Στην απογραφή Grimani του 1700 το Οίτυλο αριθμούσε 511 άτο-μα [ή οικογένειες;] ενώ η Κάτω Τσίμοβα 417 και η Άνω [μάλλον το Κουσκούνι] 172. Βλ. Κ. Στάππα, Η Λακωνία κατά τη Τουρκοκρατία και Ενετοκρατία, Β. Παναγιωτόπουλου, Πληθυσμοί και οικισμοί της Πελοποννήσου  13ος-18ος αιώνας και Κ. Κόμη, Πληθυσμοί και οικισμοί της Μάνης, 15ος-19ος αιώνας.
Έτσι το Μανιάτικο Αλγέρι αποδεκατισμένο, μαραζωμένο, εξουθενωμένο θα περιορίσει τις δραστηριότητες του σε ξηρά και θάλασσα αλλά και την επιρροή του στην περιοχή και φυσικά στον κόλπο του Οιτύλου. Εκεί το Καραβοστάσι θα έχανε σταδιακά την εμπορική του αξία και θα απαξιωνό-ταν ως λιμάνι. Το Οίτυλο θα έχανε, βαθμηδόν, την πρωτοκαθεδρία στη Μάνη και θα έβλεπε απέναντί του, την Τσίμοβα, που την αντιμετώπιζε υπεροπτικά, σύντομα, να το ξεπερνά. Όλα θα άλλαζαν μετά τις σφαγές των χρόνων γύρω από το 1670. Το Οίτυλο αποδυναμωνόταν. [Ό,τι έπαθαν οι επίγονοι του Μεγάλου Αλέξανδρου που συγκρούσθηκαν μεταξύ τους για την αυτοκρατορία και στο τέλος έπεσαν αδύναμοι ‘’στο στόμα των Ρωμαίων’’].
Μέχρι τα τέλη του 17ου αιώνα οι Βοιτυλιώτες είχαν τον πρώτο λόγο στη Μάνη, μπροστάρηδες σε όλους τους αγώνες. Ακόμη και ως τα Ορλωφικά [1770] ήταν υπολογίσιμη δύναμη. [Βλ. υπομνήματα Μανιατών προς τους δυτικούς ηγεμόνες και τον πάπα στα 1582, 1612, 1618 που υπογράφουν Βοιτυλιώτες, Γιατρός, Αλευράς, Μαλεύρης, Στεφανόπουλος].
[Πάντα οι εμφύλιοι πόλεμοι είναι αιτία συμφοράς και καταστροφής και δίνουν την ευκαιρία στους γείτονες να καλύψουν το κενό εξουσίας. Και αυτοί οι αιώνιοι εμφύλιοι [ως πρόσφατα] των Βοιτυλιωτών δημιούργησαν την κακή φήμη για το μεγάλο χωριό. [Είχα ακούσει κάποτε έναν Βοιτυλιώτη να τραγουδά το τραγούδι ‘’Η πατρίς μου είναι η Μάνη’’ και έλεγε, ‘’Πρώτο είναι το Οίτυλο - απ΄ όλα πιο καλύτερο’’, προφανώς εννοώντας ότι κάποτε ήταν το πιο ισχυρό. Ένας, ‘’από δίπλα’’, μου είπε ‘’εμπιστευτικά’’, ‘’Το αντίθετο ισχύει’’. Μερικά χωριά είχαν κακή φήμη για τους αλληλοσκοτωμούς τους και για κάθε χωριό λεγόταν πάντα και κάποια σάτιρα].
Βενετοκρατία [1685-1715]. Το 1685 Οι Βενετοί καταλαμβάνουν την Πελοπόννησο και φυσικά τη Μάνη την οποία υποχρεώνουν να πληρώνει μικρότερο φόρο σε σχέση με τους Οθωμανούς πριν.
Ως προς τη διαμόρφωση της κατάστασης στη Μάνη και τον όρμο του Οιτύλου οι Βενετοί, α] επέβαλαν απαγόρευση του εμπορίου στους Μανιάτες [βλ. Σταύρου Καπετανάκη, ό. π. σελ. 72] για να έχουν οι ίδιοι το μονοπώλιο και άρα η όποια εμπορική δραστηριότητα συνεχιζόταν στο Οίτυλο, μετά την κρίση, αφανίστηκε και το χωριό αποδυναμώθηκε [όπως το Βυζάντιο σαν άφησε τον έλεγχο του εμπορίου και των θαλασσών στη Βενετία] και β] ώθησαν τους Μανιάτες και τους βοήθησαν να επιτίθενται ως πειρατές σε πλοία ανταγωνιστών και εχθρών των Βενετών [Οθωμανικά, Γενοβέζικα, Μαλτέζικα, Φρατζέζικα, Σπανιόλικα, Εγγλέζικα] και έτσι σε όλη την ακτογραμμή της Μάνης ξεφύτρωσαν πειρατές μερικοί από τους οποίους ανέλαβαν ηγετικό ρόλο στα πράγματα της περιοχής  και πλέον οι Βοιτυλιώτες δεν ήταν ούτε οι μόνοι ούτε οι πλέον ισχυροί. ‘’Η δύναμη είχε μοιραστεί σε περισσότερα λιμάνια…’’Οι παίκτες’’ ήταν πολλοί’’.
Οι Μαυρομιχαλαίοι. Για τους Μαυρομιχαλαίους [Μαυρομιχαλιάνους ή Μαυρομιχάληδες κατά την τοπική λαλιά] έχει γραφεί πληθώρα βιβλίων και μονογραφιών, είναι γνωστές η ιστορία και οι [θετικές ή αρνητικές] απόψεις για τη διαδρομή τους και κατά συνέπεια παραπέμπομε στην υπάρχουσα βιβλιογραφία. Σε όλη τη διάρκεια του 18ου αιώνα και όχι μόνον, αλλά θα σημείωνα και λίγο πιο πριν αλλά και ύστερα, ως τα μισά του 20ου, η ιστορία της Τσίμοβας καθορίζεται αποκλειστικά από τους Μαυρομιχαλαίους. Κάθε ενέργεια και πρόοδος του γένους τους έχει απόλυτο αντίκτυπο στην Τσίμοβα. Κι όσο ‘’ψήλωναν’’ οι Μαυρομιχαλαίοι τόσο ‘’ανέβαινε’’ και η Τσίμοβα στην ιεραρχία δύναμης στη Μάνη. [‘’Πρώτη είν’ η Τσίμοβα, καλή χώρα, μεγάλη- έχει καπετάνιον ένα Μαυρομιχάλη’’, κατά Νηφάκο [άσχετα αν την εννοεί ή μπορεί να εννοηθεί ως πρώτη, στη σειρά, κατά την είσοδο στη Μέσα Μάνη]. [Για τον βίο και την πολιτεία του Πετρόμπεη βλ. εργασία μου, Για τον ανδριάντα του Πετρόμπεη στην Αρεόπολη].
 Στα 1690 αναφέρεται ως εξέχουσα οικογένεια της Μάνης η πολυμελής και δραστήρια οικογένεια Μαυρομιχάλη [σε επιστολή του Ενετού Γενικού Προβλεπτή της θάλασσας]. Από εκεί και ύστερα όλο και περισσότερη δύναμη θα συσσωρεύεται στους Μαυρομιχαλιάνικους πύργους στο Λιμένι και την Τσίμοβα [που παρακάτω και σε γενικές γραμμές θα εκθέσομε].
Δεύτερη Τουρκοκρατία [1715-1821]. Το 1715 Οι Οθωμανοί έδιωξαν τους Βενετούς από τη Μάνη και όλη την Πελοπόννησο και έγιναν εκείνοι κυρίαρχοι του τόπου.
Όμως το Οίτυλο με το Καραβοστάσι είχε αποδυναμωθεί σημαντικά και λόγω της έξαρσης της πειρατείας κατά την Ενετοκρατία, όπως έχει σημειωθεί, είχαν αναδειχτεί και άλλες ισχυρές οικογένειες, εκτός Οιτύλου, στα δυτικά παράλια της Μάνης που άρχισαν να αξιοποιούν τα σκάφη και την πολεμική δύναμη τους για τη διεξαγωγή εμπορίου προς ίδιο όφελος.
Το οικονομικό πλήγμα που επέφεραν οι Βενετοί στους Μανιάτες, κατά τα ανωτέρω, δηλαδή η απαγόρευση του εμπορίου, ήταν συντριπτικό και συνεχίστηκε και στη διάρκεια της δεύτερης Τουρκοκρατίας καθόσον οι Οθωμανοί που δεν εμπορεύονταν [αλλά φορολογούσαν] παραχώρησαν στους καπετάνιους και στη συνέχεια στον μπέη το δικαίωμα να εμπορεύονται, εισπράττουν φόρους και διασφαλίζουν την τάξη.
Καπετάνιος ή μπέης από το Οίτυλο δεν αναδείχτηκε και είναι φανερό ότι τα κέντρα ισχύος [και οικονομίας] είχαν μεταφερθεί στις έδρες των καπετάνιων και κυρίως του μπέη. Στο Οίτυλο κατά συνέπεια δεν υπήρχε ούτε η αριθμητική, στρατιωτική, πολεμική υπεροχή αλλά ούτε και η οικονομική, εμπορική. Το κενό που άφηνε στον όρμο, κάτω από τα πόδια του και τη Μάνη, θα εκμεταλλευόταν η οικογένεια Μαυρομιχάλη, που είχε ξεχωρίσει στην Τσίμοβα και άπλωνε την επιρροή της και στη γύρω περιοχή.
Τσιμοβιώτικη πειρατεία. Η Τσίμοβα ήταν [και είναι] ένας ξερός και φτωχός τόπος. Η παραγωγή της σε γεωργικά και κτηνοτροφικά προϊόντα ήταν πολύ μικρή. Δε μπορούσε να θρέψει τον πληθυσμό της, που όλο και αύξανε από εποίκους της ενδότερης Μάνης, με το  λιγοστό σιτάρι, λάδι, χα-ρούπια, μέλι, φραγκόσυκα και λούπινα που είχε και τα αδύναμα πουλερικά και τα ισχνά γιδοπρόβατα και γελάδια. Ούτε τα θηράματα και κυρίως τα ορτύκια μπορούσαν να εξαλείψουν την πείνα των κατοίκων της. Τόπος πετρώδης και απρόσοδος, όποιας καλλιέργειας και αν τύχαινε, τα αγαθά του δεν αρκούσαν για τον πληθυσμό.
Η φτώχεια αναγκαστικά θα διέκρινε όλους τους Τσιμοβιώτες, όχι μόνο τους αχαμνόμερους αλλά αρχικά και τους ισχυρούς. Κατά συνέπεια έπρεπε να αναζητήσουν από αλλού πόρους επιβίωσης. Και ο χώρος αυτός θα ήταν η θάλασσα και η μισθοφορική στράτευση. Από τη θάλασσα οι αχαμνόμεροι έπαιρναν αλάτι, ψάρια και ξεπίκριζαν τα λούπινα, στους ισχυρούς όμως έδινε άλλες δυνατότητες.
[Όταν με το γυμνάσιο Αρεοπόλεως πηγαίναμε πρωινή εκδρομή ή μερικά απογεύματα βόλτα με συμμαθητές μου στους Σπήλιους κι αγνάντευα νοτιοδυτικά τη Μεσόγειο, νόμιζα ότι, πάνω από το πέλαγος, συζητούσα με την ιστορία. Σαν να έβλεπα τις νηρηίδες και τη γοργόνα των παιδικών μου χρόνων να αναδύονται από τα κύματα, τον Οδυσσέα, βασιλιά της Ιθάκης και τον Νέστορα της Πύλου, να πηγαίνουν στην Αυλίδα και από εκεί στη Τροία, τον Τηλέμαχο που ήρθε στη Λακεδαίμονα για να ζητήσει πληροφορίες από τον Μενέλαο για την τύχη του πατέρα του μετά τον Τρωικό πόλεμο, τους Έλληνες που ταξίδεψαν στην Κάτω Ιταλία και Σικελία και με τις αποικίες τους έφτιαξαν τη Μεγάλη Ελλάδα, τους Αθηναίους που ήρθαν να καταστρέψουν την Πύλο και τη Σφακτηρία το 425 πΧ και όταν πήγαιναν για τη Σικελία στην εκστρατεία του 415 πΧ  υπό τον Αλκιβιάδη, τον Πλάτωνα που ταξίδεψε στις Συρακούσες για να υλοποιήσει ανεπιτυχώς την ουτοπική Πολιτεία του, τους Ρωμαίους προς την Αίγυπτο για να καταλάβουν τη γη της Κλεοπάτρας των Πτολεμαίων και όλη τη Μεσόγειο [mare nostrum], τον Απόστολο Παύλο που πήγε στη Ρώμη να κηρύξει τη νέα θρησκεία, τους Βυζαντινούς κατά των Βανδάλων της Αφρικής, τους Σταυροφόρους κατά της Πόλης και της Ιερουσαλήμ, τους Ενετούς να αλωνίζουν τα λιμάνια ελέγχοντας το εμπόριο της Ανατολής, τον Βυζαντινό αυτοκράτορα και τον Πατριάρχη προς την Ιταλία για την ένωση των εκκλησιών [σύνοδοι Φερράρας και Φλωρεντίας, 1438-39] σε μία απέλπιδα προσπάθεια να αποσοβηθεί η άλωση της Πόλης, τους Αλγερινούς και Μανιάτες πειρατές να ανταγωνίζονται σε ηρωισμούς, τα καράβια των δουλεμπόρων, τα καραβάνια των μεταναστών και προσφύγων, τους Ρώσους να αποβιβάζονται στο Καραβοστάσι κατά τα Ορλωφικά [1769], τους Γάλλους να κατευθύνονται στο Σουέζ για τη διάνοιξη της διώρυγας  μετά τη Γαλλική επανάσταση, τους Άγγλους με τις κανονιοφόρους τους να επιβάλλουν την πολιτική τους στην Υψηλή Πύλη, τους στόλους των τριών δυνάμεων να κατευθύνονται στο Ναυαρίνο όπου βύθισαν τον Τουρκοαιγυπτιακό στόλο και επέβαλαν την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους μετά τη συντριβή των επαναστατημένων Ελλήνων από τον Ιμπραήμ, τους Αγγλογάλλους κατά της Ρωσίας στον Κριμαϊκό πόλεμο [1854], τους Μανιάτες εθελοντές για βοήθεια στους επαναστατημένους Κρητικούς [1866], τους Αγγλογάλλους στην απόβαση της Καλλίπολης και τον αποκλεισμό του Πειραιά κατά τον α΄ παγκόσμιο πόλεμο, τους ίδιους κατά την κρίση του Σουέζ [1956], τον 6ο Αμερικάνικο στόλο να πλέει από το Γιβραλτάρ ως το Σουέζ και τελευταία κρουαζερόπλοια με τουρίστες].
Έχει αυτή η θάλασσα, νοτιοδυτικά της Μάνης, κάτι το σαγηνευτικό και διερωτώμαι ποία θα ήταν η πορεία των Μανιατών αν ταυτόχρονα με τις πολεμικές ενασχολήσεις [και την πειρατεία] καταγίνονταν και με το δια θαλάσσης εμπόριο όπως οι Υδραίοι, Γαλαξιδιώτες, Χιώτες και άλλοι. Οι Αθηναίοι έλεγαν, ‘’μέγα το της θαλάττης κράτος’’ και  χάρη στη θάλασσα η πόλη τους έλαμψε στους αιώνες [και η Αγγλία κυριάρχησε στον κόσμο].
Ως τα 1670 περίπου οι περισσότεροι κάτοικοι των μικρών οικισμών της Τσίμοβας καταγίνονταν με την κτηνοτροφία και τη γεωργία ενώ μερικοί που στρέφονταν στη θάλασσα είτε πήγαιναν στη Δύση να γίνουν μισθοφόροι ξένων ηγεμόνων είτε πλαισίωναν πειρατικά και ναυτικά πληρώματα μεγάλων Βοιτυλιωτών αρχιπειρατών και εμπόρων [ή και τα δύο].
    Μετά την κρίση στο Οίτυλο, μετά δηλαδή το 1670, θα αρχίσουν, σιγά-σιγά, να κάνουν δικές τους πειρατικές και εμπορικές δουλειές.
Οι Τσιμοβιώτες, με την εσωτερική ειρήνη που επέβαλαν οι Μαυρομιχαλαίοι και υπό την ηγεσία τους, θα διοχετεύσουν όλο τον δυναμισμό τους στη θάλασσα [με την πειρατεία και το εμπόριο] και θα αξιοποιήσουν με τον καλλίτερο τρόπο το κενό εξουσίας που άφησε στον συσχετισμό δυνάμεων της περιοχής το Οίτυλο το οποίο υποχρεώθηκε να κλειστεί στον εαυτό του και να αποσυρθεί από τον έλεγχο της γύρω περιοχής. [Ο Μαυρομιχάλης αναφέρεται ως οπαδός του Λυμπεράκη Γερακάρη, βλ. Σπ. Λάμπρου, Εκθέσεις Βενετών προνοητών εν Δελτίω Ιστορικής και Εθνολογικής  Εταιρείας, τ. Β΄, σελ. 288 και Απ. Δασκαλάκη, ό.π. σελ. 169]. Οι Τσιμοβιώτες δηλαδή έκαναν ό,τι και οι Άγγλοι ιδία κατά τους Ναπολεόντειους πολέμους αλλά και πριν από αυτούς που παρακολουθούσαν τους Ευρωπαίους να συγκρούονται [με μικρή αγγλική παρουσία και συμμετοχή] ενώ οι ίδιοι απλώνονταν από τη θάλασσα στα πέρατα της οικουμένης. Οι ισχυροί Τσιμοβιώτες και ο ισχυρότερος ανάμεσά τους Μαυρομιχάλης, απερίσπαστοι από εσωτερικές έριδες, μετά τη φθορά του Οιτύλου, θα άνοιγαν τα φτερά τους για απόκτηση δύναμης και πολύ πέρα από την Τσίμοβα.  
Οι Τσιμοβιώτες, πλέον, έχουν αυξηθεί αριθμητικά, έχουν και πολεμική εμπειρία ως μισθοφόροι [stradioti]  είτε ξένων είτε, κυρίως,  Βοιτυλιωτών πειρατών  ή από μικρές δικές τους πειρατικές εξορμήσεις και με την απόδυνάμωση του Οιτύλου θα ριχθούν στη θάλασσα ‘’για δικές τους δουλειές’’. Μπροστά τους ανοίγεται ‘’πεδίον δόξης λαμπρόν’’ και μεγάλη ευκαιρία απόκτησης πλούτου. [‘’Ο Γιάννης αποφάσισε μια βάρκα ν’ αγοράσει
να περπατεί, να σεργιανεί όλο δια θαλάσσης’’]. Δεν θα αφήσουν την ευκαιρία και θα διακριθούν ως πειρατές αν και δεν μονοπώλησαν την πειρατεία στη Μάνη. [Και άλλοι Μανιάτες διέπρεψαν και ο Νηφάκος στο ποίημά του ‘’Περί των χωρίων’’ κλπ στα τέλη του 18ου αιώνα σημειώνει για τους Μεσομανιάτες πειρατές,
‘’Οι άντρες, άλλοι περπατούν στον κούρσο και κλεψίες’’].
Από την πειρατεία όμως οι ισχυρές οικογένειες απέκτησαν οικονομική δύναμη και από αυτή και πολεμική, πολιτική και κοινωνική. Θα έπαιρναν κι άλλους μισθοφόρους, θα αγόραζαν όπλα και κανόνια, θα εξοπλίζονταν σαν αστακοί, θα έκτιζαν μπαστούνες, οχυρά και μάνδρες σαν τείχη κάστρου. Θα γίνονταν ισχυρότεροι και η διαφορά τους από την ευάριθμη μεσαία τάξη και την πολυάνθρωπη κατώτερη θα μεγάλωνε περισσότερο.
Οι παράτολμοι Μανιάτες πειρατές δεν λογάριαζαν τίποτε. Δεν σταματούσαν πουθενά. Κούρσευαν ό,τι εύρισκαν. Πλοία Οθωμανικά, Αλγερινά, πειρατικά αλλά και καράβια χριστιανικά Σπανιόλικα, Φράγκικα, Βενετσιάνικα, Εγγλέζικα ακόμη και Ελληνικά και Μανιάτικα για να εκδικηθούν ο ένας τον άλλον. Και εικόνες έπαιρναν, ακόμη και τις γυναίκες των αντιπά-λων τους. Και τα λάφυρα ‘’δεν πήγαιναν περί πάτρης αλλά περί πάρτης’’, βλ. Δ. Μέξη, Η Μάνη και οι Μανιάτες, σελ 436. [Άλλωστε με τα γρόσια οι ισχυρές οικογένειες γίνονταν ακόμη πιο δυνατές].
            Έτσι οι ισχυροί Μανιάτες αρχηγοί ως ότου οι συνθήκες το επέτρεπαν, δηλαδή ως τα μισά και πλέον του 18ου αιώνα, καταγινόμενοι με την πειρατεία, ασχολούνταν λιγότερο με το εμπόριο και φρόντιζαν  να το ελέγχουν από τα λιμάνια [και στη στεριά από τα περάσματα] για να εισπράττουν τους [εισαγωγικούς και κυρίως εξαγωγικούς] φόρους.
Αλλά η πειρατεία είχε γίνει ανυπόφορη πληγή για τους Δυτικούς που ανοίγονταν εμπορικά στην Ανατολική Μεσόγειο  ενώ οι ισχυρές Μανιάτικες οικογένειες είχαν ήδη συγκεντρώσει αρκετό πλούτο. Για να μείνουν ελεύθεροι οι θαλάσσιοι δρόμοι και να προστατευθεί το εμπόριο από την πειρατεία οι Οθωμανοί την καταδίωξαν απηνώς και διέταξαν τους μπέηδες και καπετάνιους να την πατάξουν, ενώ και οι ξένοι ανέθεσαν την προστασία των εμπορικών τους πλοίων από τους πειρατές στις ισχυρές Μανιάτικες οικογένειες με αμοιβή. Έτσι οι ισχυροί πειρατές από κλέφτες, ληστές στη θάλασσα, έγιναν προστάτες και αστυνόμοι για λογαριασμό των δυτικών εμπορικών στόλων. [Οι Μαυρομιχαλαίοι λχ στις 20 Ιουνίου 1790 ζήτησαν [και ως φαίνεται έλαβαν] την προστασία των Γαλλικών πλοίων με αμοιβή 750 γρόσια τον μήνα [βλ. Κ. Σιμόπουλος, Ξένοι ταξιδιώτες στην Ελλάδα, τόμος Β, σελ. 600]. Απόδειξη της προστασίας που παρείχε ο Μαυρομιχάλης σε εμπορικά πλοία ή της εμπορικής του δράσης αποτελεί και το ευρέως γνω-στό στη Μέσα Μάνη γεγονός της σύγκρουσης Μαυρομιχάλη-Μαντούβαλου επειδή ο δεύτερος ζήτησε φόρο από εμπορικό πλοίο το οποίο προσάραξε στον Γερολιμένα που προστάτευε ο πρώτος. [Κατά Δ. Μέξη, ό.π. σελ. 432 το πλοίο ανήκε στους Μαυρομιχαλαίους ενώ κατ’ άλλη παράδοση το προστάτευαν]. Ο καπετάνιος αρνήθηκε και οι άνδρες του Μαντούβαλου έκαναν ρεσάλτο. Η ενέργεια θεωρήθηκε μεγάλη προσβολή για τον Μαυρομιχάλη που εξεστράτευσε κατά των Μπουλαριών και οι μάχες που άρχισαν διακό-πηκαν οριστικά επειδή δημιουργήθηκε έρως και ακολούθησε γάμος μεταξύ ενός νεαρού Μαυρομιχάλη και μίας Μαντουβαλίτσας].    
Αλλά οι Μανιάτες δεν ήσαν μόνο ληστές στη θάλασσα αλλά και στη στεριά. Πολλάκις εξορμούσαν σαν ακρίδες στις πεδιάδες του Έλους, της Σκάλας και της Μεσσηνίας ή τα μαγαζιά της Καλαμάτας και άρπαζαν ό,τι εύρισκαν [ζώα, λάδι, σιτάρι, αλεύρι, ρούχα, έπιπλα, χρήματα κλπ].
Από αυτήν τη λεηλασία σώθηκαν οι Μεσσήνιοι και οι κάτοικοι του Έλους λόγω της καταδίωξης των ληστών από τους μπέηδες και καπετάνιους, κατά διαταγή των Οθωμανών, στις διαταγές των οποίων υπάκουαν, με απειλή απαγχονισμού του μπέη και εισβολής στη Μάνη, αφού η Μάνη ήταν ημιαυτόνομη και φόρου υποτελής στον Σουλτάνο και υπό την επικυριαρχία του [βλ. υποσχετικά υποταγής των Μανιατών στον Σουλτάνο του 1806 και 1813 στην  εργασία του Σταύρου Καπετανάκη, ό.π. σελ. 380 και 430].
Εξαιτίας της πειρατείας και του ελέγχου του εμπορίου είναι φανερό το πώς και γιατί οι ισχυρές οικογένειες της Τσίμοβας απέκτησαν πλούτο, έκτισαν πύργους υψηλούς, πυργόσπιτα και ωραίες εκκλησίες. Έφτιαξαν ένα ωραίο χωριό, κλασσικό Μανιατοχώρι, με καλντερίμια  που ο πλούτος των ισχυρών φαινόταν και δεν θα μπορούσε ποτέ να αποκτηθεί μόνο από τα γεμάτα πέτρες χωράφιά τους. Πύργοι, πυργόσπιτα, χαμόσπιτα και εκκλησίες στην Τσίμοβα πιστοποιούσαν την οικονομική, κοινωνική και στρατιωτική διαστρωμάτωση των κατοίκων της, ισχυρών και αδύναμων.
 Χάρη στη θάλασσα δυνάμωσαν όχι μόνο οι Μαυρομιχαλαίοι που είχαν λίγο ξερότοπο στο Λιμένι αλλά και οι Τρουπάκηδες στην Έξω Μάνη και οι Γρηγοράκηδες στο Σκουτάρι, Αγερανό και Γύθειο  [όπου είχαν μεγά-λες και εύφορες εκτάσεις]. Η πειρατεία, η προστασία του εμπορίου και ο έλεγχος των λιμανιών για τη φορολογία πρόσφεραν στις ισχυρές οικογένειες οικονομική δύναμη πρωτόγνωρη για την περιοχή, πολύ μεγαλύτερη από εκείνη που έδιναν τα χωράφια και τα κοπάδια τους. [Ως έχει σημειωθεί φόρο δεν έπαιρναν μόνο από τα λιμάνια αλλά και από τα περάσματα, όπως λχ οι Πετροπουλάκηδες στη Λίμνη, πριν τις Αιγιές [Δ. Μέξη, ό.π. σελ. 434].
  Η οικογένεια Μαυρομιχάλη νιώθει όλο και πιο ισχυρή και απλώνει το κύρος και την επιρροή της στη Μάνη, έτσι που στα Ορλωφικά [1769] θα πρωταγωνιστήσει σε Παμμανιάτικο επίπεδο και μέλη της θα ηγηθούν δυνά-μεων Μανιατών αποσκερά και προσηλιακά [Μελίπυργο, Αλμυρό, Τρικεφάλι] ενώ και μέσα στο Οίτυλο ο Γεώργιος Μαυρομιχάλης θρυλείται ότι λογομάχησε με τον Ορλώφ ή τον απείλησε. Η δύναμή των Μαυρομιχαλαίων είναι μεγάλη και σε ανταγωνισμό με τους άλλους ισχυρούς της Μάνης, τους Γρηγοράκηδες της Ανατολικής και τους Τρουπάκηδες της Έξω θα επιχει-ρούν να την αυξήσουν. [Αυτοί θα είναι τα ‘’πρώτα σπίτια’’  ως το ΄21].
Η γεωγραφική θέση της Τσίμοβας και το εμπόριό της. Ο ορίζοντας της Τσίμοβας είναι απέραντος, το κλίμα της καλό –έχει ήλιο, φως-και η απόσταση από τη θάλασσα την προστάτευε από τους πειρατές. Η γεωγραφι-κή της θέση είναι επίσης καλή. Και πέρασμα είναι προς τη Μέσα Μάνη και από αυτή προς την Έξω και προς την Ανατολική, στο διάσελο του Ταϋγέ-του, αλλά και τη θάλασσα έχει ‘’κάτω από τα πόδια της για να ανοιχτεί’’ στη Μεσσηνία  και τη Δύση. Αυτά είναι ευνοϊκές συνθήκες για ανάπτυξη του εμπορίου, επικοινωνία και πολιτιστική προσέγγιση με άλλες κοινωνίες.
 Τα πειρατικά λάφυρα έπρεπε να πωληθούν, ο πληθυσμός της Τσίμοβας αυξανόταν διαρκώς από Μεσομανιάτες, η πειρατεία αργότερα περιορί-σθηκε και στη συνέχεια καταδιώχθηκε και αφού Οθωμανική απειλή κατά της Τσίμοβας ουσιαστικά δεν υπήρχε, κάποιοι, έπρεπε να ασχοληθούν και με το εμπόριο για να ικανοποιήσουν τις ανάγκες των κατοίκων, όχι μόνο των ντόπιων, αλλά και των μικρών γειτονικών χωριών και των πολυάριθμων περαστικών. Έτσι μερικοί Τσιμοβιώτες άνοιξαν μπακάλικα και άλλα μαγαζιά και με ζήλο διαλαλούσαν και επαινούσαν [΄΄λιβάνιζαν΄΄] την πραμάτειά τους κατά τρόπο παραπλανητικό και υπερβολικό, φημίζονταν εξάλλου για την κακή τους πίστη στις συναλλαγές [βλ. Δ. Μέξη ό. π. σελ. 431και εργα-σία μου, Η αγροτική περιοχή της Αρεόπολης], οι άλλοι Μανιάτες τους έβριζαν [γιατί κατά Π. Τριανταφυλλόπουλο, Πελοποννησιακή Εγκυκλοπαίδεια, λήμμα Αρεόπολις, αγόραζαν πολύ λιβάνι και το έκαιγαν στα μνήματα των νεκροταφείων] και ο Νηφάκος τους περιγράφει χαρακτηριστικά ότι είναι,
 ‘’Στο φανερό πραματευτές και στο κρυφό κουρσάροι,
μικρούς, μεγάλους άνεμος και λίχνη να τους πάρει’’.
[Για κάθε χωριό άλλωστε οι Μανιάτες είχαν και ένα υβριστικό όνομα και κάποιους τσατιρικούς στίχους].
         Σαν έφυγαν οι Οθωμανοί [1685] από το κάστρο της Κελεφάς και στη συνέχεια οι Βενετοί [1715], τα πράγματα είχαν πλέον αλλάξει στον όρμο του Οιτύλου, όπως πολλάκις σημειώνεται παραπάνω. Το Καραβοστάσι ακολουθώντας τη φθορά του Οιτύλου είχε υποβαθμιστεί ως εμπορικό και δια-μετακομιστικό λιμάνι και τη θέση του είχε πάρει το Λιμένι, ένας μικρός οικισμός απέναντί του, όπου είχαν τον πύργο τους οι Μαυρομιχαλαίοι, οι οποίοι και το επέβαλαν ως πύλη για τις εξαγωγές και εισαγωγές των Μανιατών, βάζοντας και δύο κανόνια, το ένα στην είσοδο του κόλπου, πάνω στα βράχια, στη Ντάπια, εκεί που σήμερα είναι η ‘’προεδρική σουίτα’’ ξενοδοχείου, πάνω από το νεκροταφείο του Λιμενιού και το άλλο πάνω από τον Κουρμά και το Μοναστήρι της Παναγίας της Βρεττής, πάνω από τον γκρεμό, για να προστατεύουν τον πύργο τους και να ελέγχουν το λιμάνι. [Πέραν των δυο, παραπάνω, κανονιών και εκείνων που είχαν στους πύργους τους οι Μαυρομιχαλαίοι και οι άλλοι κάτοικοι της Τσίμοβας, η περιοχή διέθετε και φρουρά [παρατηρητήριο] στη Βάρδια ή Μπαστούνα, στο ανατολικό μέρος της αγροτικής περιοχής της Τσίμοβας για να εποπτεύει το πέρασμα από Πασσαβά της Ανατολικής Μάνης αλλά και νοτιοδυτικά, κοντά στην Παλέρημο. [Κατά Ελ. Μπελιά, Υπόμνημα  εκ των Ολλανδικών αρχείων, Λακω-νικαί σπουδαί, τ. 2, 1975, σελ. 290] ο Μαυρομιχάλης είχε 600 οπλοφόρους].
Οι Βοιτυλιώτες δεν είχαν πλέον τη δύναμη να εμποδίσουν τον Μαυρομιχάλη στον έλεγχο του λιμανιού και τη γύρω περιοχή. Σε άλλους χρόνους ισχύος των Βοιτυλιωτών αυτό θα ήταν αδιανόητο. Θα του τα είχαν ρημάξει όλα, πύργους, ντάπιες, κανόνια, μπαστούνες από την πρώτη κίνησή του αν και δεν θα είχε τολμήσει να σκεφθεί ότι μπορεί να ορθώσει το ανά-στημά του ή να ‘’μπει στο μάτι’’ των Βοιτυλιωτών.  
         [Είναι γνωστό ότι ο Πελοποννησιακός πόλεμος έγινε γιατί οι Σπαρτιάτες ανησύχησαν θεωρώντας ότι η ανερχόμενη δύναμη των Αθηναίων θα μπορούσε να αμφισβητήσει τη δική τους. Οι Μανιάτες, ως απόγονοι των Σπαρτιατών και έχοντας την ίδια ιδεολογία, δεν θα ήθελαν ποτέ να ιδούν κάποιον άλλο από το χωριό τους ή το γειτονικό κλπ να τους ξεπεράσει. Έτσι λχ για να κτίσει κάποιος πύργο [ένδειξη ισχύος] έπρεπε να υπερτερήσει των άλλων ή να δώσει μάχη με τους ισχυρούς οι οποίοι δεν θα του επέτρεπαν έτσι εύκολα να εξισωθεί μαζί τους. [‘’Όσο εγώ ’μαι στη ζωή-να κάνει πύργο δε μπορεί’’]. Οι Μανιάτες ήξεραν το δίκαιο του ισχυρού, ήθελαν να είναι ισχυροί, ισχυρότεροι έναντι των άλλων, το status το κρατούσαν με τα όπλα τους. Όμως οι Βοιτυλιώτες δεν μπορούσαν να κρατήσουν πλέον την εξουσία τους στην περιοχή ούτε να εμποδίσουν την ανερχόμενη δύναμη της πολυμε-λούς και δραστήριας οικογένειας Μαυρομιχάλη και έτσι ούτε καν ‘’για την τιμή των όπλων’’ δεν έδωσαν μάχη ώστε να αποτρέψουν την άνοδό της].
         Μετά τη φθορά του Οιτύλου οι βάρκες και τα καράβια με εμπορεύματα θα φεύγουν από το Λιμένι για Κορώνη, Καλαμάτα και αλλαχού.  
Το μπεηλίκι. Το 1816 η αναγνώριση της δύναμης των Μαυρομιχα-λαίων σε  Παμμανιάτικο επίπεδο θα έρθει με τον διορισμό από την Υψηλή Πύλη του Πέτρου ως μπέη της Μάνης [Πετρόμπεης]. Φιλικοί, ξένοι πράκτορες, διπλωμάτες, κλέφτες, έμποροι, δάσκαλοι του γένους και Ευρωπαίοι περιηγητές θα πηγαινοέρχονται στο Λιμένι και την Τσίμοβα για να ζητήσουν από τον μπέη να λάβει μέρος στον αγώνα. Η δύναμή του είναι μεγάλη και είναι σεβαστός σε όλη τη Μάνη, έστω και αν δεν ελέγχει πλήρως τη Μέσα Μάνη ούτε φυσικά την Κάτω [Γρηγοράκης] ή την Έξω [Μούρτζινος].          
Δεν είναι άξιο απορίας, μετά τα όσα γράφτηκαν παραπάνω για το Οίτυλο, γιατί δεν αναδείχθηκε ούτε ένας μπέης από αυτό. Από τα τέλη του 17ου αιώνα αριθμητικά είχε αισθητά αποδυναμωθεί αλλά και δεν ήταν σε ομόνοια ποτέ ούτε είχε αναδείξει κάποιο ισχυρό σόι, μετά το 1700, αποδεκτό στη Μάνη. Σόια είχε πολλά αλλά κανένα δεν κατάφερε να υπερτερήσει και να διοικήσει τη Μάνη. Έτσι παραμονές του αγώνα του ΄21 Βοιτυλιώτες καπεταναίοι και οπλοφόροι δεν αναφέρονται είτε γιατί συμπεριλαμβάνονται στη δύναμη του Μαυρομιχάλη είτε γιατί θεωρούνται ‘’δεύτερα σπίτια χωρίς αρχηγό’’ που τους μειώνει [βλ. πίνακες που δημοσιεύει ο Απ. Δασκαλάκης ό.π.]. Και ο Νηφάκος δεν μνημονεύει Βοιτυλιώτες καπεταναίους στα ποιήματά του στα χρόνια κοντά στα 1800 και δεν κάνει εκτεταμένη αναφορά στο άλλοτε πρώτο χωριό αλλά απλώς το σημειώνει.
Είναι γνωστό ότι οι Οθωμανοί ακολουθώντας τη δοκιμασμένη πολιτική, του ‘’διαίρει και βασίλευε’’, διόριζαν μπέη για να προσεταιρισθούν οικο-γένειες, να διαιρέσουν τις ισχυρές από αυτές, να προκαλέσουν μεταξύ τους αντιζηλίες και συγκρούσεις ή να εξοντώσουν άλλες [όπως με τον Λυμπε-ράκη Γερακάρη] ή με τον μπέη να καταδιώξουν κάποιους ισχυρούς Μανιάτες [όπως ο Αντωνόμπεης τον Τζανήμπεη Γρηγοράκη] κλπ.
Είναι επίσης γνωστό ότι το αξίωμα του μπέη δεν ήταν μόνο τιμητικό, μία απλή θέση κύρους  ή ευθύνης έναντι του  Σουλτάνου για τον έλεγχο των Μανιατών αλλά ο κάτοχός του είχε πολλαπλά οφέλη αφού πχ είχε το μονοπώλιο ορισμένων προϊόντων [μετάξι, λάδι, βελανίδι, πρινοκόκκι] ή καθόριζε χαμηλές τιμές αγοράς αγαθών για αυτόν και πωλούσε ακριβότερα, εισέπραττε φόρους, αποκτούσε πλούτο και δύναμη στρατιωτική και πολιτική, ώστε να πάρει πρόσθετους μισθοφόρους και να επιδοθεί σε πελατειακές ενέργειες. Η εξουσία αύξανε τη δύναμη, ιδιαίτερα σε όσους την επεδίωκαν.
Ο Πετρόμπεης, ο μόνος Μεσομανιάτης μπέης, ήταν ο πιο τυχερός από όλους τους μπέηδες γιατί, κατά το μπεηλίκι του, ξέσπασε η επανάσταση και πήγε στην Καλαμάτα, την οποία απελευθέρωσε στις 23 Μαρτίου και από την οποία,  ως ‘’ηγεμών και αρχιστράτηγος εκ του Σπαρτιατικού στρατοπέδου’’, κήρυξε την ελευθερία του γένους και στη συνέχεια προσήλθε στις εθνοσυνελεύσεις και στα κέντρα διοίκησης του αγώνα όπου ο ρόλος του, τουλάχιστον στην αρχή, χάρη στους ένοπλους Μανιάτες, ήταν κυρίαρχος. [Βλ.  Χ. Λούκου, Η ενσωμάτωση μιας παραδοσιακής αρχοντικής οικογένειας στο Κράτος, η περίπτωση των Μαυρομιχαλαίων, Θέματα νεοελληνικής ιστορίας, 18ος-20ος αιώνας, εκδόσεις Σάκκουλα,  σελ. 131 επ.].
Mετά την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους. Στο ελεύθερο κράτος το Οίτυλο και η Τσίμοβα ξεκινούν με περίπου ίσο πληθυσμό. Αλλά οι ουσιαστικές διαφορές τους είναι μεγάλες και η ‘’ζυγαριά’’ γέρνει αισθητά προς το μέρος της δεύτερης.
           Οι Βοιτυλιώτες είναι διασπασμένοι, τα πάθη μαυρίζουν το κοινωνικό κλίμα σε κάθε στιγμή και εκδήλωση της ζωής τους. Ξέρουν ότι έχουν χάσει την προέχουσα θέση τους, το χωριό τους ακολουθεί από πολλές δεκαετίες φθίνουσα πορεία, δεν ασχολούνται από καιρό με τίποτε άλλο έξω από το χωριό τους, δεν διαδραματίζουν κάποιον ιδιαίτερο ρόλο, όπως άλλοτε, στη Μάνη και η Τσίμοβα τους έχει ουσιαστικά υπερκεράσει, όσο και αν δεν θέλουν να το παραδεχθούν προς τα έξω. Δεν έχουν αναδείξει από το 1821 ισχυρούς αρχηγούς για να γίνουν ρυθμιστές στα πολιτικά πράγματα του νέου κράτους, όλο και περιχαρακώνονται στην αετοφωλιά τους με μία μικρή επιρροή, κυρίως εμπορική,  να κρατάνε στα γειτονικά χωριά Καραβοστάσι, Τσίπα, Χοτάσια, Πολιάνα, Κρυονέρι και Καρέα.
           Αντίθετα η Τσίμοβα βγαίνει από τον αγώνα του ΄21 πολλαπλά κερδισμένη. Καυχάται ότι από εκεί ξεκίνησε [17 Μαρτίου 1821] ο πόλεμος κατά της Τουρκιάς, συνεχώς, ως χωριό, αυξάνεται, είναι τα σόια της ενωμένα και έχει για αρχηγό της τον Μαυρομιχάλη, δαφνοστεφανωμένον με τη δόξα του πρωτεργάτη [‘’ηγεμόνος και αρχιστρατήγου’’] του αγώνα για την ελευθερία του γένους που πλέον έχει κυρίαρχη θέση στη διοίκηση του κράτους, βρίσκεται κοντά στον βασιλιά και έχει δύναμη για να βοηθήσει το χωριό του.        
Ο Μαυρομιχάλης και η οικογένειά του όπως [λιγότερο όμως] και οι άλλες ισχυρές Μανιάτικες οικογένειες [και οι οικογένειες των λοιπών προεστών του Μοριά]  ως τον ερχομό του Καποδίστρια είχαν αρκετή δύναμη και προνόμια [από φόρους και αξιώματα] στο υπό ίδρυση κράτος, τα οποία προ-σπάθησε να περιορίσει ο πρώτος Κυβερνήτης και έτσι ήλθε σε αντίθεση με τα συμφέροντα του Πετρόμπεη και των άλλων ισχυρών. Μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια ο Μαυρομιχάλης βρέθηκε στο περιθώριο, αλλά όταν ήρθε ο  Όθωνας έσπευσε να θέσει τις υπηρεσίες του στη διάθεση του μονάρχη και έτσι απέκτησε την εύνοιά του χωρίς έκτοτε να τη χάσει. [Και κατά την εξέ-γερση των Μανιατών για το κόψιμο των πύργων από τους Βαυαρούς ο Πετρόμπεης θα επιδιώξει την εκτόνωση της οργής των συμπατριωτών του].
Η αντιβασιλεία και μετά ο Όθωνας επειδή ήθελε στρατιωτικά και πολιτικά ερείσματα για να ισχυροποιηθεί, θα βοηθήσει γενναίως τις ισχυρές οικογένειες και ιδιαιτέρως τους Μαυρομιχαλαίους. ‘’Η ειδική αυτή εύνοια … προκάλεσε την αντίδραση άλλων ισχυρών παραγόντων της Μάνης, ιδιαίτερα του Τζανετάκη Γρηγοράκη’’, [βλ. Χ. Λούκου, ό.π. σελ. 141], αφού ‘’η πατρίς εξεπλήρωσεν όχι ολίγον το προς την μόνην οικογένειαν των Μαυρομιχάλων χρέος της,…τιμήσασα αυτήν…παρά πάσαν άλλην προέχουσαν οικογένειαν της Μάνης και παρά πάσας τας φαινομένας σήμερον της ελευθέρας Ελλάδος’’ και επειδή ο Πετρόμπεης, θεωρούμενος από τους άλλους Έλληνες ως εκπρόσω-πος των Μανιατών [όχι όμως και από όλους  τους  Μανιάτες], είχε στεφανωθεί όλη τη δόξα της Μάνης.
    Όμως το Οίτυλο ανέδειξε μία θρυλική μορφή, έναν άδολο αγωνιστή και φλογερό πατριώτη, τον Ηλία Τσαλαφατίνο, ο οποίος όταν πολλοί άλλοι, άκαπνοι από μάχες στρατηγοί και στρατιώτες, έσπευδαν με πληθώρα [κατά κανόνα ψεύτικων και ψηφοθηρικών] πιστοποιητικών και ζητούσαν μισθούς και συντάξεις για δήθεν υπηρεσίες τους στον απελευθερωτικό αγώνα του έθνους και παρότρυναν και τον Τσαλαφατίνο για τα ίδια, εκείνος τους αποκρίθηκε, αηδιασμένος για τη συμπεριφορά τους, ‘’Η πατρίδα είναι φτωχότερη από εμένα’’ και δεν δέχτηκε τίποτε.
    Με το βδ της 10[22]-2-1836, ΦΕΚ 8/3-3-1836, χάρη στον Πετρό-μπεη,  μετατέθηκε η πρωτεύουσα της επαρχίας Οιτύλου από το Οίτυλο στην Τσίμοβα και ορίσθηκε, με το ΦΕΚ 28/21-6-1836, έδρα των επαρχιών Οιτύ-λου και Γυθείου. [Το 1899, ΦΕΚ 136/6-1-1899, οι δύο παραπάνω επαρχίες, με έδρα το Γύθειο, αποτελούσαν τον νομό Λακωνικής ενώ η Σπάρτη και η επαρχία Επιδαύρου Λιμηράς τον νομό Λακεδαίμονος]. Με το βδ της 31-12-1868, ΦΕΚ 9 του 1868, ανατέθηκε στον έπαρχο Οιτύλου η διοίκηση της επαρχίας Γυθείου. Ο Μαυρομιχάλης χάρη στην πολιτική δύναμη που διέθε-τε στην κυβέρνηση του βασιλείου, θα βοηθήσει ποικιλοτρόπως τη γενέτειρά του Τσίμοβα με πληθώρα ευεργεσιών. Κάθε προνόμιο που θα αποκτά η Τσί-μοβα θα οφείλεται πλέον στον Μαυρομιχάλη, ο οποίος με μία σειρά κυβερνητικών και πολιτικών ‘’δώρων’’ θα την ενδυναμώσει και θα την καταστή-σει υπερτοπικό κέντρο διοίκησης και εμπορίου της Μάνης. Άλλωστε από το 1829 η Τσίμοβα πληθυσμιακά εξισώνεται, αν δεν υπερτερεί του Οιτύλου. Ο έντονος τοπικισμός των Μανιατών θα εκδηλωθεί από τον Μαυρομιχάλη για την Τσίμοβα και θα κρατήσει όσο και η δύναμή του [θα συνεχισθεί δε από τους Τσιμοβιώτες ως σήμερα]. Αυτή η έντονη, τοπικιστική αντίληψη των Μανιατών να υπερισχύσει το χωριό τους έναντι των άλλων θα φανεί καθαρά στην περίπτωση της Τσίμοβας. Το κάθε χωριό πολύ θα ήθελε να έχει μια τέ-τοια ευκαιρία. Της Τσίμοβας της δόθηκε με τη δύναμη που απέκτησε ο Μαυρομιχάλης στη διοίκηση του κράτους. Ευλόγως, λοιπόν, ο ανδριάντας του δεσπόζει σήμερα στο Αγιάτικο και η προτομή του επί στήλης στο νε-κροταφείο του Λιμενιού [όχι μόνο για τη συνεισφορά του στο ‘21].
  Το 1836 [ΦΕΚ 80/28-12-1836, παράρτημα] η Τσίμοβα αναγνωρίσθηκε ως δήμος Άρεως και μετονομάσθηκε σε Αρεόπολη [πόλη του Άρη, θεού του πολέμου]. Το 1837 λειτούργησε αλληλοδιδαχτικό [δηλαδή δημοτικό] σχολείο με 200 μαθητές και ελληνικό [σημερινό περίπου τριτάξιο γυ-μνάσιο] με 32 [που το 1889 είχε 100], βλ. εργασία μου, Ιστορία του γυμνασίου και λυκείου Αρεοπόλεως, Η Μάνη κατά τον 20ο αιώνα, σελ. 10, 11. Σύντομα θα αποκτήσει Ειρηνοδικείο, συμβολαιογραφείο [1837] και  υποθηκοφυλάκειο. Στην Αρεόπολη και τα χωριά Βαχός, Γύθειο, Κάμπος Αβίας, Καρδαμύλη, Κίττα, Κότρωνα, Πάνιτσα και Πλάτσα το 1885 ιδρύθηκε ελληνικό [σχολαρχείο, β δ της 1-2-1885, ΦΕΚ 89/1885] ενώ δεν ιδρύθηκε, αρχικά, στο Οίτυλο αλλά το 1923 και στον Πύργο Διρού το 1924 και έτσι οι μαθητές αυτών των μεγάλων χωριών θα πήγαιναν στην Αρεόπολη. Το 1909, ν. ΓΥΛΔ/1909, ΦΕΚ 282/1909 Α, ορίσθηκε [και πάλι] η Αρεόπολη πρωτεύουσα της επαρχίας και με το β δ της 31-8-1912, ΦΕΚ 261/1912, τεύχος Α, αναγνωρίσθηκε ως κοινότητα.
   Για την καλύτερη κατανόηση της πληθυσμιακής δύναμης Αρεόπολης και Οιτύλου και τη συναγωγή συμπερασμάτων για την αύξηση της πρώτης και μείωσης του δεύτερου, σημειώνεται ότι το 1618 [υπόμνημα προς Νεβέρ] η Τσίμοβα είχε 30 οπλοφόρους [το Κουσκούνι 40] και το Οίτυλο 400. Το 1670 [περιήγηση Τσελεμπή] η Τσίμοβα είχε 80 σπίτια ενώ το Οίτυλο 1.000 σπίτια και 3.000 οπλοφόρους. [Ακολουθούν οι μεγάλες συγκρούσεις στο Οίτυλο και η αθρόα μετανάστευση]. Το 1700 [απογραφή Grimani] η Κάτω Τσίμοβα έχει 417 άτομα, η Άνω [μάλλον το Κουσκούνι] 172 και το Οίτυλο 511. Στις απογραφές του 1829, 1840, 1870, 1889, 1920 και επόμενες αρχικά η Αρεόπολη εξισώνεται με το Οίτυλο και στη συνέχεια το ξεπερνά.
Γυμνάσιο Αρεοπόλεως και δημόσιες υπηρεσίες. Με το βδ της 17-10-1921, ΦΕΚ 203/21-10-1921, τεύχος Α, ιδρύθηκε το γυμνάσιο Αρεοπόλεως. [Το δημοτικό τότε ήταν τετρατάξιο, το ελληνικό ή σχολαρχείο τριτάξιο και το γυμνάσιο τετρατάξιο]. Μέγα δώρο για την Αρεόπολη. Το γυμνάσιο δεν ιδρύθηκε στο Οίτυλο, τον Πύργο Διρού ή την Καρδαμύλη αλλά στην Αρεόπολη. Η δύναμη του Μαυρομιχάλη ήταν εμφανής. Το γυμνάσιο μάζευε τους μαθητές από πολλά χωριά. Οι Αρεοπολίτες θα νοίκιαζαν όσα δωμάτια είχαν και θα έφτιαχναν και άλλα για τη στέγαση των μαθητών. Το ενοίκιο δεν ήταν ευκαταφρόνητο. Τα μαγαζιά αύξαναν την πελατεία τους και οι γονείς των παιδιών αναγκαστικά θα έρχονταν για ψώνια στην Αρεόπολη. Για τις ανάγκες των μαθητών θα χρειαζόταν και ένα βιβλιοχαρτοπωλείο. Αλλά το γυμνάσιο θα έφερνε και καθηγητές και θα απαιτούσε και την ίδρυση έστω και μίας μικρής βιβλιοθήκης. Μία κάποια πνευματική κίνηση θα άρχιζε, όσο μικρή και αν ήταν. Είχε ήδη τεθεί σε λειτουργία τηλεγραφείο από το 1912 και ταχυδρομείο. Κατά τα 1923-24 ‘’έφθασε’’ και ο δρόμος από το Γύθειο που είχε ξεκινήσει περί το 1880. Άλλο ένα δώρο για την Αρεόπολη. Ο δρόμος δεν πήγε στο Οίτυλο ή στο ακμάζον τότε εμπορικό κέντρο της περιοχής το Νέο Οίτυλο [Τσίπα] αλλά στην Αρεόπολη.
Με το πδ της 31-12-1925, ΦΕΚ 11 Α/12-1-1926, ιδρύθηκε και το Δημόσιο Ταμείο Οιτύλου με έδρα την Αρεόπολη ως συνέχεια του ταμείου που υπήρχε στο Λιμένι από την εποχή του αγώνα και του Καποδίστρια. Και άλλο δώρο. Έτσι στην Αρεόπολη, εκτός από τους μαθητές και κάποιους μαγαζάτορες και εμπόρους, διαβιούσαν ο ειρηνοδίκης, ένας γραμματέας του ειρηνοδικείου, συμβολαιογράφος, δικολάβοι, γιατρός, φαρμακοποιός, καθηγητές, δάσκαλοι, νηπιαγωγός,  χωροφύλακες, υπάλληλοι του δημόσιου ταμείου, ένα δηλαδή όχι και μικρό για τα δεδομένα της κωμόπολης δημοσιοϋπαλληλικό σώμα που μισθοδοτείτο από το κράτος, τα χρήματά του ξόδευε στην Αρεόπολη και είχε πρόσθετες απαιτήσεις σε σχέση με τον ντόπιο γεωργοκτηνοτροφικό πληθυσμό και το οποίο θα δημιουργούσε καλλίτερες συνθήκες οικονομικής, εμπορικής, κοινωνικής και πολιτιστικής ανάπτυξης. Έπρεπε λχ να λειτουργήσει ξενοδοχείο, εστιατόριο, να αποστέλλονται εφημερίδες στην κωμόπολη, να  κατασκευασθούν αποχωρητήρια γιατί ως τότε οι κάτοικοι αφόδευαν στις φραγκοσυκόμαντρες κλπ. Στα άλλα χωριά αποχωρητήρια θα κατασκευάζονταν δεκαετίες αργότερα λόγω τουρισμού.
Με αυτά τα δεδομένα το 1930 η Αρεόπολη με τον δρόμο από το Γύθειο, το γυμνάσιο, το δημόσιο ταμείο, τον γιατρό, τον φαρμακοποιό, τον συμβολαιογράφο, τον ειρηνοδίκη, τους καθηγητές κλπ ως πρωτεύουσα ‘’έχει στρώσει το χαλί’’, έχει ανοίξει τον δρόμο της περαιτέρω ανάπτυξης και υπεροχής της σε σχέση με τα υπόλοιπα χωριά.
Περί το 1927 ανοίχθηκε και ο δρόμος από Γύθειο προς Σκουτάρι [από τη Φράγκα] ο οποίος  όμως δεν επεκτάθηκε για να φθάσει ως Κότρωνα και να συνεχίσει νότια για την εξυπηρέτηση των κατοίκων της Προσηλιακής Μάνης αν και ο Κότρωνας και όλη η προσηλιακή Μάνη ανήκαν στην επαρχία Γυθείου και είχαν πολλούς λόγους για άμεση πρόσβαση στην πρωτεύου-σα της επαρχίας τους, το Γύθειο. Ωστόσο αυτό δεν έγινε και επί 70 χρόνια, ως πρόσφατα δηλαδή, ήσαν υποχρεωμένοι οι κάτοικοι να περνούν από την Αρεόπολη, πρωτεύουσα άλλης επαρχίας [της επαρχίας Οιτύλου], σαν ήθελαν να πάνε στο Γύθειο και την Αθήνα.  
Έτσι πορεύθηκε η Αρεόπολη και στην ‘’κατάσταση’’, 1940-50, δεν γνώρισε ιδιαίτερης έκτασης επεισόδια μεταξύ χιτών και ανταρτών, επειδή η Δεξιά επικράτησε αμέσως σ’ αυτή όπως και σε όλη τη Μέσα Μάνη και οι αριστεροί εξαναγκάστηκαν να φύγουν προς τον Ταΰγετο.
Αντίθετα στο Οίτυλο [στο οποίο, για ένα μικρό διάστημα, μετά την αναχώρηση των Γερμανών, κυριάρχησαν οι αριστεροί] συνεχίζοντας οι κά-τοικοί του τη μακρά παράδοση του διχασμού [καθώς ευκαιρία περίμεναν για να ξαναπάρουν τα ντουφέκια και να ξαναρχίσουν τους σκοτωμούς], ξανάζη-σαν για αρκετά χρόνια, σε όλη την ‘’κατάσταση’’, τις μεταξύ τους συγκρούσεις με πάρα πολλά θύματα [βλ. Δήμητρας Πέτρουλα, Που είναι η μάνα σου, μωρή;]. Έχει ειπωθεί ότι ‘’στο Οίτυλο κάθε βδομάδα η καμπάνα βάραγε λυπητερά και ακούγονταν μοιρολόια για την κηδεία κάποιου που σκότωσαν’’.
   Μετά την κατάσταση [της δεκαετίας 1940-1950]. Η επέκταση των χερσαίων δρόμων από Αρεόπολη α] προς τη Μέσα Μάνη [από Πύργο Διρού], β] προς Κότρωνα [από Ξιφαριάνικα] και γ] προς Οίτυλο-Καλαμάτα θα καταστήσουν την Αρεόπολη κόμβο και κέντρο, αφού θα περιορίσουν τον ρόλο των θαλάσσιων μεταφορών της περιοχής. ΄Ετσι το Νέο Οίτυλο [Τσίπα] θα μαραζώσει ως εμπορικό κέντρο και την ‘’κίνησή’’ του στην οικονομική ζωή θα απορροφήσει η Αρεόπολη. Φορτηγά και λεωφορεία, λίγα στην αρχή, έρχονταν στην κωμόπολη, τα μαγαζιά προμηθεύονταν φθηνότερα και περισσότερα αγαθά, χάρη στις μεταφορές και η Αρεόπολη θα μονοπωλούσε την εμπορική κίνηση ευρύτατης περιοχής. Όλη σχεδόν η νότια Μάνη θα ψώνιζε από τα μαγαζιά της Αρεόπολης και οι μαγαζάτορες θα άνοιγαν πολλά δε-φτέρια, αφού οι περισσότεροι πελάτες τους αγόραζαν δανεικά. Το αν κάποιοι από αυτούς ήσαν έντιμοι [και όντως αρκετοί ήσαν] και άλλων αν ‘’…αι κατάπυκνοι και μυροβολούσαι σελίδες του καταστίχου [των][σσ δεφτέρια] ωμοίαζον με πίονας αγρούς, με…ό,τι έσπειρε εν αυτώ, εκαρποφόρει πολλαπλασίως…έκοπτε τα φύλλα…εκάστοτε ότε εγένετο εξόφλησις κονδυλίου τινός, αλλ’ η ρίζα έμενεν…μέλλουσα και πάλιν ν΄ αναβλαστήση…’’, που γράφει στη Σταχυομαζώχτρα ο Παπαδιαμάντης, αυτό μόνο οι ίδιοι το ήξεραν γιατί ευκόλως θα μπορούσαν να ξεγελάσουν τους αγράμματους χωρικούς και ιδία τις ταλαιπωρημένες Μανιάτισσες.
[Μετά την ‘’κατάσταση’’ δεν εκλέγεται Μαυρομιχάλης στη Βουλή ενώ από το 1955 ξεκινά η λειτουργία εμποροζωοπανήγυρης στην Αρεόπο-λη, κάθε χρόνο, για 5 ημέρες, 2-7 Αυγούστου, και το Αγιάτικο, εκείνες τις μέρες, για 10 [;] χρόνια, γεμίζει με ζώα και επισκέπτες απ’ όλη τη Μάνη].
Ο εορτασμός της επετείου της 17ης Μαρτίου 1821 ξεκινά το 1961 [χάρη και στον γυμνασιάρχη Γ. Ρόκα] και μαζεύει, τελευταία, πολλούς στην Αρεόπολη. [Στην Αθήνα έγινε ο εορτασμός από τον σύλλογο Αρεοπολιτών το 1959. Βλ. εργασία μου, Η 17η Μαρτίου 1821].
Η μετανάστευση και ο τουρισμός. Μεγάλη πληγή για τη Μάνη ήταν, μετά την ‘’κατάσταση’’, η μετανάστευση. Μετά τη λήξη των μαχών του εμφύλιου  κανένας αριστερός ή έστω και κεντρώος δε μπορούσε να μείνει στη Μάνη. Υποχρεώθηκαν ή αναγκάσθηκαν να φύγουν για την Αθήνα, ‘’να χαθούν, ανώνυμοι, μέσα στην απεραντοσύνη της πόλης’’, αναζητώντας δουλειά στις οικοδομές και τα εργοστάσια. Αλλά για οικονομικούς λόγους έφυγαν από τα χωριά τους και οι δεξιοί οι οποίοι πολιορκούσαν τους πολιτευτές, στην πρωτεύουσα, για να τους διορίσουν στο δημόσιο και ιδιαίτερα στα σώματα ασφαλείας και τον στρατό. Τα χωριά ερήμωναν. Η Αρεόπολη θα δοκιμαζόταν, αλλά οι μαθητές του γυμνασίου, οι επισκέψεις των γονιών τους και το μικρό δημοσιοϋπαλληλικό σώμα που εργαζόταν εκεί, θα κάλυπταν κάπως το κενό της μετανάστευσης.
[Μετά το 1981 οι μαθητές, που προέρχονται από τα χωριά, δεν θα ενοικιάζουν πλέον δωμάτια στην Αρεόπολη, επειδή θα έρχονται στο σχολείο με λεωφορεία και ΤΑΧΙ μισθωμένα από το δημόσιο].
Και σαν αναπάντεχο, πολλαπλό δώρο, άνοιξαν και τα περιώνυμα σπήλαια του Διρού προσελκύοντας τουρίστες.
Τα σπήλαια και ο από αυτά  τουρισμός θα αναζωογονήσουν τη Μάνη και ιδιαίτερα την Αρεόπολη η οποία ωφελήθηκε -ιδιαίτερα τα μαγαζιά της- περισσότερο από όλα τα άλλα χωριά, ακόμη και από τον Πύργο. Στην Αρεό-πολη θα ρεύσει άφθονο χρήμα, όσο σε κανένα άλλο χωριό. Θα αναπαλαιωθούν πύργοι και πυργόσπιτα, θα επισκευασθούν χαλάσματα και θα κτισθούν νέα σπίτια με ‘’εφάπαξ’’, συντάξεις, δάνεια, ευρωπαϊκά προγράμματα και μεγάλες κρατικές επιδοτήσεις για να διατηρηθεί και να  αναδειχθεί ο παραδοσιακός χαρακτήρας του οικισμού [όπως και της Βάθειας]. Θα κατασκευασθούν ξενοδοχεία και ενοικιαζόμενα δωμάτια, ταβέρνες, αναψυκτήρια, θα εκδοθούν τοπικές εφημερίδες, θα λειτουργήσει υποκατάστημα της Εθνικής τράπεζας, της ΔΕΗ του ΙΚΑ, περισσότερα βενζινάδικα, μηχανουργεία, τα παλιά μπακάλικα θα αντικατασταθούν από super market και η Αρεόπολη θα επεκταθεί [κυρίως μετά το 1985] προς όλες τις κατευθύνσεις, α] προς τα Σφαγεία και ακόμη πιο πέρα στα Ξιφαριάνικα, β] κάτω από το Κουσκούνι και πέρα από τον Άι-Θανασάκη, γ] προς τα μισά της απόστασης για Σπήλιους και Κούτρου [σκάβοντας ανελέητα την πλαγιά του Λιμενιού για να κτίσουν και να τη γεμίσουν με σπίτια και ξενοδοχεία, εκεί όπου άλλοτε έβοσκαν τις αγελάδες τους, ανάμεσα στους ασπαλαθρούς, μαζεύοντας σφαράγγια]. Έτσι η κωμόπολη σχεδόν θα διπλασιασθεί και θα γίνει αγνώριστη σε σχέση με τη δεκαετία του 1960 και ΄70 και κάθε Πάσχα και καλοκαίρι θα έχει τέτοια κίνηση από ξένους και επανακάμψαντες Αρεοπολίτες και Μανιάτες που θα εντυπωσιάζει τους παλιούς και θα δυσκολεύει τη διαβίωσή τους, μιας και είχαν συνηθίσει σε ένα ήσυχο και αγροτικό χωριό. Τώρα τα αυτοκίνητα θα δυσκολεύουν την πεζοπορία τους, ενώ από πολλά χρόνια έχει απαγορευθεί η διέλευση ζώων και κοπαδιών από τους κεντρικούς δρόμους του οικισμού [τελευταία, το βράδυ, και αυτοκινήτων], ο οποίος έχει λάβει χαρακτήρα πόλης. Θα επεκταθεί επίσης και το γυμνάσιο, σε δύο φάσεις μία το 1973 και άλλη το 1993 αν και οι μαθητές λιγοστεύουν.
Το 1968 ήρθε το ηλεκτρικό ρεύμα και μία δεκαετία περίπου αργότερα το νερό της Αγιά-Μαρίνας. Με αυτά τα δεδομένα ενώ από τα άλλα χωριά οι νέοι έφευγαν για Αθήνα, στην Αρεόπολη παρέμεναν αρκετοί, γιατί είχαν δουλειά και έτσι της έδιναν ζωή και συντελούσαν στην ανάπτυξή της.
Αντίθετα από την Αρεόπολη, η οικιστική ανάπτυξη του Οιτύλου και βραδεία θα είναι αλλά και μικρή ακόμη και στο Καραβοστάσι που τελευταία θεωρήθηκε ότι έχει μεγάλη αξία ως τόπος. Έτσι το Οίτυλο δεν είχε την εξέλιξη της Αρεόπολης και ο δρόμος από Αρεόπολη για Καλαμάτα [που ολοκληρώθηκε κατά το 1964] περνά από τη δυτική άκρη του και ουσιαστικά δεν του προσφέρει και μεγάλη εμπορική ωφέλεια. Τα μόνα που του έμειναν και ως ανάμνηση παλαιών μεγαλείων είναι η γιορτή της οικογένειας των Μεδίκων, κάθε Χριστούγεννα, κατά την οποία λέγεται στους νεότερους το ‘’μυστικό’’ τους, η τράπεζα των Κομνηνών και στα μέσα Αυγούστου, την παραμονή του Βοιτυλιώτικου πανηγυριού, το ομαδικό ψάρεμα που θα μπορούσε για λόγους και τουριστικούς να συνδυασθεί με αναπαράσταση των παλιών πειρατικών τους εξορμήσεων [όπως λχ γίνεται κάθε καλοκαίρι η αναπαράσταση της επιστροφής των πειρατών σε λιμάνια νησιών].
         Με την υπ΄ αρ. 10767/7-10-1972, ΦΕΚ 859 Β19-10-1972, κοινή απόφαση των υπουργών Προγραμματισμού και Κυβερνητικής Πολιτικής, Οικονομικών, Πολιτισμού και Επιστημών ιδρύθηκε η δημόσια βιβλιοθήκη Αρεοπόλεως με τους 6.000 τόμους της βιβλιοθήκης του Γεωργίου Τσιμπιδάρου-Φτέρη, δωρεά της συζύγου του Ρέας, που στεγάσθηκε αρχικά σε αίθουσα του γυμνασίου και ακολούθως σε μισθωμένο κτίριο στο Αγιάτικο.
Ο δήμος. Το 1994 από τις συνενώσεις Αρεόπολης, Βαχού και Κελε-φάς συγκροτήθηκε ο δήμος Αρεοπόλεως με έδρα την Αρεόπολη ενώ τον δήμο Οιτύλου με έδρα το Οίτυλο συγκρότησαν τα χωριά Οίτυλο, Κρυονέρι, Καρέα και Γέρμα. Το 1998 με τον νόμο 2539/1997 [‘’Καποδίστριας’’] όλη η δυτική Λακωνική Μάνη θα συγκροτήσει τον δήμο Οιτύλου με έδρα την Αρεόπολη. Ο πρωτεύων ρόλος της Αρεόπολης, η πρωτεύουσα θέση που κατέχει από διακόσια χρόνια στην Αποσκερή και νότια Μάνη επισημοποιείται. Φαίνεται να έχει φθάσει στο απόγειό της.
Η οικιστική, οικονομική και εμπορική ανάπτυξη της Αρεόπολης θα προσελκύσει μετά το 1992 αρκετούς αλλοδαπούς εργάτες [από Αλβανία, Βουλγαρία και Πολωνία] και αργότερα [περί το 2005] από Αφγανιστάν και Πακιστάν αλλά και επαναπατρισθέντες Μανιάτες επαγγελματίες [μηχανι-κούς, γιατρούς, οδοντίατρους, κτηνίατρους, γεωπόνους, καθηγητές φροντιστηρίων, λογιστές, ηλεκτρολόγους, υδραυλικούς, μηχανοτεχνίτες και διάφορες άλλες ειδικότητες]. Έχει ήδη ανοίξει τις πύλες του το εκκλησιαστικό μουσείο στον πύργο Πικουλάκη ενώ από δεκαετίες λειτουργούν δασαρχείο, αγρονομείο, πυροσβεστική, κέντρο υγείας, παιδικός σταθμός, ΙΚΑ  κλπ.
Είχε επομένως πετύχει πάρα πολλά η Αρεόπολη και στις συζητήσεις που έγιναν για περαιτέρω συνενώσεις των δήμων [σχέδιο Καλλικράτης], ώστε όλη η Μάνη να αποτελέσει έναν δήμο, αρκετοί Αρεοπολίτες ζήτησαν έδρα του ενιαίου δήμου να γίνει η Αρεόπολη.
         Ενιαίος δήμος Λακωνικής Μάνης. Την 1η Ιανουαρίου 2011 ξε-κίνησε τη λειτουργία του ο δήμος Ανατολικής Μάνης. Με τον νόμο 3852/ 2010 [‘’Καλλικράτης’’] οι δήμοι της Λακωνικής Μάνης, δηλαδή ο δήμος Ανατολικής Μάνης [έδρα Κότρωνας], ο δήμος Οιτύλου [Αρεόπολη], ο δή-μος Γυθείου [Γύθειο] και ο δήμος Σμήνου [Άγιος Νικόλαος] συνενώθηκαν και συνέστησαν τον δήμο Ανατολικής Μάνης με έδρα το Γύθειο ενώ η Αρεόπολη ανακηρύχτηκε  ιστορική έδρας [λόγω 17ης Μαρτίου]. Η προσπάθεια να υπερκερασθεί το Γύθειο όπως είχε γίνει στον παλιό νομό Λακωνικής το 1836 που πρωτεύουσα του νομού κηρύχθηκε η Αρεόπολη [χάρη των Μαυρομιχαλαίων] τώρα δεν τελεσφόρησε.
Ατενίζοντας το μέλλον. Σήμερα η Αρεόπολη έχει καταστήματα κατοίκους, εργάτες και επαγγελματίες περισσότερους από κάθε άλλο χωριό της Μάνης [μετά το Γύθειο].
Υπάρχουν όμως κάποιες ρωγμές στο όλο σύστημα. Έχει ανοιχθεί ο δρόμος από Σκουτάρι προς Κότρωνα που προτιμούν οι προσηλιακοί και έτσι δεν επισκέπτονται όλοι την Αρεόπολη. Παράκαμψη της Αρεόπολης απο-τελεί και ο δρόμος από Γεωργακαράκου προς Γέρμα, Καρέα, Κρυονέρι, Οίτυλο, Καλαμάτα, καθώς και ο δρόμος από Σταυρό [Βαχού] προς Νέο Οίτυλο και Οίτυλο. Το ίδιο και από Κελεφά προς την [αναπτυσσόμενη] Τσίπα.
Βεβαίως η Αρεόπολη έχει μία δυναμική από το παρελθόν, λόγω ιστορίας και των υποδομών που διαθέτει, αλλά και μερικά από τα άλλα χωριά της περιοχής δεν έχουν τη διάθεση να παραμείνουν δορυφόροι της καθώς επιδιώκουν την ανάπτυξή τους.
Ως γνωστόν αναπτύσσονται με γοργούς ρυθμούς και κυρίως λόγω της παραλίας τους το Γύθειο, το Μαυροβούνι, το Βαθύ, το Σκουτάρι, ο Κότρωνας, η Κοκκάλα, η Ακροταινάρειος περιοχή, ο Γερολιμένας, η Τσίπα, η Στούπα, η Καρδαμύλη και άλλες περιοχές και το μέλλον θα δείξει πώς θα διαμορφωθούν τα πράγματα και ποιά θέση θα έχει η Αρεόπολη ανάμεσα στα άλλα χωριά, αν θα συνεχίσει να πρωταγωνιστεί, αν τα άλλα χωριά θα τη φτάσουν και θα εξισωθούν μαζί της ή και μερικά αν θα την ξεπεράσουν [γιατί σήμερα ‘’η ζυγαριά γέρνει πολύ υπέρ της Αρεόπολης’’].
Η οικονομική κρίση που μαστίζει τη χώρα και οι όροι δανεισμού [‘’μνημόνιο’’ 2011] που επιβλήθηκαν στην Ελλάδα από την ΕΕ, τη ΚΕΤ και το ΔΝΤ [τρόικα] επιφέρουν μαράζωμα της υπαίθρου, ανεργία, οικονομική ασφυξία και υποχρεώνουν ντόπιους κατοίκους και αλλοδαπούς εργάτες σε μετανάστευση. Έτσι και οι μαθητές των σχολείων μειώνονται, κλείνουν δημόσιες υπηρεσίες [πχ ΔΟΥ] και επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας [πχ ΟΤΕ]  καθώς και ιδιωτικές επιχειρήσεις και επαγγελματικά γραφεία.
Αναγκαστικά και η Αρεόπολη θα υποστεί τις συνέπειες της κρίσης.
Για το ορατό μέλλον ως πλέον πιθανό φαίνεται να διογκωθεί η αστυφιλία του ενεργού [και πλέον δυναμικού και παραγωγικού] μέρους του πληθυσμού, ενώ η παραμονή στα χωριά μερικών ηλικιωμένων ή και νέων που ξαναγυρίζουν ως επισκέπτες για μερικές ημέρες το Πάσχα και το καλοκαίρι ή εποχιακή απασχόληση [στις ελιές ή τα τουριστικά καταλύματα] δεν θα είναι ικανή να τα αναζωογονήσει. Άλλωστε, η στροφή στις σύγχρονες γεωργικές καλλιέργειες μάλλον θα αργήσει.
Υπό τα δεδομένα αυτά και για την Αρεόπολη το μέλλον δεν διαφαίνε-ται ρόδινο και είναι η πρώτη φορά, από την εποχή κατά την οποία φτιάχτηκαν οι πρώτες καλύβες των κτηνοτρόφων στον τόπο της, που υπάρχει κίνδυνος η κωμόπολή να μπει σε φθίνουσα τροχιά. [Θα μπεί;].
Πάντως όποιος διαβεί πεζός, ένα Αυγουστιάτικο βράδυ, τον κεντρικό δρόμο της Αρεόπολης από Αγιάτικο ως Ταξιάρχη –καθώς απαγορεύεται η διέλευση οχημάτων- θα εκπλαγεί από την πληθώρα τραπεζοκαθισμάτων και καθημένων [νεαρών και νεανιζόντων ηλικιωμένων] δεξιά κι αριστερά, ανά-μεσα στους τοίχους, σε όλο το μήκος του δρόμου, έξω από τις ισόγειες τα-βέρνες, τις καφετέριες κλπ που πριν 60 χρόνια ήταν κατώια, λες και η κωμό-πολη δεν έχει χώρους έξω από το κεντρικό σοκάκι, που βλέπουν τη θάλασσα και τον ουρανό, έχουν ησυχία και προσφέρουν ηρεμία στον περιηγητή.
Βεβαίως αυτά μπορεί να κάνουν τους καταστηματάρχες ‘’να τρίβουν τα χέρια τους’’ αλλά προκαλούν σκεπτικισμό σε όσους  στις διακοπές τους αναζητούν ηρεμία ή  γνώρισαν την Αρεόπολη, παλιά, ως ένα απλό χωριό που μάζευε μαθητές από τα χωριά και τους Μανιάτες κάθε Σάββατο στο παζάρι της και οι οποίοι θα ήθελαν στις επισκέψεις τους σ αυτή να βρίσκουν ησυχία, απλότητα και παλιούς γνωστούς για συζητήσεις και αναμνήσεις.
Για το Οίτυλο που, τελευταία, λόγω τουρισμού και επανόδου αποδήμων κυρίως από την Αθήνα συνταξιούχων, έστω και εποχιακά, παρατηρείται μια μικρή οικοδομική δραστηριότητα [σπίτια, ξενοδοχεία], και ίσως αποτελέσει [και για να αποτελέσει], εν καιρώ, ένα ενιαίο σύνολο, μια ενότητα με την Αρεόπολη και την Τσίπα, έχω τη γνώμη ότι πρέπει,
α] να επεκτείνει περαιτέρω τον λιμενοβραχίονα στο Καραβοστάσι για ένα υποτυπώδες λιμάνι [να αξιοποιήσει τη θάλασσα που εγκατέλειψε, από παλιά, λόγω συγκρούσεων],
β] να συνεχίσει τη διάνοιξη και ασφαλτόστρωση του δρόμου παραλιακά, δυτικά, ως την άκρη του κάβου,
γ] το ίδιο, από πάνω, από τη μεγάλη στροφή, να ανοίξει δρόμο, δυτικά, αρκετά πέρα και πάνω από τους γκρεμούς για να δοθεί η δυνατότητα ανέγερσης ξενοδοχείων ή εξοχικών κατοικιών, επειδή η περιοχή είναι ηλιόλουστη, έχει θέα και έχει, επίσης, τη θάλασσα ‘’κάτω από τα πόδια της’’,
δ] να επιδιώξει τη διαπλάτυνση του δρόμου από Καλαμάτα,
ε] να επιδιώξει, επίσης, τη διάνοιξη και ασφαλτόστρωση δρόμων από μοναστήρι του Τσίγκου και Άνω Καρέα προς τα Μαλευροχώρια,
Στ] ‘’να αξιοποιήσει το παρελθόν’’ του με συγγραφή της ιστορίας, της λαογραφίας και των εθίμων του  [Μονή Τσίγκου, Κομνηνοί, Μέδικοι και μεταξύ τους σύγκρουση λόγω αρπαγής κόρης, Ορλωφικά, πειρατεία, πανηγύρια κλπ] και να τα διαφημίσει σε όλο τον κόσμο κυρίως με τηλεοπτικά έργα. Γενικά να ‘’ιδεί’’ τι έχει κάνει και τι κάνει η Αρεόπολη.  
     Συμπέρασμα. Περαίνοντας το παρόν πόνημα αν θέλομε να γράψομε τους λόγους στους οποίους οφείλει η Αρεόπολη την ακμή της αυτοί είναι,
α] Η εσωτερική ειρήνη ύστερα από τις [σύντομες] εμφύλιες διαμάχες και το αδιατάρακτο σύστημα διοίκησης που επιβλήθηκε μετά τις έριδες.
β] Η αποδυνάμωση του ισχυρού Οιτύλου [λόγω ερίδων].
γ] Η γειτνίαση με τη θάλασσα [πειρατεία, εμπόριο, φόροι στο Λιμένι].
δ] Η θέση της Αρεόπολης [πέρασμα προς Μυστρά και Καλαμάτα].
ε] Το εμπόριο [μαγαζιά, παζάρι κλπ] λόγω θέσης [περάσματος και θάλασσας], το γυμνάσιο, ο  δρόμος Γυθείου-Αρεοπόλεως και οι διοικητικές υπηρεσίες που λειτουργούσαν στην Αρεόπολη και έφερναν τους Μανιάτες αναγκαστικά σ’ αυτή. Και
στ] Η οικογένεια Μαυρομιχάλη [που επέβαλε την ειρήνη, άπλωσε στη θάλασσα και δώρισε στην Αρεόπολη το γυμνάσιο, τον δρόμο και τις δημόσιες υπηρεσίες που τη καθιστούσαν κέντρο της περιοχής].
Για τους λόγους παρακμής του Οιτύλου σημειώνομε ότι  οι εμφύλιες διαμάχες που κράτησαν ‘’χρόνια και χρόνια’’, ‘’φτάνουν και περισσεύουν’’.                                      

Κυριακή 17 Σεπτεμβρίου 2023

ΓΛΥΦΑΔΑ, ΤΑ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΑ – Ο ΒΟΣΠΟΡΟΣ – Η ΝΕΑ ΕΥΡΥΑΛΗ

 

                                                                 Εισαγωγή

          Κατά την απογραφή του 1920 η Γλυφάδα είχε 173 κατοίκους. Σήμερα είναι μία μεγάλη πόλη. Οι περισσότεροι από τους  κατοίκους της ήλθαν από άλλες συνοικίες της Αθήνας στις οποίες είχαν εγκατασταθεί πριν αρ- κετά χρόνια προερχόμενοι από την επαρχία.

          Η ανέχεια της υπαίθρου επέφερε την εγκατάλειψη της και χιλιάδες επαρχιώτες για οικονομικούς και άλλους λόγους ως εσωτερικοί μετανάστες κατέκλυσαν, κατά τη δεκαετία του ΄50 και τις επόμενες, τη πόλη της Παλλάδας και με την άναρχη δόμηση, τη κατέστησαν απάνθρωπη και ανοίκεια [με τους στενούς δρόμους, τις μεγάλες πολυκατοικίες, την έλλειψη πρασίνου και κοινοχρήστων χώρων, τη κυκλοφοριακή συμφόρηση, τη μόλυνση του περιβάλλοντος, τις βιοτεχνίες, τα εργοστάσια, τους θορύβους, την εγκληματικότητα, τη κατάργηση της γειτονιάς κλπ].

          Εξαιτίας αυτών των λόγων οι τάσεις φυγής των κατοίκων από το κέντρο της Αθήνας και τις άλλες υποβαθμισμένες περιοχές της προς τα περίχωρα [κι ενώ ακόμη συνεχιζόταν η αστυφιλία] άρχισαν να εκδηλώνονται ασθενικά από τις αρχές της δεκαετίας του ΄70 και συνέχισαν αργότερα εντονότερα.

          Το ωραίο προάστιο της Γλυφάδας [όπως και τα άλλα νότια και  βόρεια] με τη θάλασσα, τον Υμηττό, τα μεγάλα οικόπεδα, τους  ευρείς δρόμους, τη καλή ρυμοτομία, το πράσινο κλπ προσείλκυσε πολλούς κατοίκους της Αθήνας και των γειτονικών της δήμων που  αναζητούσαν καλλίτερες συνθήκες διαβίωσης.

          Αυτή η πορεία που παρατηρούμε για τη γέννηση ή τη μεγέθυνση [και κυρίως για αυτή] των καλών προαστίων  καταγράφεται και στην ιστορία της Νέας Ευρυάλης.                                                                                                          Στους οικισμούς όμως των Δικηγόρων [Δικηγορικά] και του Βοσπόρου η αρχή ήταν  διαφορετική.

          Στον πρώτο, δικηγόροι παραθεριστές και Αθηναίοι μεγαλοαστοί, έ- κτισαν τις επαύλεις τους για να παραθερίζουν [θερινός οικισμός] ενώ στον δεύτερο, ξεριζωμένοι Μικρασιάτες πρόσφυγες [προσφυγικός οικισμός] ξεκίνησαν μία νέα ζωή στη μητέρα πατρίδα.

          Η κοινωνική και οικονομική αντίθεση των τριών εξεταζομένων  οικισμών ήταν έντονη και εμφανής και η πρόκληση για μένα μεγάλη και ακατανίκητη να μελετήσω την ιστορία τους.

          Ως ένα βαθμό είδα μία γειτονιά, τη Νέα Ευρυάλη, να γεννιέται και συνάμα έμαθα ότι ο οικισμός του Βοσπόρου είχε απαλλοτριωθεί και καταστραφεί, στη δεκαετία του ΄60, για να επεκταθεί το αεροδρόμιο του Ελληνικού.

          Πήρα λοιπόν τη γραφίδα και το προϊόν της έρευνάς μου παραθέτω στη παρούσα εργασία.

           Ευχαριστώ όσους -και είναι πολλοί που- μου έδωσαν πληροφορίες για τους οικισμούς που εξετάζω.

          Αυτοί οι ηλικιωμένοι Γλυφαδιώτες [κυρίως πρώην Βοσποριώτες] καθώς και τα πολυάριθμα συμβόλαια που μελέτησα στα υποθηκοφυλακεία [κυρίως] Αθηνών και Π. Φαλήρου είναι οι κύριες πηγές μου.

          Ευελπιστώ ότι με τις όποιες πληροφορίες συνέλεξα θα βοηθήσω και τον ιστορικό του μέλλοντος στη καταγραφή της ιστορίας της  Γλυφάδας αλλά και τους κατοίκους της να γνωρίσουν την ιστορία της  περιοχής τους.

Εξαιτίας των επαγγελματικών μου ασχολιών ο χρόνος δεν μου  επέτρεψε να επεκτείνω την έρευνα και σε άλλες περιοχές της  Γλυφάδας [πχ τη Τερψιθέα, τη Πανιωνία κλπ] αλλά ούτε και να επιμεληθώ το κείμενο στο ύφος, τη σύνταξη, το λεξιλόγιο, την αισθητική και αρχιτεκτονική του έργου. Ο αναγνώστης ας το λάβει υπόψη του.

[Μετά καιρό θα δημοσιεύσω συμπληρωματική εργασία για τη περιοχή υπό τον τίτλο, Νέα Ευρυάλη, η γειτονιά μου στη Γλυφάδα].

                                                                                                Μάιος 2012

                          

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΓΛΥΦΑΔΑ                                                                     

1. Από τη προϊστορία ως το 1831

          Η περιοχή που σήμερα ονομάζεται Γλυφάδα, όπως προκύπτει από τις πηγές και τα μνημεία της, φέρεται ότι κατοικήθηκε προ χιλιάδων ετών.                                

          Η Αττική γη με το γλυκύ κλίμα και τον γαλανό ουρανό, τον Υμηττό στα ανατολικά και τη θάλασσα στα δυτικά, προσείλκυσε τον άνθρωπο από τους νεολιθικούς [τουλάχιστον] χρόνους και η ανθρώπινη  παρουσία έκτοτε είναι αδιάκοπη.

          Κατά τους χρόνους ακμής της αρχαίας Αθήνας, μάλιστα, ένας από τους δήμους της ήταν και εκείνος των Αιξωνέων [αιξ-ωνή, γιδοπάζαρο] οι οποίοι φημίζονταν για το βλάσφημο και σκωπτικό του  χαρακτήρα τους.

          Τα ευρήματα των αρχαιολογικών ανακαλύψεων που εντοπίζονται σε πολλά σημεία [όρια με Βούλα, περιοχή εγγύς της εκκλησίας του Αγίου Νικολάου, Πούντα, Άνω Γλυφάδα κλπ] αποδεικνύουν αυτή τη  κατοίκηση που κατά περιόδους ήταν μάλιστα σημαντική.

          Ευρήματα διεσώθησαν και από τη μυκηναϊκή και γεωμετρική  περίοδο καθώς και από τους κλασσικούς, ελληνιστικούς, ρωμαϊκούς και βυζαντινούς  χρόνους. Λείψανα οικισμών, κτιρίων, νεκροταφείων, οδών, στηλών, αγαλμάτων, εργαστηρίων, τάφων, κατοικιών, αγγείων, επιγραφών, γλυπτών, ψηφισμάτων του δήμου, στηριγμάτων τοίχων καλλιεργειών, ορίων κτημάτων, ναών  Ελληνικών, πρωτοχριστιανικών εκκλησιών κλπ συνηγορούν σε αυτή τη διαπίστωση.

          Λεπτομερέστερα για τα παραπάνω ο αναγνώστης μπορεί να  εντρυφήσει στην εργασία της Ελένης Γιαννοπούλου-Κουσουλάκη, Γλυφάδα, Ιστορικό παρελθόν και μνημεία, Αθήνα 1990, έκδοσης του δήμου Γλυφάδας.

          Συνοπτικές αλλά ωστόσο ενημερωτικές εργασίες για την αρχαία Γλυφάδα έχουν δει το φως της δημοσιότητας και σε εφημερίδες και περιοδικά, βλ λχ Κωνσταντίνας Καζά-Παπαγεωργίου στο περιοδικό Γλυφάδα, ο δικός μας Δήμος, τεύχη 26/1997, 30/1998, 33/2000 κλπ.

          Και κατά τη τουρκοκρατία καίτοι δεν υπάρχουν σημαντικές  μαρτυρίες θα πρέπει να θεωρήσομε ότι η ανθρώπινη παρουσία δεν  εξέλιπε. Ίσως να ήταν περιορισμένη και οπωσδήποτε θα είχε αγροτικό χαρακτήρα.

          Μετά την απελευθέρωση από τον Τουρκικό ζυγό και τη σύσταση του νεότερου Ελληνικού κράτους αρχίζει και η περιπέτεια [αμφισβήτηση] σχετικά με το ιδιοκτησιακό καθεστώς της περιοχής. 

 

 

 

 

2.  Το ιδιοκτησιακό καθεστώς της Γλυφάδας

          Δύο απόψεις, αντίθετες μεταξύ τους, έχουν διατυπωθεί σχετικά με τη κυριότητα της περιοχής της Γλυφάδας.

          Η πρώτη θέλει όλη τη Γλυφάδα, κατά το 1920, να ανήκει στη γνωστή συνιδιοκτησία [βλ. παρακάτω], η οποία αφού οικοπεδοποίησε τη περιοχή μεταβίβασε τα οικόπεδα σε διάφορους αγοραστές τα οποία οι διάδοχοί τους ακόμη και σήμερα κατέχουν.

          Κατά τη δεύτερη η Γλυφάδα, ως ένα απέραντο δάσος, ανήκε στο Ελληνικό δημόσιο και καταπατήθηκε από τον Καραπάνο [και τη συνιδιοκτησία] με σκοπό το κέρδος και την εμπορευματοποίησή της.

          Ας δούμε και τις δύο απόψεις εκτενέστερα.

          Κατά τη πρώτη: Μετά την απελευθέρωση από τον τουρκικό ζυγό και τη σύσταση του νεοελληνικού κράτους οι Ισμαήλ, Φατιμέ, Σεριφά και Χαριζέ, γιοί του Χουσεΐν αγά, γιού του Μουσταφά αγά, ως κύριοι, δυνάμει τούρκικου χοτζετίου, ενός τσιφλικιού με το όνομα ''΄Ανω Τράχωνες'', στη περιοχή Αθηνών, το οποίο συνόρευε με τσιφλίκια Πετράκη, Μουφτή εφέντη, Χασάν και παραλία, πώλησαν το 1831 στον Λουκά Πύρρου τα στο τσιφλίκι ευρισκόμενα κτίσματα δηλαδή τέσσερις ερειπωμένες γεωργικές οικίες, έναν ερειπωμένο πύργο και τα οπωροφόρα και μη δένδρα καθώς και τα ευρισκόμενα στη θέση Πυρναρί του τσιφλικιού κτήματα, ήτοι τη μάνδρα των κυψελών, δεκατέσσερις αλωνότοπους και τις γαίες του τσιφλικιού, έκτασης οκτώ ζευγαριών με τις θερινές και χειμερινές βοσκές τους.

Συνάμα τα παιδιά του Χαμόν εφέντη, γιού του Ισαάκ εφέντη, δηλαδή οι Μουγγουδίν εφέντης, Αλή εφέντης και Οικιάχ εφέντης, ως κύριοι, δυνάμει τουρκικού χοτζετίου, ενός τσιφλικιού με το όνομα ''Κάτω Τράχω-νες'', στη περιοχή Αθηνών, το οποίο συνόρευε με τον Ντελή-Νταγ [Τρελό, Υμηττό] και τσιφλίκια Χασάν λαχ, Μπραχάμ, Καρά και Μουσταφά μπέη, πώλησαν το ίδιο έτος, στον ίδιο  παραπάνω αγοραστή, δηλαδή στον Λουκά Πύρρου, τα στο τσιφλίκι ευρισκόμενα κτήματα, δηλαδή ένα πύργο, τέσσερα οικόπεδα ισάριθμων πρώην γεωργικών οικιών, τέσσερις αλωνότοπους και γαίες έκτασης δύο ζευγαριών.

          Με τις υπ’ αρ. 594/13-2-1842 και 669/21-5-1842 αποφάσεις της επί των πωλήσεων Οθωμανικών ιδιοκτησιών εξεταστικής επιτροπής αναγνωρίσθηκαν οι παραπάνω αγοραπωλησίες ως έγκυρες.

          Ακολούθως ο Λουκάς Πύρρου πώλησε το ενιαίο πλέον κτήμα στον Ανδρέα Λουριώτη μετά τον θάνατο του οποίου περιήλθε τούτο στον κληρονόμο του Θεόδωρο και μετά το θάνατο και αυτού στη  κληρονόμο του Λουκία η οποία με το υπ’ αρ. 9567/15-7-1868 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών Γερ. Αφεντάκη το πώλησε στον Θεόδωρο Κομνηνό.

          Στο παραπάνω συμβόλαιο σημειώνονται δύο συνεχόμενα κτήματα καλούμενα Άνω Τράχωνες-Πυρναρί και Κάτω Τράχωνες στη θέση Καρά της περιφερείας Αθηνών από τα οποία το μεν κτήμα Άνω Τράχωνες-Πυρ-ναρί αποτελείται από γαίες καλλιεργήσιμους και βοσκήσιμους οκτώ ζευγαριών και συνορεύει δυτικώς με θάλασσα, μεσημβρινώς με γαίες μονής Πετράκη και αλυκές Βάρης και Βούλας, ανατολικώς με Υμηττό και αρκτικώς με κτήμα Χασάνι, το δε κτήμα Κάτω Τράχωνες αποτελείται από καλλιεργησίμους γαίες δύο  ζευγαριών, περιέχει εκκλησία, γεωργικές οικίες, κήπο δυόμισι στρεμμάτων με μαγκανοπήγαδο, τρεχούμενο νερό, δένδρα άγρια και ήμερα και συνορεύει ανατολικώς με όρια του Καρά, ονομαζόμενα Σέσι και Κορωπί, δυτικώς με γαίες Σκαβάντζου και Στάμου Τσιμπίδη, αρκτικώς με γαίες Κωνσταντίνου Καρβελά, Στάμου και Γεωργίου Μεθενίτη και μεσημβρινώς με κτήμα Χασάνι.

          [Ένα ζευγάρι[ο] έκτασης, δηλαδή η γη που μπορεί να οργώσει με το άροτρο [αλέτρι] ο γεωργός με ένα ζευγάρι αγελάδες σε όλη την εποχή του οργώματος, υπολογίζεται σε ογδόντα περίπου στρέμματα όπως σημειώνεται στις εγκυκλοπαίδειες. Επομένως [8 συν 2 ίσον] 10  ζευγάρια επί ογδόντα στρέμματα ίσον οκτακόσια [800] περίπου  στρέμματα που πρέπει να ήταν η έκταση των δύο κτημάτων ΄Ανω  Τράχωνες-Πυρναρί και Κάτω Τράχωνες].

          Ακολούθησαν την αγορά του 1868 υπό του Θεοδώρου Κομνηνού διάφορες μεταβιβάσεις λόγω κληρονομιών και πωλήσεων και τελικώς με το υπ’ αρ. 9448/1894 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών Ι. Παπούλια και υπ’ αρ. 10810/3-12-1899 του συμβολαιογράφου  Αθηνών Ηλία Τσόκα, ο Κωνσταντίνος Καραπάνος απέκτησε τη κυριότητα του παραπάνω κτήματος ''... συνορευομένου γύρωθεν με θάλασσα και χωρία Καρά, Κουρουπί, Βάρη, Χασάνι και Βραχάμι...''.

          Ο Κωνσταντίνος Καραπάνος, πολιτικός  που διετέλεσε βουλευτής και υπουργός Δικαιοσύνης και Οικονομικών, παρατήρησε την  εσωτερική μετανάστευση και εγκατάσταση επαρχιωτών στη πρωτεύουσα, προέβλεψε τη σημασία της, διείδε την αξία των γύρω από την Αθήνα περιοχών για καλλιέργεια και προμήθεια της πόλης με αγροτικά προϊόντα καθώς και για την οικοπεδοποίηση και για αυτό προέβη στην αγορά του κτήματος.

          Έτσι μετά το 1901 αρχίζει πράξεις υλοτομίας και διάνοιξης δρόμων με έγκριση του Δημοσίου. Το 1914 απεβίωσε ο Κωνσταντίνος  Καραπάνος και με το υπ’ αρ. 37073/1915 διανεμητήριο συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών Ι. Οικονομόπουλου το παραπάνω κτήμα περιήλθε στον γιό του Πύρρο [μετέπειτα γερουσιαστή] ο οποίος με  την από 28-2-1919 αίτησή του προς το Υπουργείο Γεωργίας ζήτησε άδεια για οικοπεδοποίηση του κτήματος προς πώληση.

Άδεια τελικώς δεν έλαβε και κατόπιν τούτου και προς ικανοποίηση του σκοπού του με το υπ’ αρ. 58058/1920 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών Ι. Οικονομόπουλου [τόμος 765, αριθμός 95 του υποθηκοφυλακείου Αθηνών] πώλησε στους α] Κωνσταντίνο Βάο, ιατρό, β] Δημήτριο Ζαμάνο, χημικό-βιομήχανο και μετέπειτα  γερουσιαστή, γ] Ιωάννη Ζέπο, δικηγόρο, από 11/72 εξ αδιαιρέτου στον καθένα και δ] στον Νικόλαο Γιαρμενίτη, υπάλληλο της εταιρείας  δημοσίων προσόδων, 3/72 εξ αδιαιρέτου [σύνολο πωληθέντων  μεριδίων 36/72] ενώ κράτησε για τον εαυτό του το υπόλοιπο μισό [36/72] εξ αδιαιρέτου του κτήματος. [Κατά τα σημειούμενα στο παραπάνω συμβόλαιο η έκταση του όλου κτήματος ανέρχεται σε 36.000  στρέμματα].

          Οι παραπάνω 5 κύριοι πλέον του κτήματος της Γλυφάδας  απετέλεσαν τη καλούμενη συνιδιοκτησία [ή άλλως τα αφεντικά, επικράτησε όμως να λέγονται συνιδιοκτήτες ή μάλλον συνιδιοκτησία].

          Με τα πρόσωπα αυτά που η επιλογή τους ασφαλώς και δεν πρέπει να ήταν τυχαία, πέτυχε ο Πύρρος Καραπάνος  ό,τι ως τότε δεν είχε  καταφέρει. Η άδεια οικοπεδοποίησης και πώλησης εδόθη με την  υπ’ αρ. 139031/ 28-8-1920 απόφαση του Υπουργού Συγκοινωνιών και έτσι άρχισε η καταστροφή του δάσους, ο κατατεμαχισμός της γης, η διάνοιξη δρόμων, η εμπορευματοποίηση της Γλυφάδας.

          Κατά τη δεύτερη άποψη του Ελληνικού Δημοσίου: Ύστερα από  μελέτες διαφόρων επιτροπών που απαρτίζονταν από δικαστές, μηχανικούς και δασολόγους, που κατά καιρούς συνέστησε η Πολιτεία, για την εξέταση του ιδιοκτησιακού καθεστώτος της Γλυφάδας, σε γενικές γραμμές η θέση του Δημοσίου είναι η ακόλουθη.

          Η περιοχή της Γλυφάδας, ως ένα απέραντο δάσος, ανήκε [-ει] στο Ελληνικό Δημόσιο ως διάδοχο του Τουρκικού και δεν  αποκτήθηκε μετά την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού από ιδιώτες ή ιδιώτη ούτε άσκησε κανείς, σε όλη την έκταση της, πράξεις κυριότητας με διάνοια κυρίου.

          Ο πολιτικός Κωνσταντίνος Καραπάνος, κατά την αγορά του 1894 και 1899, σκοπίμως επεξέτεινε τα όρια του κτήματος περιγράφοντάς το στα συμβόλαια όπως τον συνέφερε, απέραντο σε έκταση, από τη παραλία ως τη κορυφογραμμή του Υμηττού [''όπως τρέχουν τα  νερά...''] και από το Μπραχάμι και Χασάνι ως το Κορωπί και τη Βάρη και εισπήδησε στη Γλυφάδα με προφανή σκοπό να την καταπατήσει.

          Τα κτήματα Άνω Τράχωνες με τη θέση Πυρναρί και Κάτω Τράχωνες δεν βρίσκονταν, δεν ανήκαν στη Γλυφάδα και σε κάθε περίπτωση και  αν υπάγονταν  έστω σε αυτήν δεν ξεπερνούσαν τα 800-1000  στρέμματα [10 ζευγάρια] σε έκταση, πολύ μακράν δηλαδή των 36.000 στρεμμάτων που ήθελε η συνιδιοκτησία.

          Κατά συνέπεια  και σήμερα τα εκτός σχεδίου οικόπεδα της Γλυφάδας και όλη η έκταση του Υμηττού εξακολουθούν να ανήκουν στο Ελληνικό Δημόσιο. Για τα εντός σχεδίου ακίνητα δεν τίθεται θέμα και λόγος ανησυχίας των κυρίων τους. [Πλείονα περί του θέματος βλ. υπ’ αρ. 53540/17-8-2001 έγγραφο του αντιεισαγγελέα Εφετών Ιωάννη  Σακελλάκου, ως προϊσταμένου της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών].

          Και ναι μεν το Ελληνικό δημόσιο υπεισήλθε στα δικαιώματα του Οθωμανικού κράτους μετά την επιτυχή κατάληξη του υπέρ της ελευθερίας αγώνα αιτία πολέμου και με βάση το δίκαιο της κατάκτησης, όμως για τις περιοχές της Ανατολικής Στερεάς Ελλάδος [επαρχίες  Αττικής, Θηβών, Λοκρίδας και Φθιώτιδας] καθώς και την Εύβοια, οι οποίες κατά τη περίοδο της υπογραφής του Α΄ Πρωτοκόλλου της Συνδιάσκεψης του Λονδίνου [Ιανουάριος 1830] κατέχονταν από Οθωμανικά στρατεύματα και αποδόθηκαν στο Ελληνικό Κράτος μετά τη συνθήκη της Κωνσταντινούπολης [1832] δεν ίσχυσε το δίκαιο της κατάκτησης αλλά δόθηκε η δυνατότητα στους μουσουλμάνους ιδιοκτήτες να διατηρήσουν ή πωλήσουν σε χριστιανούς ιδιώτες τα κτήματά τους. [βλ. πχ. υπ’ αρ. 1162/2002 απόφαση Εφετείου  Αθηνών, Νο Β 50, 1281].

          Πολλές βεβαίως αγοραπωλησίες έγιναν παράτυπα αλλά ωστόσο  και πολλές αν όχι όλες αναγνωρίσθηκαν ως νόμιμες.

          Τα παραπάνω δεν κλονίζουν όμως στο ελάχιστο την άποψη και επιχειρηματολογία του Δημοσίου ιδία τις θέσεις του για το δάσος και τα σε αυτό δικαιώματά του, την έκταση του κτήματος που αγόρασε ο Καραπάνος καθώς και τη θέση του κτήματος αν δηλαδή βρισκόταν στη Γλυφάδα ή εκτός αυτής.

          Σε σκέψεις όμως μπορεί να εμβάλει και η χρήση του τοπωνυμίου Γλυφάδα για πρώτη φορά στο συμβόλαιο του 1920 με το οποίο ο Καραπάνος πώλησε το μισό του κτήματος στους άλλους συνιδιοκτήτες.

          Αρχικά, όπως είδαμε, τα δύο κτήματα ονομάζονταν το ένα Άνω Τράχωνες [με θέση Πυρναρί] και το άλλο Κάτω Τράχωνες. Στη συνέχεια τα δύο συνεχόμενα και ενοποιημένα κτήματα καλούνταν Άνω Τράχωνες-Πυρναρί και Κάτω Τράχωνες καθώς και Άνω και Κάτω Τράχωνες και Άνω και Κάτω Πυρναρί και με αυτό το όνομα περιήλθαν το 1894 και 1899 στον Κωνσταντίνο Καραπάνο. Το 1920 ο Πύρρος Καραπάνος και οι άλλοι συνιδιοκτήτες [ή όποιος από  αυτούς είχε την ιδέα] προσθέτουν και το όνομα Γλυφάδα.

          Εύλογα γεννάται το ερώτημα. Ήταν άγνωστο για τη περιοχή προ του 1920 το τοπωνύμιο Γλυφάδα και αυτό εδόθη το πρώτον το 1920; Δηλαδή προηγουμένως δεν ονομαζόταν η περιοχή Γλυφάδα;

          Αλλά το υφάλμυρο [γλυφό] νερό υπήρχε στη περιοχή παλαιόθεν και οι κυνηγοί, οι ψαράδες, οι βοσκοί και οι παραθεριστές το γνώριζαν ασφαλώς και για αυτό έτσι αποκαλούσαν τη περιοχή. Και η ονομασία, η λέξη Γλυφάδα, θα πρέπει να αποδίδεται  χρονολογικά, από όταν η λαϊκή [δημοτική] γλώσσα ξεχώρισε από εκείνη των πεπαιδευμένων, δηλαδή προ αιώνων.  Γιατί λοιπόν το τοπωνύμιο Γλυφάδα δεν αναγράφηκε στα προ του 1920 συμβόλαια; Να δεχθούμε ότι ήταν ανύπαρκτο, άγνωστο ως όνομα στη περιοχή είναι αδιανόητο.

 Το πλέον λογικό είναι ότι το τοπωνύμιο Γλυφάδα υπήρχε προ  αιώνων και αφορούσε τη γνωστή και σήμερα περιοχή που είχε γλυφό νερό η οποία όμως δεν εντασσόταν στα κτήματα που περιγράφουν τα Οθωμανικά χοτζέτια Άνω και Κάτω Τράχωνες και Πυρναρί αλλά ήταν έξω και ανεξάρτητη από αυτά.

          Κατά συνέπεια η χρήση του ονόματος Γλυφάδα μάλλον έγινε για τους λόγους που το Ελληνικό Δημόσιο κατηγορεί τον Καραπάνο.

          Ίδια θα είναι η κατάληξη και το συμπέρασμα αν συγκριθούν  αλληλοδιαδόχως οι εκτάσεις, η επιφάνεια των πωληθέντων κτημάτων, του ενοποιηθέντος κτήματος όπως περιγράφονται στα συμβόλαια από το 1831 ως το 1894 και 1899.

          Πάντως ο δήμος Γλυφάδας έχει ακόμη δικαστικές διαμάχες με  διαφόρους διεκδικητές εκτός σχεδίου οικοπέδων και της πλαγιάς του Υμηττού και ευελπιστώ ότι θα έχει -γιατί δεν το είδα- πλούσιο αρχείο με παλαιά συμβόλαια, μελέτες και πορίσματα δημοσίων γνωμοδοτικών επιτροπών και δικαστικές αποφάσεις προεχόντως για τη νομική του υπεράσπιση αλλά και για τους στο μέλλον ερευνητές της ιστορίας του.

 

3. Το κτήμα της Γλυφάδας

          Πρόκειται για ένα αγρόκτημα  '' ... συνορευόμενον ανατολικώς και αρκτικώς με όρος Υμηττός και προς τα αριστερά παρεκκλίνον της δημοσίας οδού διέρχεται εις τους πρόποδας του βουνού γυρίσματος του Υμηττού και δια οροσειρών και κορυφογραμμών αυτού [όριον του χωρίου Καρρά] προχωρεί και φθάνει εις θέσιν Ζέρι και εκείθεν  ολόρραχα μέχρι Καφαντράδες [σύνορα αμφότερα χωρίου Κορωπί] και ολόρραχα εις το Μαυροβούνι και Αετόν [σύνορα Βάρης] και κατ΄ ευθείαν γραμμήν πίπτει εις την θέσιν Βούλα και λυκορρέματος, μεσημβρινώς δε με αγρούς Μονής Πετράκη [σύνορον Βάρης] εν θέσει  Βούλα, φθάνον μέχρι της δημοσίας οδού Αθηνών-Βάρης, πέτραν  καλουμένην Βούλαν και κατ΄ ευθείαν γραμμήν φθάνει εις αλυκήν [λίμνην Βλυχάδος] διαχωρίζον αυτήν εις δύο ως και τον υπερκείμενον λόφον [Πούντας], φθάνον εις θάλασσαν και δια παραλίας δυτικώς μέχρι του σημείου ένθα εκβάλλει ο παρά το αρχαίον κτίριον [ελληνικόν]  χείμαρρος, δυτικοαρκτικώς και αρκτικώς με Χασάνι χρησιμεύοντος ως  συνόρου του άνω χειμάρρου και εκείθεν ανέρχεται εις θέσιν Χαλίλι και επί της κορυφής του υψώματος, διαχωρίζον αυτό εις δύο, πίπτει εις την παλαιάν οδόν Τραχώνων και Αγίου Νικολάου και ακολουθεί την οδόν προς βορράν μέχρι της θέσεως αρχαίου κτιρίου [ελληνικό] ένθα συναντώνται τα σύνορα ταύτα με τα σύνορα του χωρίου Τράχωνες και Χασάνι και εκείθεν ακολουθεί βορειανατολικώς μέχρι της θέσεως Μνηματάκια και εκείθεν εις τρία δένδρα [χαρουπιές] και εκείθεν  ακολουθεί το ρεύμα μέχρι της θέσεως Γύρισμα όπου πλέον ακολουθεί την οροσειράν του Υμηττού... '' [βλ. υπ’ αρ. 7160/1938 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών Αθανασίου Θανόπουλου, τόμος 1175, αρ. 479 υποθηκοφυλακείου Αθηνών].

[Σημείωση:  Όπου παρακάτω αναγράφεται τόμος και  αριθμός εννοείται ότι παραπέμπει στο υποθηκοφυλάκειο Αθηνών εκτός και αν μνημονεύεται ρητώς το υποθηκοφυλάκειο Π. Φαλήρου].

 

4. Τοπωνύμια

  α] Τράχωνες. Το όνομα δηλώνει τραχύ, σκληρό, πετρώδες έδαφος. Ονομαζόταν έτσι μία εκτεταμένη περιοχή σε ικανή απόσταση από τη θάλασσα η οποία απλωνόταν δια μέσου του Ελληνικού, της  Αργυρούπολης, του Αλίμου και του Μπραχαμίου. Μάλλον δεν πρέπει να εισχωρούσε στη Γλυ-φάδα. Υπήρχε και χωριό Τράχωνες. Κατά τους αρχικούς τίτλους ιδιοκτησίας, τους οποίους επικαλείται η  συνιδιοκτησία, το κτήμα της Γλυφάδας απαρτιζόταν από δύο τμήματα το κτήμα Άνω Τράχωνες και το κτήμα Κάτω Τράχωνες.

 β] Πυρναρί, Πυρναρή, Πυρνάρι. Πιθανόν το τοπωνύμιο να εδόθη επειδή στο συγκεκριμένο μέρος φύτρωναν πουρνάρια [φρύγανα]. Αρχικά επρόκειτο για θέση, δηλαδή ένα μέρος του κτήματος Άνω Τράχωνες [βλ. πρώτο χοτζέτι], στη συνέχεια κάλυψε η ονομασία όλο το κτήμα Άνω Τράχωνες [Άνω Πυρναρί], επεκτάθηκε και στο κτήμα Κάτω Τράχωνες και στο τέλος κάλυψε όλη  τη Γλυφάδα, ταυτιζόμενο με τα υπόλοιπα τοπωνύμια Τράχωνες, Πυρναρί, Γλυφάδα,  Ευρυάλη. Σήμερα αφορά μία περιορισμένη περιοχή της Άνω Γλυφάδας. Η περιοχή Πυρνάρι [-ί] λεγόταν και Παλιά Κονάκια [βλ. τ. 50, αρ. 105, υποθηκοφυλακείου Π. Φαλήρου, συμβόλαιο 5775/ 1966 του  συμβολαιογράφου Αθηνών Θ. Ράλλη]. Κονάκ, κονάκι, που είναι τούρκικη λέξη, σημαίνει  σταθμό για τους ταξιδιώτες, κατάλυμα, χώρο για διαμονή ανθρώπων. Χρησιμοποιείται και για να επισημάνει το οίκημα του τσιφλικά μέσα στα κτήματά του καθώς και το διοικητήριο. Οι Έλληνες με τον όρο κονάκι υποδήλωναν τη κατοικία, το φτωχικό τους. Ο πληθυντικός του τοπωνυμίου [Παλιά Κονάκια] δηλώνει πολλές και παλιές κατοικίες. Στο υπ’ αρ. 57924/11-3-1932 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου  Αθηνών Β. Μπόσδα  [τ. 1188, αρ. 449], σημειώνεται ότι στη Κάτω Πυρναρί και πάνω από την οδό Αθηνών-Βουλιαγμένης υπήρχε θέση Πυροκαλύβια. Δεν αποκλείεται ωστόσο το ορθό να είναι και  Παλιοκαλύβια ή Τυροκαλύβια. Πάντως και Πυροκαλύβια να είναι το ορθό πάλι το τοπωνύμιο υποδηλώνει ανθρώπινη παρουσία και κατοίκηση. Στο ίδιο συμβόλαιο καταγράφεται και θέση Παλιοχώρι [παλιό χωριό] κάτω από την παλαιά οδό Αθηνών- Βουλιαγμένης, στο κτήμα της Πυρναρής.

 γ] Γλυφάδα. Οφείλει την ονομασία της στο υφάλμυρο [γλυφό] νερό των πηγαδιών της. Είναι το λαϊκό όνομα της περιοχής. Σημειώνεται για πρώτη φορά στο συμβόλαιο του 1920 με το οποίο ο Καραπάνος πώλησε το μισό του κτήματος στους υπολοίπους της συνιδιοκτησίας. Το τοπωνύμιο απαντάται σε πολλά μέρη της Ελλάδος και ως Βλυχάδα.

 δ] Ευρυάλη. Το λόγιο όνομα της Γλυφάδας [βλ. κατωτέρω].

 ε] Υμηττός. Το χιλιοτραγουδισμένο βουνό της Αττικής που όπως έχει σκωπτικά λεχθεί χωρίζει το χώρο του πνεύματος, Αθήνα, πόλη της σοφίας, από το χώρο του οινοπνεύματος, τα Μεσόγεια με τα κρασιά τους. Περίφημο είναι το θυμαρίσιο μέλι του. Λεγόταν και τρελός. Οι Ενετοί τον έλεγαν Τρελοβούνι, οι Τούρκοι Ντελή-Νταγ [τρελό] και οι Γάλλοι τρες λονγκ που ενώ σημαίνει πολύ μακρύ, ακούγεται τρελός. Λεγόταν τρελός επειδή ενώ ο περιώνυμος Αττικός ουρανός ήταν ως συνήθως γαλανός, ξαφνικά ξεπρόβαλλαν μαύρα σύννεφα από τη  κορυφογραμμή του, έβρεχε στο λεκανοπέδιο για κάποιο μικρό διάστημα  και αμέσως μετά ο ουρανός καθάριζε και το γαλανό του χρώμα έλαμπε πάλι σύντομα στην Αττική. Αυτό θεωρήθηκε παράδοξο. Οι κάτοικοι της Αττικής ειρωνευόμενοι τους Αθηναίους αλλά και οι ίδιοι οι Αθηναίοι αυτοσαρκαζόμενοι [διέθεταν χιούμορ και μπορούσαν να αστειεύονται] έλεγαν ''τι περιμένεις από ένα τόπο που ο ήλιος βγαίνει από τον τρελό και δύει στο τρελάδικο [του Δαφνίου]''.

 στ] Βούλα. Βούλα σημαίνει σημάδι, χαρακτηριστικό σημείο, γνώρισμα. Μία μεγάλη πέτρα στη γειτονική περιοχή της Γλυφάδας που χρησιμοποιείτο ως διακριτικό σημείο αναφοράς έδωσε το όνομά της στο σημερινό δήμο Βούλας. Και η Βούλα ήταν μία δασώδης περιοχή, όπως και η Γλυφάδα, όπου κατοίκησαν λιγοστοί Αρβανίτες κυρίως από το Κορωπί. Στην απογραφή του 1920 φέρεται να είχε 31 κατοίκους. Είχε αλυκές όπως η Βάρη και η Γλυφάδα.

 ζ] Χασάνι. Περιοχή και χωριό, παλιό τσιφλίκι του Χασάν αγά επί τουρκοκρατίας, στη θέση του σημερινού δήμου Ελληνικού. Σε ένα αρχαίο κτίριο που φυσικά ήταν Ελληνικό και παρέπεμπε στη λαμπρή πατρογονική αρχαιότητα οφείλεται η ονομασία του Ελληνικού. Ένας από τους 10 δήμους του Κλεισθένη, της δημοκρατικής Αθήνας, ήταν και το Ευώνυμον, στη σημερινή περιοχή του Ελληνικού [βλ. κατωτέρω, κεφάλαιο Χασάνι, Κομνηνά, Ελληνικό, Σούρμενα].

 η] Μπραχάμ [-ι]. Ο σημερινός δήμος Αγίου Δημητρίου. Τσιφλίκι του Ιμπραήμ αγά.

 θ] Κορωπί. Ο αρχαίος δήμος Κρωπίας.

 ι] Καρά [Καρρά]. Χωριό και περιοχή στις δυτικές πλαγιές του Υμηττού, περίπου στη σημερινή Ηλιούπολη.

 ια] Ζέρι [Σέσι] και Καφαντράδες. Θέσεις στον Υμηττό, πιθανόν στα σύνορα με Κορωπί.

 ιβ] Μαυροβούνι [μαύρο βουνό] και Αετός [τόπος αετών]. Θέσεις στον Υμηττό, πιθανόν στα σύνορα με Βούλα.

 ιγ]  Λυκόρρεμα. Ρέμα όπoυ κρύβονταν λύκοι, σύνορα με Βούλα.

 ιδ] Λόφος και νήσος Πούντα. Εκεί όπου σήμερα τα Αστέρια και η πλαζ. Ενωμένη πλέον η νήσος με τη ξηρά. Εκεί και η αλυκή και η πρώην λίμνη της Γλυφάδας.

 ιε] Μνηματάκια. Μικρά ή ίσως λιγοστά μνήματα. Νεκροταφείο παλαιών κατοίκων της περιοχής.

 ιστ] Χαλίλ [-ι]. Προφανώς τούρκικη λέξη ίσως από το όνομα κάποιου Οθωμανού.

 ιζ] Γύρισμα. Περιμαντρωμένο αγρόκτημα.

 ιη] Καρβελά. Από το επώνυμο ιδιοκτήτη κάποιου κομματιού γης. Σήμερα είναι περιοχή στην Άνω Γλυφάδα. Παλαιότερα υπήρχε οικισμός Καρβέλη ή Καρβελά.

 ιθ] Χαρουπιές. Και τα δένδρα, στη προκειμένη περίπτωση οι χαρουπιές, ήταν χαρακτηριστικό σημείο, γνώρισμα και  έδιναν το όνομα της περιοχής. Γνώρισμα μπορεί να ήταν και κάποια άλλη  ιδιομορφία του εδάφους πχ βράχος, γκρεμός, κόκκινο χώμα.

 

5. Η Γλυφάδα στις αρχές του εικοστού αιώνα

          Πως να ήταν άραγε η Γλυφάδα στις αρχές του εικοστού αιώνα;

          Ένα απέραντο δάσος κάλυπτε την ειδυλλιακή περιοχή από τη θάλασσα ως τον Υμηττό. Κυριαρχούσαν τα πεύκα αλλά φύονταν και αγριελιές, σχίνοι, πουρνάρια, χαρουπιές και από θάμνους, θυμάρια, αφάνες, σπαραγγιές. Φύτρωναν επίσης σπάνια και αρωματικά φυτά, βότανα και αγριολάχανα με εξαιρετικά αγριολούλουδα.

          Υπήρχαν διάσπαρτα γυμνά τοπία στα οποία, ίσως, λιγοστοί αγρότες-κτηνοτρόφοι είχαν κτίσει τις καλύβες τους, είχαν ανοίξει πηγάδια και καλλιεργούσαν στα περιβόλια τους λαχανικά, φακές, ρεβίθια κι έσπερναν στα χωράφια τους σιτάρι και κριθάρι. Είχαν αμπέλια, πατητήρια και αλώνια, έτρεφαν οικόσιτα ζώα, κότες, γουρούνια και κατσίκες αλλά κυρίως  τσοπάνηδες έβοσκαν τα κοπάδια τους στο δάσος και τον Υμηττό και οι περισσότεροι από αυτούς έρχονταν το χειμώνα από τα ορεινά της Βοιωτίας για να ξεχειμωνιάσουν με τα πρόβατά τους στο γλυκύ Αττικό κλίμα και έτσι είχαν κτίσει εδώ καλύβες και στάνες. Σποραδικά τη περιοχή επισκέπτονταν και διέμεναν προσωρινά ληστές και φυγόδικοι ή φυγόποινοι. Υπήρχαν επίσης λιγοστά μελισσοκομεία και τα καραούλια των κυνηγών. Στη περιοχή και τον Υμηττό ζούσαν άγρια ζώα, λύκοι [λυκόρρεμα], τσακάλια, αλεπούδες, κουνάβια, σκαντζόχοιροι και πουλιά, αετοί [παλαιότερα] γεράκια, κουκουβάγιες και θηράματα για τους κυνηγούς, κοτσύφια, λαγοί, τρυγόνια, τσαλαπετεινοί κλπ.

          Στη παραλία ένα ταβερνάκι, μερικές πρόχειρες καλύβες ψαράδων [η νόστιμη αρχαία αιξωνική τρίγλη, δηλαδή το σημερινό μπαρμπούνι, δεν μπορούσε να μην είχε διασωθεί] και κάποιοι πρώιμοι για τα χρόνια εκείνα παραθεριστές έστηναν τα καλοκαίρια εποχιακά παραπήγματα για τις διακοπές τους. Το μεγαλύτερο μέρος της ακρογιαλιάς  καλυπτόταν από βραχάκια και μόνο το νότιο μέρος [περιοχή σημερινής πλαζ] ήταν αμμώδες. Στη περιοχή υπήρχαν πολλά ρέματα και τέλος οι μικρές εκκλησίες των Αγίων Κωνσταντίνου στη παραλία και Νικολάου στα ενδότερα φάνταζαν μοναχικές και έρημες ανάμεσα στα πεύκα.

          Σε αρκετά σημεία λείψανα αρχαίων μνημείων εξακολουθούσαν να υπάρχουν παρά τη λεηλασία που είχαν υποστεί  από μερικές ξένες αρχαιολογικές και άλλες αποστολές  που δεν είχαν χαρακτήρα επιστημονικής έρευνας  και ανακαλύψεων αλλά αρπαγής των θησαυρών της αρχαίας κληρονομίας. Η ελληνική αρχαιολογική υπηρεσία αδυνατούσε να προχωρήσει με ταχείς ρυθμούς στην ανάδειξη και διάσωση  των μνημείων πολλά από τα οποία εκτίθενται σήμερα στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο και στο Μουσείο του Πειραιά.

          Ο Καραπάνος όμως αφού είχε ως στόχο τη γεωργική εκμετάλλευση [αρχικά] του κτήματος για τον εφοδιασμό της πρωτεύουσας με αγροτικά προϊόντα χρειαζόταν εργάτες στη δούλεψή του. Έπρεπε να κοπούν δένδρα, να ανοιχθούν δρόμοι και πηγάδια, να διαμορφωθούν χώροι για καλλιέργεια, να κτισθούν σπίτια και καλύβια, να οργωθούν αμπέλια, χωράφια και περιβόλια.

          Έτσι πέρα από τους λιγοστούς ντόπιους που πιο πάνω αναφέραμε, τους αυτόχθονες, κατά τη γνώμη μας, οι οποίοι ζούσαν αυτόνομα και αυτοδύναμα στα ενδότερα της περιοχής, ο Καραπάνος έφερε 8  οικογένειες Αρβανιτών από τα γειτονικά χωριά ως επίμορτους  καλλιεργητές [σέμπρους, κολλήγους] στο τσιφλίκι του για να το δουλεύουν [βλ. 39531/24-3-1921 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών Β. Μπόσδα, τ. 779, αριθμός 261] και τους έστησε παράγκες σχεδόν στο κέντρο της παραλίας, κοντά και πίσω από τον Άγιο Κωνσταντίνο, παρά τη σημερινή πλατεία των Χωρικών, που έλαβε από αυτούς το όνομά της όπως και η πίσω από αυτήν οδός των Χωρικών, επειδή ήσαν χωριάτες [χωρικοί] σε αντίθεση με τους  εύπορους Αθηναίους παραθεριστές.

          Στο παραπάνω συμβόλαιο σημειώνεται για τους 8 καλλιεργητές-χω-ρικούς ότι ζητούν μόνον γεωργική αποκατάσταση  και μένουν ''... εις θέσιν Πυρναρί, εις ην θέσιν υπάρχει και σήμερον συνοικισμός ... υπάρχουσι σήμερον οικίαι και κατοικίαι αυτών και σταύλοι, αποθήκαι και κοινόν πατητήριον ... κτίριον επιστάτου καλούμενον επιστασία, ...ασβεστοκάμινον ...''  [βλ. και συμβόλαιο 57924/1932 Β. Μπόσδα, τ. 1188, αρ.  449].

 Όλοι οι παραπάνω, αυτόχθονες και χωρικοί, κατά την απογραφή της 18-12-1920, βρέθηκαν 173 [άνδρες 89 και γυναίκες 84] ενώ στη γειτονική Βούλα απογράφηκαν 31 και έτσι η Γλυφάδα αναγνωρίσθηκε ως αυτοτελής οικισμός και υπήχθη στο Δήμο Αθηναίων με το β. δ. της 31-8-1921,ΦΕΚ 244.

          Αυτοί οι 173 κάτοικοι της πρώτης για τη Γλυφάδα απογραφής είναι ένας σημαντικός αριθμός. Συγκροτούν ένα χωριό. Είναι απίθανο να ήρθαν ή να μεταφέρθηκαν για την απογραφή από τη συνιδιοκτησία όλοι αυτοί και ο μεγάλος αριθμός τους πιστοποιεί παλαιότερη των 8 κολλήγων κατοίκηση έστω και από μικρότερο αριθμό αυτοχθόνων που από γενιά σε γενιά αυξανόταν. Είναι αυταπόδεικτο ότι όλοι αυτοί, οι 173, δεν μπορεί να ήσαν από τις 8 οικογένειες των καλλιεργητών. Πόσα μέλη είχε η κάθε οικογένεια των 8 Αρβανιτών; Εικοσιένα; Το να ήσαν νομάδες που ξεχειμώνιαζαν διάσπαρτοι στη περιοχή μάλλον πρέπει να αποκλεισθεί γιατί οι απογραφείς δεν θα ασχολούνταν με αυτούς. Και ύστερα τόσοι πολλοί νομάδες κατέκλυσαν τότε τη Γλυφάδα;

          Έχει υποστηριχθεί η άποψη ότι η νεότερη ιστορία της Γλυφάδας ξεκινά όταν ο Καραπάνος εγκαθιστά τις οικογένειες των 8 καλλιεργητών στο κτήμα του το οποίο  βρήκε έρημο και ακατοίκητο. Η θέση αυτή αν και εναρμονίζεται με τη θέση Καραπάνου και της  συνιδιοκτησίας για τη νομική ιστορία και το νομικό καθεστώς της Γλυφάδας δεν φαίνεται πειστική πολύ περισσότερο δε αν εξετάσει ο μελετητής την άποψη του Ελληνικού Δημοσίου για καταπάτηση της έκτασης της Γλυφάδας από τον Καραπάνο στο διάστημα μεταξύ 1894 και 1920.

          Αν και αντικείμενο της παρούσας εργασίας δεν είναι η γέννηση και αρχή της Γλυφάδας ωστόσο επειδή δεν κρίνω ικανοποιητική τη παραπάνω θέση, για αρχή δηλαδή της Γλυφάδας με τους 8  καλλιεργητές, θεωρώ σκόπιμο να παραθέσω κάποιες σκέψεις.

 α] Η Γλυφάδα ως τοπίο έχει πολύ καλές συνθήκες για ανθρώπινη κατοίκηση. Θάλασσα, γλυκύ κλίμα, υπόγεια νερά, πηγάδια, δάσος, γυμνές εκτάσεις για καλλιέργεια και απέραντους βοσκότοπους στο δάσος και τον Υμηττό. Είχε δρόμους για επικοινωνία που διέρχονταν από αυτή, έναν στη παραλία [οδός Φαλήρου-Σουνίου] και άλλον στα ενδότερα [οδός Αθηνών-Βουλιαγμένης] και κατοικείται από  παλαιότατους χρόνους. Μία περιοχή, λοιπόν, που έχει τις προϋποθέσεις κατοίκησης και κατοικείται επί αιώνες δεν εγκαταλείπεται [εύκολα] ούτε εκλείπει από αυτήν η ανθρώπινη παρουσία παρά μόνον σε περίπτωση εχθρικής επιδρομής, σεισμού, πλημμύρας, πυρκαγιάς, φυσικής καταστροφής, αρρώστιας, εμφυλίου πολέμου κλπ που όμως δεν καταγράφονται στην ιστορία της Γλυφάδας. Αλλά και σε αυτές τις περιπτώσεις αν η περιβαλλοντική καταστροφή δεν είναι διαρκής τότε σύντομα θα επανέλθει η ανθρώπινη κατοίκηση.

 β] Στη γειτονιά της Γλυφάδας η ανθρώπινη παρουσία είναι έντονη. Γύρω της υπάρχουν τα χωριά Χασάνι, Τράχωνες, Μπραχάμι, Βούλα, Κορωπί κλπ. Η Γλυφάδα που έχει καλές προϋποθέσεις ανθρώπινης διαβίωσης γιατί να είναι ακατοίκητη; Άλλωστε και στη περιφέρεια της υπήρχαν χωριά [οικισμοί] όπως Καρβελά, Παλιοχώρι, Πυροκαλύβια κλπ.

 γ] Στα παλαιότερα συμβόλαια που επικαλείται η συνιδιοκτησία ως απωτέρους τίτλους της αλλά και σε δικά της, μετέπειτα του 1920, σημειώνονται πύργοι, οικίες, καλύβες, εκκλησίες, πηγάδια, αμπέλια, χωράφια, περιβόλια, καρποφόρα δένδρα, στα οποία και από τα  οποία ζούσαν και δούλευαν άνθρωποι. Σημειώνονται επίσης  τοπωνύμια όπως Παλιά Κονάκια, Μνηματάκια [νεκροταφείο], Παλιοχώρι, Πυροκαλύβια, Καρβελάς, Πυρναρί κλπ τα οποία και αν κάποια από αυτά ταυτίζονται μεταξύ τους εντούτοις αποδεικνύουν παλιά  κατοίκηση σε περισσότερους από έναν οικισμούς [πχ τα Πυροκαλύβια ήσαν πάνω από την οδό [μονοπάτι] Αθηνών-Βουλιαγμένης ενώ το Παλιοχώρι κάτω από αυτήν] και σε διαφορετικές μάλλον περιόδους.

Ένας παλιός Γλυφαδιώτης αν και δεχόταν ότι υπήρχαν αρκετοί παλιοί οικiσμοί-χωριά, ωστόσο υποστήριζε ότι εγκαταλείφθηκαν-ερημώθηκαν επειδή στέρεψαν τα νερά, δηλαδή βυθίστηκαν, έγιναν υπόγεια κάποτε ξαφνικά από άγνωστη αιτία και σε μη γνωστό χρόνο. Αλλά η εξήγηση αυτή δεν είναι ικανοποιητική γιατί υπήρχαν πηγάδια ή μπορούσαν οι κάτοικοι να ανοίξουν νέα αφού υπήρχαν υπόγεια νερά πέραν του ότι είναι γνωστό ότι σε πολλές Ελλαδικές περιοχές ζούσαν οι άνθρωποι και με το βρόχινο νερό που αποταμίευαν στις στέρνες.

 δ] Η απογραφή της 18-12-1920 καταγράφει 173 κατοίκους. Όσο πολυμελείς  και αν ήσαν οι οικογένειες των 8 επίμορτων  αγροτοκαλλιεργητών  για 173 κατοίκους χρειάζονταν πολύ περισσότερες  οικογένειες. Και αυτοί οι επιπλέον των 8 οικογενειών, πρέπει να ήσαν παλαιοί κάτοικοι, αυτόχθονες.

 ε] Αν ο Καραπάνος εισπήδησε στη Γλυφάδα χωρίς κανένα δικαίωμα ή επεξέτεινε [το πιθανότερο] το από την αγορά κτήμα του στη  Γλυφάδα από τα 800-1.000 στρέμματα στα 36.000 στρέμματα, όπως ισχυρίζεται το Δημόσιο και μάλλον έχει δίκιο, τότε η Γλυφάδα όλη ή έστω η μεγαλύτερη έκτασή της ως δάσος κλπ δεν ανήκε σε κανέναν μεγαλοκτηματία και κατά συνέπεια ήταν δυνατή η σε αυτήν διαβίωση λιγοστών βεβαίως οικογενειών βοσκών και γεωργών [πχ Παλιοχώρι κλπ].

 Δηλαδή κατά τη γνώμη μας, η κατοίκηση της Γλυφάδας, έστω και περιορισμένα προϋπήρχε του Καραπάνου και πολλών  δικαιοπαρόχων του και δεν οφείλεται σε αυτόν. Ο Καραπάνος και η  συνιδιοκτησία έδωσαν άλλη δυναμική στη πορεία και τη νεότερη ιστορία της Γλυφάδας.

          Και τι έγιναν οι παλαιοί αυτοί κάτοικοι, οι αυτόχθονες της Γλυφάδας;

          Είναι ασφαλώς μέρος, το μεγαλύτερο μάλιστα, του αριθμού των 173 της απογραφής του 1920 που φυσικά αποκαταστάθηκαν αστικώς και γεωργικώς είτε από τον Καραπάνο είτε από την συνιδιοκτησία. Κερδίζοντας μία τεράστια έκταση 36.000 στρεμμάτων σχεδόν  ανέξοδα [και χωρίς μάλλον να το ξέρει ο δικαιοπάροχος του Καραπάνου] τι πρόβλημα είχαν οι συνιδιοκτήτες να δωρίσουν ή και να πωλήσουν σε ευτελείς τιμές κάποιες εκτάσεις στα ενδότερα και για να  αποφύγουν τις διαμαρτυρίες των κατοίκων αλλά και να εξευμενίσουν και τη κυβέρνηση μέλος της οποίας κατά καιρούς ήταν και ο Καραπάνος και οι άλλοι συνιδιοκτήτες; Άλλωστε, βλ. κατωτέρω στο κεφάλαιο για τον Βόσπορο, πολλές δωρεές έκαναν για να μην αντιμετωπίσουν προβλήματα στην αξιοποίηση [οικοπεδοποίηση] της Γλυφάδας. Με τους λιγοστούς, αμόρφωτους και κοινωνικά και πολιτικά αδύναμους, ντόπιους γεωργούς και κυρίως βοσκούς θα δυσκολεύονταν τα πανίσχυρα πολιτικά και οικονομικά αφεντικά της Γλυφάδας;

          Προϊόντος του χρόνου, στους παραπάνω της πλατείας των Χωρικών και των ένδον, προστέθηκαν και μερικοί επαρχιώτες μετανάστες οι οποίοι ανεζήτησαν στη πρωτεύουσα καλλίτερη τύχη και κατέληξαν στη Γλυφάδα.

          Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή, το 1922, που τα καράβια  ξεφόρτωναν τους ξεριζωμένους πρόσφυγες στον Πειραιά μία ομάδα από αυτούς θα κατέλυε στη Γλυφάδα και εκεί στην άκρη του δάσους, κοντά στη παραλία, δίπλα στο ρέμα που κατεβαίνει από το σημερινό γκολφ, παρά την οδό Φαίδρας, θα έστηναν πρόχειρες παράγκες για να ξεκινήσουν μία νέα σκληρή ζωή στη καρδιά της μητέρας πατρίδας. Συνάμα στο νότιο άκρο της παραλίας προς τη Βούλα, πάνω στην άμμο θα λειτουργούσαν τα λουτρά, το κοσμικό θέρετρο της Αθήνας για την υψηλή αθηναϊκή κοινωνία και στην άλλη άκρη της παραλίας, βόρεια προς το ρέμα, όριο με Ελληνικό, Αθηναίοι δικηγόροι και μεγαλοαστοί θα έκτιζαν τις εξοχικές επαύλεις τους στα Δικηγορικά.

          Έτσι αρχίζει η ζωή στη νεότερη ιστορία της Γλυφάδας. Με αυτή τη κοινωνική διαστρωμάτωση των έντονων, ακραίων αντιθέσεων ξεκινά το βηματισμό της δίπλα στη θάλασσα. Αλλά αυτά τα πρώτα βήματα παρακολουθεί και καταγράφει και ο Θωμάς Δρίκος στο έργο του Γλυφάδα, έκδοσης του Δήμου Γλυφάδας, το οποίο εμπλουτίζει με φωτογραφίες εποχής και αρχειακό υλικό.

          Κατά καιρούς σε εφημερίδες και περιοδικά αρκετές μονογραφίες με θέματα κάποιες πτυχές της ιστορίας της Γλυφάδας είδαν το φως της δημοσιότητας [πχ στο περιοδικό Γλυφάδα, ο δικός μας δήμος].

          Μία συνοπτική αλλά εμπεριστατωμένη και παραστατική εξάλλου εικόνα με χάρτη της περιοχής κατά το 1929  έχομε και από τον  αυτόπτη μάρτυρα, γεωγράφο Ιωάννη Σαρρή [βλ. Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια Δρανδάκη, Ήλιος, λήμμα Γλυφάδα, τόμος 8ος, σελ. 583-584].

          Η δική μας έρευνα περιορίζεται  σε μία μικρή σχετικά εδαφική γωνία, στη βορειοδυτική πλευρά της Γλυφάδας, που  οριοθετείται δυτικά από τη παραλία, βόρεια από το ρέμα-όριο με Ελληνικό, ανατολικά από την λεωφόρο Βουλιαγμένης και νότια από την οδό Μιαούλη, το γκολφ και τις πλατείες Φλέμιγκ και Βεργωτή και η οποία, γωνία, περιλαμβάνει ή περιελάμβανε τα Δικηγορικά, τον Βόσπορο και τη Νέα Ευρυάλη [βλ. θέση τους σε χάρτη στην αρχή του παρόντος έργου].

          Πριν όμως από όλα αυτά ας ρίξομε μία ματιά στην ευρύτερη περιοχή της Γλυφάδας, δηλαδή την Ευρυάλη και το αρχαίο όνομά της.

 

6. Ευρυάλη

          Το κτήμα της Γλυφάδας με το όμορφο δάσος δίπλα στην ειδυλλιακή ακρογιαλιά η συνιδιοκτησία, όπως είδαμε, σκόπευε να  οικοπεδοποιήσει και πωλήσει. Στόχος της ήταν το κέρδος.

          Ενωρίς πέτυχε ένα τμήμα της παράκτιας ζώνης να ενταχθεί στο σχέδιο με το βδ της 28-4-1922 ''περί εγκρίσεως σχεδίου ρυμοτομίας συνοικισμού Ευρυάλης εις θέσιν Γλυφάδας'', ΦΕΚ 64 Α, 2-5-1922. Είχε προηγηθεί, προφανώς κατόπιν επιμόνων αιτημάτων της συνιδιοκτησίας, η υπ’ αρ. 3276/10-2-1922 πράξη του δημοτικού συμβουλίου του δήμου Αθηναίων, στον οποίον υπαγόταν η Γλυφάδα, για ένταξη στο σχέδιο τμήματος της πε-ριοχής και η έγκριση  να ιδρυθεί συνοικισμός '' εις θέσιν Γλυφάδα [Πυρ-ναρί] υπό την επωνυμίαν Συνοικισμός Ευρυάλης '', σε έκταση 104 οικοδομικών τετραγώνων στην οποία έκταση κατά το σχεδιάγραμμα που συνόδευε την απόφαση του Δήμου Αθηναίων ορίζονταν οι πλατείες, τα άλση, οι χώροι για σχολεία, κοινοτικό κατάστημα, ναό, αγορά κλπ [''πασών τούτων ευμοιρεί η Γλυφάδα και το περί συνοικισμού αυτής  σχεδιάγραμμα.''] οι οποίοι, κοινόχρηστοι χώροι, περιέρχονταν στο δημόσιο όπως συμφωνήθηκε με το υπ’ αρ. 40300/3-3-1922 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών  Α. Μητζόπουλου.

          Είναι η πρώτη ένταξη στο σχέδιο και η πρώτη γνωστή και επίσημη χρήση του λογίου ονόματος Ευρυάλη.

          Η λέξη Ευρυάλη είναι σύνθετη προερχόμενη από το επίθετο ευρύς [-εία, -ύ], δηλαδή πλατύς και το ουσιαστικό αλς [-ός] που σημαίνει θάλασσα. Δηλαδή το όνομα παραπέμπει στη πλατειά, ανοιχτή θάλασσα [εξού και η επίκληση στον Ευρύαλο Απόλλωνα, θεό της ναυτιλίας, προστάτη των ναυτιλομένων, στον οποίον και  είναι υποταγμένη η ανοιχτή θάλασσα]. Κατά τους γλωσσολόγους το δεύτερο συνθετικό της λέξης Ευρυάλη προ-έρχεται από το άλως [-ω] δηλαδή το αλώνι και επομένως Ευρυάλη είναι το πλατύ αλώνι. [Ας μας επιτραπεί να θεωρήσομε ως πλέον προσιδιάζουσα στη περιοχή τη πρώτη ερμηνεία και λόγω της γειτνίασης με τη θάλασσα και λόγω της προσωνυμίας του Απόλλωνα ως Ευρύαλου. Άλλωστε, φρονούμε, ότι το έδαφος της Γλυφάδας ως δάσος δεν φαίνεται να ήταν  κατάλληλο για εκτεταμένη καλλιέργεια σιτηρών, δεν ήταν δηλαδή  σιτοβολώνας και επιπλέον οι λόγιοι ονοματοδότες της μάλλον τον  Απόλλωνα και τη θάλασσα είχαν κατά νουν όταν ονόμασαν τη περιοχή Ευρυάλη].

          Η Ευρυάλη ήταν α] αμαζόνα, β] γοργόνα και γ] κόρη του Μίνωα που γέννησε από τον Ποσειδώνα τον Ωρίωνα.

          Ο Ευρύαλος ήταν α] αθλητής, β] αργοναύτης, γ] ήρωας των Φαιάκων, δ] Κύκλωπας, ε] μνηστήρας της Πηνελόπης, στ] γιός του Οδυσσέα και της Ευίππης, τον οποίον σκότωσε ο Τηλέμαχος και κατά άλλη παραλλαγή ο ίδιος ο Οδυσσέας. Τον μύθο πραγματεύεται και ο Σοφοκλής στην ομώνυμη τραγωδία του.

          Το τοπωνύμιο Ευρυάλη, με το οποίο μάλλον επιχειρείται  ο  εξοβελισμός του λαϊκού ονόματος  Γλυφάδα, οφείλεται στους συνιδιοκτήτες του κτήματος και τους μορφωμένους παραθεριστές οι οποίοι  προόριζαν και ονειρεύονταν τη περιοχή για τη δημιουργία μίας σύγχρονης λουτρόπολης, ενός εξαίσιου θέρετρου, μίας όμορφης εξοχικής συνοικίας των Αθηναίων, ευπόρων αστών που έπρεπε να έχει ένα ευκλεές όνομα το οποίο θα παρέπεμπε στην αρχαιοελληνική πατρογονική κληρονομία.

          Για τον ίδιο λόγο, λόγια ονόματα της ένδοξης αρχαιότητας,  επιλέχθηκαν και για τις πλατείες και τις οδούς του θέρετρου κατά την ένταξη και επέκταση του σχεδίου, ονόματα συνήθως θηλυκού γένους από το Ελληνικό Πάνθεο πχ πλατείες Αθηνάς, Εσπερίδων, Νηρηίδων, Νυμφών, Μουσών, Χαρίτων και  οδοί Αρτέμιδος, Δικαιοσύνης, Εκάβης, Ελευθερίας, Έλλης, Ελπίδος, Ευτέρπης, Ευίππης, Ήβης, Ηούς, Ήρας, Θελξινόης, Θέμιδος, Θέτιδος, Ισμήνης, Ίριδος, Καλυψούς, Λαοδίκης, Μερόπης, Μενίππης, Μυρτούς, Ναυσικάς, Νίκης, Οινόης, Παλλάδος,  Πανδώρας, Πανόπης, Περσεφόνης, Προνόης, Ρέας, Στοργής, Φαίδρας, Φοίβης, Χρυσηίδος κλπ. [Ωστόσο από αυτά τα ονόματα ελάχιστα σήμερα διασώζονται στη πόλη επειδή αντικαταστάθηκαν από άλλα που επέλεξαν τα νεότερα δημοτικά συμβούλια].

          Με το όνομα Ευρυάλη αρχικά λεγόταν [μάλλον] ο συνοικισμός, η οικιστική περιοχή του κτήματος της Γλυφάδας. Στη συνέχεια η συνιδιοκτησία, οι παραθεριστές που αγόρασαν οικόπεδα και οι δικηγόροι [των Δικηγορικών] επεξέτειναν το τοπωνύμιο Ευρυάλη σε όλο το κτήμα έτσι που να ταυτίζεται με το τοπωνύμιο Γλυφάδα για να το  εξοστρακίσει. Δηλαδή και τα δύο ονόματα αφορούν την ίδια περιοχή. Στα επόμενα του 1922 συμβόλαια, το κτήμα, όλη η περιοχή, σημειώνεται ως Άνω Τράχωνες, Πυρνάρι[-ί, -ή], Γλυφάδα, Ευρυάλη [βλ. πχ. τ. 1175, αρ. 479].

          Η δεύτερη ένταξη περιοχών της Ευρυάλης στο σχέδιο [επέκταση σχε-δίου] έγινε με το π δ της 30-7-1925 , ΦΕΚ 2Ο3 Α, '' περί  εγκρίσεως σχεδίου επεκτάσεως συνοικισμού Ευρυάλης'', με εμπορικό και θερινό τμήμα. Για το θερινό καθορίζονταν αυστηροί όροι δόμησης που απέβλεπαν φυσικά στη δημιουργία ενός ωραίου εξοχικού προαστίου. Έτσι επιβαλλόταν προκήπιο 6 μέτρων [άρθρο 2], στις τυχόν συνεχόμενες ανά δύο οικοδομές η εξωτερική αρχιτεκτονική εμφάνιση έπρεπε να παρουσιάζει αρμονικό αρχιτεκτονικό ενιαίο σύνολο [άρθρο 2], κάλυψη στο 1/3 του οικοπέδου [άρθρο 3], στο προκήπιο και στον ακάλυπτο ο ιδιοκτήτης να ιδρύει και συντηρεί διακοσμητικό κήπο σε καλή κατάσταση [άρθρο 4], στις όψεις των οικοδομών επιτρεπόταν [και εμμέσως υποδεικνυόταν] η κατασκευή  διακοσμητικών προπυλαίων, καλλιτεχνικών κλιμάκων, ανοικτών και κλειστών εξωστών καθώς και αρχιτεκτονικών εξοχών [κορωνίδων, γείσων, διαζωμάτων και παραστάδων, άρθρο 7], λαμβανόταν πρόνοια για υγιεινό φωτισμό και αερισμό των δωματίων [άρθρο 9], των υπογείων [άρθρο 10], των αποχωρητηρίων [άρθρο 11], των βόθρων [άρθρο 12], ότι τα υλικά, η σύνθεση, δόμηση και στερεότητα του έργου έπρεπε να είναι σύμφωνα με τους κανόνες της επιστήμης [άρθρο 13], ρητώς σημειωνόταν ότι ''... αι  οικοδομαί  δέον να παρουσιάζωσιν αρμονικήν αρχιτεκτονικήν εμφάνισιν εξοχικού τύπου, απαγορευομένων των αντιαισθητικής μορφής κτιρίων ...'' [άρθρο 14], ότι οι οδοί, οι πλατείες, άλση, ναοί, σχολικά, δημοτικά και δημόσια κτίρια θα ανήκουν στο δημόσιο [άρθρο 19] και ''η δενδροφύτευσις των οδών και πλατειών και αλσών και η συντήρησις των φυτειών είναι υποχρεωτική συμφώνως προς τας οδηγίας ας θέλει χορηγεί η αρμοδία υπηρεσία'' [άρθρο 24].

          Με το π δ της 16-2-1925 ΦΕΚ 281 Α, η Γλυφάδα προσαρτήθηκε στη κοινότητα Μπραχαμίου [''οποία οδύνη και καταισχύνη, εν ευκλεές  και περίβλεπτον προάστιον ως η Ευρύαλος να υπάγηται εις το Βραχάμιον''] αλλά ενωρίς με το π δ της 25-11-1926, ΦΕΚ 424 Α, αναγνωρίσθηκε σε κοινότητα. Έτσι οι ίδιοι οι κάτοικοι αναλάμβαναν τη φροντίδα της περιοχής τους.

 

7.    Οικισμός  Δικηγόρων                                      

          Τα οικόπεδα της παραλίας, όπως έχει σημειωθεί, προορίζονταν για τους πλούσιους Αθηναίους που διέθεταν οικονομική δυνατότητα να αγοράσουν μεγάλα οικόπεδα, δίπλα στη θάλασσα και να κτίσουν ωραίες επαύλεις ενώ συνάμα με το κύρος τους θα λειτουργούσαν και διαφημιστικά για τη προσέλκυση και άλλων αγοραστών υψηλών εισοδημάτων.

          Έτσι η συνιδιοκτησία απευθύνθηκε στα εύπορα κοινωνικά στρώματα της πρωτεύουσας, σε επώνυμους παραθεριστές, σε επιστημονικά σωματεία δικηγόρων, γιατρών, σε συλλόγους κλπ.

          Οι δικηγόροι, επιστήμονες με υψηλό  κύρος και οικονομική δύναμη κατά την εποχή εκείνη, ανταποκρίθηκαν στη πρόσκληση [ενώ αντίθετα οι γιατροί δεν έδειξαν ανάλογο ενδιαφέρον καίτοι ένας των  συνιδιοκτητών, ο Βάος, ήταν γιατρός].

          Ο Ιωάννης Ζέπος, μέλος της συνιδιοκτησίας, φαίνεται ότι ήταν  ιδιαίτερα πειστικός, Ήταν επώνυμος δικηγόρος, έγκριτος νομικός με  δημοσιεύσεις μελετών του σε νομικά περιοδικά. [Ο γιός του,  Παναγιώτης, διετέλεσε καθηγητής του αστικού δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και [μας] δίδασκε, στη Νομική, γενικό ενοχικό στους  δευτεροετείς [1970-71] και ειδικό στους τεταρτοετείς  [1972-73].

          Ο Ιωάννης Ζέπος, λοιπόν, ενημέρωσε τους συναδέλφους του ενωρίς, τους περιέγραψε τη περιοχή, τους κάλεσε  σε αυτήν, την περιήλθαν όσοι από αυτούς δεν την γνώριζαν ως παραθεριστές και κίνησε το ενδιαφέρον τους για την αγορά οικοπέδων στη παραλία της  Ευρυάλης.

          Οι Αθηναίοι δικηγόροι συζήτησαν ασφαλώς μεταξύ τους τη πρόταση Ζέπου και αρκετοί από αυτούς αποφάσισαν να ανταποκριθούν στη πρόσκληση. Ξεκίνησαν, λοιπόν, τις διαδικασίες ίδρυσης οικοδομικού συνεταιρισμού. Ο σκοπός τους ήταν προφανής. Θεωρούσαν ότι από κοινού ενεργούντες, υπό την αιγίδα συνεταιρισμού, θα αγόραζαν μεγάλες εκτάσεις σε καλές τιμές και οργανωμένα πλέον με τη βοήθεια αρχιτεκτονικών μελετητικών γραφείων αλλά και εργολάβων-κατασκευαστών και καλλίτερες κατοικίες θα κατασκεύαζαν αλλά και χαμηλότερο κόστος εργασίας και υλικών θα πετύχαιναν. Εξάλλου η απόσταση της Γλυφάδας από το κέντρο της Αθήνας όπου τα δικηγορικά γραφεία αλλά και η δικηγορική δραστηριότητα δεν επέτρεπε στους δικηγόρους να ασχοληθούν με την οικοδομή για την οποία άλλωστε δεν θα είχαν και τη πρέπουσα εμπειρία. Τι καλύτερο λοιπόν το έργο αυτό να το αναλάβει ο συνεταιρισμός τους ο οποίος θα προσλάμβανε και το αναγκαίο προσωπικό και  επιβλέποντες μηχανικούς;

          Οι δικηγόροι επιθυμούσαν να δημιουργήσουν έναν ωραίο εξοχικό συνοικισμό ‘’… δοθέντος ότι η οικονομική και ηθική αξία του όλου δικηγορικού συνεταιρισμού και επομένως και των καθ΄ έκάστην οικιών έγκειται εις τον ομοιογενή αυτών χαρακτήρα, την άνετον και υγιεινήν διαμονήν, τον αερισμόν, την θέαν της θαλάσσης και της πέριξ δασώδους περιοχής…’’ [βλ. τ. 926,αρ. 133].

          Ωστόσο οι δικηγόροι δεν ανέμεναν την έγκριση του συνεταιρισμού αλλά προχώρησαν γρήγορα σε αγορές οικοπέδων και  έκτασης ορίζοντες ατύπως εκπροσώπους τους ‘’…οι οποίοι κατά το σύστημα της εμμέσου ή ατελούς αντιπροσωπείας ιδίω μεν ονόματι δια  λογαριασμόν όμως εαυτών και άλλων συναδέλφων των  οίτινες κατόπιν απετέλεσαν και ίδρυσαν συνεταιρισμόν…’’ [βλ. 11387/23-6-1922 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών Αθ. Γαρταγάνη, όπως σημειώνεται σε συμβόλαιο μεταγραμμένο στο τ. 824, αρ. 86] και αγόρασαν με χρήματα του υπό σύσταση  συνεταιρισμού έκταση 23.440 τετραγωνικών τεκτονικών πήχεων αντί 105.480 δρχ. μεταξύ των οδών Π. Φαλήρου-Βουλιαγμένης και οδού Βουλιαγμένης [η οποία τότε ήταν μονοπάτι]. Μάλλον είναι η πρώτη αγορά [23 Ιουνίου 1922] από μέλη του υπό ίδρυση και άρα μη λειτουργούντος εισέτι οικοδομικού συνεταιρισμού.

          Αλλά και άλλα τμήματα στην ίδια περιοχή αγόρασαν οι δικηγόροι ‘’…ιδίω μεν ονόματι, δια λογαριασμόν όμως και δια χρημάτων των συνεταίρων εν Γλυφάδι, παρά των πωλητών-συνιδιοκτητών Γλυφάδος …’’ [τ. 926, αρ. 133 και τ. 975, αρ. 463].

          Φυσικά οι εκτάσεις που αγόραζαν οι δικηγόροι είχαν ενταχθεί στο σχέδιο πόλης με το β. δ. της 28-4-1922, ΦΕΚ 64 Α, [βλ. συμβόλαιο που έχει μεταγραφεί στο τόμο 824 με αριθμό 86 όπου σαφώς ορίζεται ότι η υπό αγοραπωλησία έκταση είναι εντός σχεδίου].

          Έτσι από τα παραπάνω συνάγεται ότι οι δικηγόροι δεν βράδυναν για την αγορά οικοπέδων. Στις 2-5-1922, ΦΕΚ  64 Α, δημοσιεύθηκε το διάταγμα ένταξης στο σχέδιο πόλης. Πριν περάσουν δύο μήνες [στις 23-6-1922] έγιναν οι πρώτες αγορές. Άρα οι διαβουλεύσεις για τις αγοραπωλησίες είχαν ξεκινήσει προ πολλού και απλώς ανέμεναν την ένταξη στο σχέδιο πόλης της περιοχής για να υπογράψουν τις  συμβολαιογραφικές πράξεις αγοραπωλησίας [και μάλλον και υπό τη πίεση των δικηγόρων-παραθε-ριστών και υποψηφίων αγοραστών εντάχθηκε και η περιοχή στο σχέδιο].

          Ο συνεταιρισμός νομιμοποιήθηκε  ένα έτος μετά τις πρώτες αγορές. Με την υπ’ αρ. 36248/16-7-1923 πράξη του επί της Εθνικής Οικονομίας υπουργού εγκρίθηκε  το καταστατικό  του συνεταιρισμού υπό την επωνυμία  ‘’ Οικοδομικός και Προμηθευτικός Συνεταιρισμός Θέμις Σ.Π.Ε.’’

          Η Θέμις ήταν θεά της δικαιοσύνης, η προσωποποίηση της  δικαιοσύνης. Ήταν θεά του νόμου και της τάξης, της ηθικής και της φυσικής τάξης, προστάτιδα του δικαίου που ίσχυε. Ήταν τιτανίδα που  συμμάχησε με τον Δία και έγινε σύζυγός του. Από την ένωσή τους  απέκτησαν παιδιά, τη Δίκη, την Ευνομία και την Ειρήνη καθώς και τις Μοίρες [Κλωθώ, Λάχεσις και ΄Ατροπος] που αναλάμβαναν να μοιράζουν στους ανθρώπους τα καλά και τα κακά. Η λέξη Θέμις προέρχεται από το ρήμα τίθημι [όπως και ο θεσμός-τεθμός] και σημαίνει το τεθειμένο, το ορισμένο, το ισχύον δίκαιο, αυτό που έχει τεθεί κατά συνήθεια ή κατά έθος από εξάνθρωπη βούληση, δηλαδή το θείο.

          Ο συνεταιρισμός ‘’… συνεστήθη δι’ αγοράν οικοπέδων και οικοδόμησιν επ’ αυτών οικιών …’’ [τ. 824,αρ. 86], ‘’ … ιδρυθείς κυρίως δια την απόκτησιν δια λογαριασμόν των εαυτού μελών και συνεταίρων αγοράν οικοπέδων και οικοδόμησιν επ’ αυτών οικιών αναλόγων την έκτασιν και αξίαν προς τας ιδιαιτέρας εντολάς και τα καταβαλλόμενα χρηματικά ποσά υφ’ εκάστου των συνεταίρων …’’ [τ. 926, αρ. 133, τ. 975, αρ. 463. Ονόματα μελών Θέμιδας βλ. τ. 913, αρ. 174,175,176,177 και επόμενα].

          Αμέσως μετά την έγκριση του καταστατικού της [16-7-1923] η Θέμις, πλέον ως νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, προχώρησε σε αγορές οικοπέδων. [ Από τη μερίδα της, ΡΟΒ-103455 στο υποθηκοφυλάκειο Αθηνών, πληροφορούμεθα ότι στις 19-7-1923 γίνονται οι πρώτες  αγορές με τα υπ΄ αρ. 75456,75457 και 75458/19-7-1923 συμβόλαια του συμβολαιογράφου Αθηνών Ιωάννου Οικονομόπουλου, τ. 817, αρ. 397,398 και 399. Η Θέμις απεφάσισε να αγοράσει κατ’ αρχήν έκταση 14.490 τετρ, τεκτ. πήχεων στο 14ο οικοδομικό τετράγωνο που συνορεύει με ρέμα, οδός Ισμήνης και Μενίππης, αντί 65.205 δρχ. [4,80 δρχ ο πήχυς] στο κτήμα Γλυφάδας-Πυρναρί-Ευρυάλης. Τα άλλα δύο συμβόλαια δεν κατέστη δυνατό να τα διαβάσομε].

          Στις 22-12-1923 πέντε δικηγόροι, μέλη της Θέμιδας, που είχαν αγοράσει από τη συνιδιοκτησία με το 11387/23-6-1922 συμβόλαιο του Ρ. Γαρταγάνη κατά το σύστημα της εμμέσου ή ατελούς  αντιπροσωπείας ιδίω μεν ονόματι αλλά δια λογαριασμόν και χρημάτων άλλων συναδέλφων τους μεταβίβασαν στη Θέμιδα [31792/22-12-1923 του Κ. Ρούσσου, τ. 824, αρ. 86] την έκταση που είχαν αγοράσει, δηλαδή οικόπεδο 23.440 τετρ. τεκτ. πήχεων. Την ίδια ημερομηνία [22-12-1923] η Θέμις με το 78898 του Ι.  Οικονομόπουλου [τ. 824, αρ. 213] αγόρασε από τον Καραπάνο  έκταση 23.450 τετρ.τεκτ. πήχεων προς 4 δρχ. τον πήχυ [93.800 δρχ] η οποία συνορεύει ανατολικομεσημβρινώς με οδό Ισμήνης, μεσημβρινοδυτικώς με οδό Καλυψούς, βορειοανατολικώς με οδό Καλλιρρόης και βορειοδυτικώς με ρέμα.

          Με τα υπ’ αρ. 89441 και 89442/16-4-1925 συμβόλαια [τ. 852, αρ 129  και τ. 853 με αρ. 271, όπου και ονόματα συνεταίρων], αγόρασε ο δικηγορικός συνεταιρισμός από τη συνιδιοκτησία μέσα στο χώρο που ‘’αποτελεί το θερινό συνοικισμό της Γλυφάδας…έκταση 17.422 τετρ. τεκτ. πήχεων με σύνορα ΒΑ με γαίας, ΒΔ με οδό Ισμήνης, ΝΔ με οδό Γαλήνης και ΝΑ με οδό Περσεφόνης’’, αντί 69.688 συν 69.688 δρχ. [0,50 δρχ. ο πήχυς]. Προηγήθηκαν [τ. 851, αρ. 185] και  ακολούθησαν [τ. 856, αρ. 297] αγορές  μικρών οικοπέδων καθώς και ανταλλαγές [τ. 876 και 905, αρ. 36 και 224 αντίστοιχα] αλλά ουσιαστικά τον Απρίλιο του 1925 η Θέμις είχε ολοκληρώσει τις αγορές της στη περιοχή της Ευρυάλης.

          Όμως και ατομικώς [για λογαριασμό τους και εξ ιδίων χρημάτων] ορισμένοι δικηγόροι αγόρασαν οικόπεδα στη περιοχή ενδιαφέροντος του δικηγορικού συνεταιρισμού [βλ. πχ συμβόλαιο 44782/5-10-1923 του συμβολαιογράφου Αθηνών Αρ. Μητζόπουλου, τ. 820, αρ 312]. Ωστόσο όλα τα οικόπεδα τα οποία είχαν αγορασθεί από τους  δικηγόρους ατομικώς είτε για αυτούς είτε για λογαριασμό και των  συναδέλφων τους επικειμένης της ίδρυσης του συνεταιρισμού, μετά τη νομιμοποίηση  και λειτουργία του οικοδομικού τους συνεταιρισμού μεταβιβάστηκαν στον συνεταιρισμό και υπήχθησαν σε αυτόν είτε επειδή αγοράσθηκαν για αυτόν [συνεταιρισμό] είτε ως εισφορά για την απόκτηση εταιρικής μερίδας [βλ. λχ για εταιρική εισφορά τ. 839, αρ. 109, συμβόλαιο 84421/1-10-1924 του συμβολαιογράφου Αθηνών Ι. Οικονομόπουλου]. Και ο ίδιος ο Ι. Ζέπος μεταβίβασε στη Θέμιδα, μέλος της οποίας ήταν, ως εταιρική εισφορά [αντί 5.000 δρχ] οικόπεδο έκτασης 1.569 τετρ. τεκτ. πήχεων [84420/1-10-1924, συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών Ι. Οικονομόπουλου, τ. 839, αρ. 108].

          Έτσι ο οικοδομικός συνεταιρισμός Θέμις ήλεγχε μία σημαντική έκταση στην Ευρυάλη που όριζαν βόρεια το ρέμα-όριο με Ελληνικό, δυτικά η θάλασσα, νότια το ρέμα της οδού Προνόης και μετά από αυτό το δάσος και ανατολικά γαίες, δασώδεις εκτάσεις δηλαδή της συνιδιοκτησίας.

          Μετά την απόκτηση της εδαφικής έκτασης, ο δικηγορικός  συνεταιρισμός από τις εισφορές των μελών του αλλά και από το δάνειο των 9.500.000 δρχ. το οποίο έλαβε από την Εθνική Τράπεζα με 4 υποθήκες όλων των οικοπέδων του [βλ. ΩΜΕ 82237 και σημείωση στο τ. 1017, αρ. 402] ανέλαβε και τη κατασκευή των επαύλεων.

          Η ανάληψη και του όλου έργου της κατασκευής από τη Θέμιδα δεν ήταν τυχαία. Οι εμπνευστές της ιδέας αγοράς οικοπέδων και οικοδόμησης σε αυτά, δηλαδή οι δικηγόροι-μέλη της Θέμιδας, για την αναψυχή τους, ήθελαν να δημιουργήσουν ένα θερινό συνοικισμό πρότυπο, με κτίσματα υψηλών προδιαγραφών από αρχιτεκτονική και αισθητική άποψη, με καλή ρυμοτομία και όρους ανέγερσης αυστηρότερους και από εκείνους που όριζε το σχέδιο πόλης του θερινού [εξοχικού] τμήματος της Γλυφάδας. Με το συντονισμό και την εποπτεία της δράσης ο δικηγορικός συνεταιρισμός όρισε τις προδιαγραφές των οικοδομημάτων και επέτυχε τον έλεγχο της κατασκευής τους τόσο ως προς την αντοχή όσο και το πλέον σημαντικό ως προς την αισθητική και αρχιτεκτονική όχι μόνον των κτισμάτων αλλά και του περιβάλλοντος χώρου. Και έτσι έγινε. Με τη Θέμιδα να κρατά στα χέρια της το έργο.

  Υπολογίζομε ότι το έργο ξεκίνησε περί το 1925. Όλη η περιοχή μετατράπηκε σε ένα απέραντο εργοτάξιο. Δένδρα και θάμνοι  αναγκαστικά κόπηκαν και δρόμοι στρώθηκαν. Ανοίχθηκαν λατομεία εκεί κοντά για χαλίκι, ασβεστοκάμινα για ασβέστη και πηγάδια για νερό [τα υπόγεια νερά αφθονούν]. Οι εργάτες προέρχονταν από την Αθήνα, το Μπραχάμι, το Χασάνι και από τους πρόσφυγες της Γλυφάδας, των Σουρμένων και του Χασανίου. Άμμο θαλάσσης έπαιρναν από τη παραλία ή έφερναν με τα κάρα ή με τα πλεούμενα από άλλες περιοχές λαθραία. [Λευκή άμμος δεν υπήρχε τότε]. Με τις βάρκες και τα καραβάκια από τη θάλασσα και τα όποια αμάξια και κάρα από στεριά [και τους καρόδρομους] έφερναν και τα άλλα υλικά [σίδερα, τσιμέντα, κεραμίδια, πλακάκια κλπ].

 Και έτσι προχωρούσε το έργο. Και κατά διαστήματα, στις αρχές, κατηφόριζαν για να δουν τη πρόοδο των εργασιών και οι δικηγόροι με τις οικογένειές και τους φίλους τους συνθέτοντας ένα άλλο σκηνικό.

          Τα σπίτια κτίζονταν με πέτρες ή μπετόν [-αρμέ] [τ. 1092, αρ. 378]. Είχαν τσιμεντόπλακα ανά όροφο και στέγη από κεραμίδια [συνήθως] ή τσιμεντένια πλάκα. Ήταν  κατά κανόνα διώροφα με υπόγειο, διέθεταν βοηθητικούς χώρους, χώρους υγιεινής και δωμάτιο υπηρεσίας. Ήταν ηλιόλουστα και ευάερα, γερά κτίρια και ωραία με αρχιτεκτονικά στοιχεία, πλούσιο διάκοσμο, νεοκλασσικής κατά κανόνα αρχιτεκτονικής [ή σε αντιγραφή της αρχαίας]. Διέθεταν κήπο, ενίοτε με αναβαθμίδες και δένδρα. Είχαν  μανδρότοιχο χαμηλό με κάγκελα. Κάθε  οικία διέθετε εγκατάσταση φωτισμού [τ. 1024, αρ. 233 έτους 1933] και ηλεκτρικό ρεύμα. Υπήρχε σε κάθε σπίτι επίσης πηγάδι και η άντληση γινόταν είτε δια μαγγάνου είτε δια αναρροφητικής αντλίας και ανεμόμυλου-πτερωτής [τ. 1248, αρ. 380, που και σήμερα διασώζονται και πιστοποιούν τον τρόπο άντλησης αυτών των πηγαδιών]. Για τους κήπους [και ήσαν μεγάλοι οι κήποι των Δικηγορικών] χρειάζονταν αρκετό χώμα αφού η περιοχή τους δεν ήταν και πλούσια σε χώμα αλλά αντίθετα ήταν πετρώδης,  διάφοροι χωρικοί από τα γειτονικά χωριά και πρόσφυγες ως εργάτες ή κηπουροί έγδερναν κυριολεκτικά το έδαφος από τις γειτονικές δασώδεις περιοχές ανατολικά των εργοταξίων [δηλαδή από το σημερινό γκολφ, τη σημερινή Νέα Ευρυάλη και τη περιοχή που αργότερα κτίσθηκε ο Βόσπορος] για να μαζέψουν χώμα και να το πωλήσουν μεταφέροντάς το κυρίως με τα κάρα ή και τα γαϊδούριά τους. Έτσι ουσιαστικά εμπλουτίστηκε το έδαφος των κήπων. Και επειδή έκλεβαν το χώμα οι πωλητές του είχαν δημιουργηθεί πάμπολλα επεισόδια και με τους φύλακες της συνιδιοκτησίας που φρουρούσαν τη περιοχή αλλά και μεταξύ των εργατών –κλεπτών του χώματος για το ποίος θα πάρει το περισσότερο ή θα ελέγχει μεγαλύτερη έκταση για να παίρνει το χώμα της.

          Στους κήπους [με αναβαθμίδες ή χωρίς] φύτεψαν αρκετά δένδρα και θάμνους και φρόντισαν επίσης να φυτέψουν δένδρα και στα  πεζοδρόμια. Για το πράσινο επέδειξαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Δασώδης ήταν η περιοχή τους, μέσα στα δένδρα ήθελαν να ‘’πνίγονται’’ τα εξοχικά τους. Και το επέτυχαν. Υποχρεώθηκαν για τις οικοδομές και τους δρόμους να κόψουν δένδρα και θάμνους αλλά σαν τέλειωσαν τα έργα φύτεψαν πάρα πολλά. Ο συνοικισμός έγινε καταπράσινος.

          Και οι ονομασίες των οδών παρέπεμπαν στην αρχαιοελληνική φιλολογία. Ισμήνης [η σημερινή Εθνικής Αντιστάσεως], Γαλήνης, Θέμιδος, Περσεφόνης, Μενίππης, Καλλιρρόης, Καλυψούς, Δικαιοσύνης, Θελξινόης, Αμφιτρίτης κλπ [βλ. συμβόλαια αγοράς σε τόμους και αριθμούς μεταγραφής που σημειώνονται στο παρόν κεφάλαιο].

Στο πρώτο εξάμηνο του 1928 η Θέμις είχε ήδη αποπερατώσει ‘’ περί τας 76 οικίας αίτινες απετέλεσαν τον εν Γλυφάδι γνωστόν συνοικισμόν των Δικηγόρων και αι οποίαι προορίζονται δια τους Συνεταίρους …΄Ηδη περατωθέντος του εν λόγω συνοικισμού …’’ [τ. 926, αρ. 130, 135, τ. 927, αρ. 97]. ‘’… Μετά το σχεδιάγραμμα της 2-5-1922 … επωλήθησαν υπερεκατόν άλλα οικόπεδα εις διαφόρους δικηγόρους οι οποίοι ανήγειραν 80 αρίστους οικοδομάς’’ [εφημερίδα Ακρόπολις κατά Ιούλιο 1929]. Κατόπιν αυτού, της ανέγερσης δηλαδή αρκετών εξοχικών, η Θέμις προχώρησε σε μεταβιβάσεις προς τα μέλη της. Στις 8 Ιουνίου 1928 έγιναν οι πρώτες μεταβιβάσεις [τ. 913, αρ. 174,175,176,177,178, 179,180 και 181]. Όμως αυτές οι μεταβιβάσεις δεν ήσαν όπως οι συνήθεις. Πέραν των αυστηρών προδιαγραφών ανοικοδόμησης που έθετε το π δ ‘’περί εγκρίσεως επεκτάσεως του συνοικισμού Ευρυάλης’’ στο εξοχικό τμήμα, η Θέμις επειδή απέβλεπε στη δημιουργία ενός ωραίου προαστίου υποχρέωνε τα μέλη της-αγοραστές των [οικοπέδων και των] οικιών ‘’να μην ανεγείρουν εντός … του οικοπέδου νέας οικοδομάς ή κτίσματα, αποκλείοντα την θέαν των πέριξ εις ακτίνα διακοσίων μέτρων κειμένων οικιών … συνιστάται δηλονότι  πραγματική δουλεία … υπέρ των πέριξ οικιών του συνεταιρισμού’’ [τ. 927, αρ. 97]. Συνάμα ‘’ο αγοραστής υποχρεούται να συμμορφωθή προς τας μέχρι τούδε αποφάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου του Συνεταιρισμού τας αφορώσας το ύψος των οικοδομών, τον περιορισμόν της οικοδομήσεως εν τη περιοχή αυτών βοηθητικών οικημάτων παρακωλυόντων την θέαν των γειτόνων και άλλα μέτρα συναφή  σκοπούντα την κοινήν ωφέλειαν και την διατήρησιν της μορφής του συνοικισμού ως εξοχικού τοιούτου ως και την προστασίαν της αισθητικής αυτού εμφανίσεως’’ [τ. 975, αρ. 463]. ‘’Οι ως άνω περιορισμοί δεν ισχύουν α] μετά εικοσαετίαν και β] προκειμένου περί φυτεύσεως δένδρων το ύψος των οποίων οσονδήποτε κιάν είναι δεν θεωρείται αποκλείον την θέαν’’ [τ. 926, αρ.133]. Τρίτοι μη μέλη του συνεταιρισμού που τυχόν αγόραζαν οικίες ήταν υποχρεωμένοι πέραν των ανωτέρω να διαφυλάξουν την αρχιτεκτονική των κτιρίων [τ. 993, αρ. 255 έτους 1932].

          Και οι μεταβιβάσεις συνεχίσθηκαν ενώ συνεχίσθηκαν και οι ανεγέρσεις οικοδομών. Το 1931 είχαν τελειώσει οι οικοδομικές εργασίες και το 1932 οι μεταβιβάσεις είχαν ολοκληρωθεί. Κάποιες μεταβιβάσεις που έγιναν βραδύτερα, ακόμη και μεταπολεμικά, αφορούσαν  εκκρεμότητες του συνεταιρισμού προς κληρονόμους κυρίως μελών του λόγω θανάτων κάποιων δικηγόρων.

          Όμως η Θέμις, ‘’φρονίμως ποιούσα’’, πώλησε οικίες και προς τρίτους, μη μέλη της, ενδιαφερομένους για τον οικισμό της από τον χώρο των εφοπλιστών, των βιομηχάνων, των μεγαλεμπόρων κλπ  [πχ τ. 975, αρ. 463, τ. 993, αρ. 255, στις 29-2-1932] στους οποίους ωστόσο επέβαλε τους ιδίους περιορισμούς όπως και στα μέλη της και τους κληρονόμους τους για τη διατήρηση της μορφής των κτισμάτων και του περιβάλλοντος. [‘’αναλαμβάνει την υποχρέωσιν τόσον αυτός όσον και οι διάδοχοι αυτού να μην ανεγείρουν εντός του οικοπέδου νέας οικοδομάς ή κτίσματα αποκλείοντα την θέαν των πέριξ εις ακτίνα διακοσίων μέτρων’’ τ. 926, αρ.133].

          Υπολογίζομε  με βάση τις σημειούμενες στο υποθηκοφυλάκειο Αθηνών μεταγραφές ότι η Θέμις ως το 1932 είχε πραγματοποιήσει περί τις 110 μεταβιβάσεις ακινήτων. [Προϊόντος του χρόνου και ως τον β΄ παγκόσμιο πόλεμο πιθανόν να ανεγέρθησαν και κάποιες άλλες κατοικίες και να διαχωρίσθηκαν μερικές έτσι ώστε συνολικά να ανήλθαν κατά το 1940 στις 120-125 κατοικίες].

          Αν και συντονιστής του έργου ήταν ένας, δηλαδή η Θέμις, ωστόσο τα οικήματα δεν ήσαν ομοιόμορφα, δεν ήσαν ίδια, δεν υπάκουαν σε μία λογική στρατιωτικής ομοιότητας. Όπως ήσαν άνισα τα οικόπεδα [μεταξύ 500 και 1000 τ. μ.] έτσι και οι οικίες δεν ήσαν ίσες και συνάμα δεν είχαν την ίδια εξωτερική όψη. Συναγωνίζονταν αντίθετα μεταξύ τους με τη διαφορετική αρχιτεκτονική τους μορφή για μία καλλίτερη αισθητική εμφάνιση. Νεοκλασσικά κτίρια με πλούσια διακοσμητικά και καλλιτεχνικά στοιχεία που παρέπεμπαν στη λαμπρή αρχαιοελληνική κληρονομία [προπύλαια, κλίμακες, εξώστες, αετώματα, γείσοι, διαζώματα, κορωνίδες, παραστάδες κλπ] σε μεγάλα οικόπεδα, με πλούσιο πράσινο, ανάμεσα σε ευρείς δρόμους σε μία περιοχή που νανούριζε το κύμα, κελαηδούσαν τα πουλιά στα πεύκα και αγνάντευε ο Υμηττός, ήσαν πραγματικά αρχοντικά που καθιστούσαν τον οικισμό περίβλεπτο προάστιο της Αθήνας, αληθινά ζηλευτό κόσμημά της.‘’Εις αυτάς κυρίως [σ.σ. τας οικίας] που είναι γνωσταί σήμερον με το όνομα ‘’ Δικηγορικά’’ οφείλεται η αίγλη και η ανάπτυξις της Γλυφάδος’’, [εφημερίδα Ακρόπολις κατά Ιούλιο του 1929].

          Ο οικισμός ονομάσθηκε Δικηγορικά επειδή η Θέμις, συνεταιρισμός των δικηγόρων, αγόρασε και οικοδόμησε τη περιοχή για τα μέλη της και δικηγόροι κατά το πλείστον ήσαν οι ιδιοκτήτες των οικιών τις οποίες θα χρησιμοποιούσαν ως εξοχικές κατοικίες τους. [Δικηγορικά υπάρχουν και στη Βούλα αλλά η ιστορία τους δεν απετέλεσε αντικείμενο της παρούσας εργασίας].

          Ο δικηγορικός οικισμός, πλάι στην ακρογιαλιά, διασχιζόμενος από την οδό Π. Φαλήρου-Βουλιαγμένης, εκτείνεται από το ρέμα που χωρίζει τη Γλυφάδα με το Ελληνικό [σημερινή οδό Ευρυάλης] ως τις πλατείες Βεργωτή, Φλέμινγκ και την οδό Προνόης. Νότια των Δικηγορικών [προς το κέντρο της Γλυφάδας] απλωνόταν το δάσος διασχιζόμενο από ρέματα. Με τη πάροδο του χρόνου κτίσθηκαν και εκεί ως τον Άγιο Κωνσταντίνο σποραδικά και μερικές κατοικίες εξαιρετικής αρχιτεκτονικής έτσι που να δίνουν την εντύπωση συνέχειας των Δικηγορικών ως να αποτελούν έναν ενιαίο οικισμό. [Εκεί αγόρασε οικόπεδο αργότερα και ο Αριστοτέλης Ωνάσης και στον παραλιακό δρόμο υπάρχει η προτομή του]. Σε αυτή τη περιοχή δηλαδή μεταξύ Δικηγορικών και Αγίου Κωνσταντίνου θα κτιζόταν ο συνοικισμός Κυψέλη ενώ νοτιανατολικά του άλσους [σημερινού γκόλφ] ο συνοικισμός των ιατρών αν και τα μέλη του Ιατρικού Συλλόγου Αθηνών δεν φαίνεται να έδειξαν ενδιαφέρον για τη περιοχή.

          Όπως μας πληροφορεί ο Ιωάννης Σαρρής [εγκυκλοπαίδεια ΄Ηλιος] η Γλυφάδα είχε διαιρεθεί [σχέδιο Εbhrard] σε 8 συνοικισμούς. Δικηγόρων ή Ευρυάλης, Κυψέλης, Αιξωνέων, Ιατρών, Παραθεριστών, Σμύρνης, Αγίου Νικολάου και Πυρναρής. Δηλαδή  ο οικισμός των Δικηγόρων λεγόταν κατά Σαρρή και Ευρυάλη.

          Είναι φανερό ότι εκτός της συνιδιοκτησίας και των λογίων  παραθεριστών και οι δικηγόροι [αρχικώς ως παραθεριστές] επεδίωξαν η Γλυφάδα να ονομασθεί Ευρυάλη, να έχει δηλαδή ένα αρχαιοελληνικό όνομα που κατά τη γνώμη τους θα ταίριαζε [και θα έδινε αίγλη] στο ωραίο προάστιο που οραματίσθηκαν και δημιουργούσαν. Για αυτό και η απόφαση του δήμου Αθηναίων και η πρώτη ένταξη στο σχέδιο του 1922 και η επέκταση του 1925 σημειώνουν ‘’Συνοικισμός Ευρυάλη’’. Κατά συνέπεια τα Δικηγορικά ήταν μέρος του συνοικισμού Ευρυάλης και δεν ήταν μόνον αυτά η Ευρυάλη. Όμως οι αυτόχθονες,  γεωργοί και κτηνοτρόφοι, οι χωρικοί της  πλατείας Χωρικών και οι πρόσφυγες που εκείνη την εποχή τουλάχιστον δεν ενδιαφέρονταν για αρχαιοελληνικά ονόματα και μεγαλεία αλλά για τον επιούσιο άρτο και μάλλον δεν γνώριζαν που παραπέμπει η λέξη Ευρυάλη και τη περιοχή τους την έλεγαν και τη καταλάβαιναν ως Γλυφάδα, λόγω του γλυφού νερού των πηγαδιών της, περιόριζαν το λόγιο όνομα Ευρυάλη μόνον στον οικισμό των δικηγόρων, τον οποίον θεωρούσαν αριστοκρατικό με δικαίωμα συσχετισμού και αναφοράς στα αρχαία μεγαλεία.

          Ωστόσο η συνιδιοκτησία και οι δικηγόροι παραθεριστές  επεδίωξαν όλη η Γλυφάδα να ονομάζεται Ευρυάλη αλλά το αποτέλεσμα δεν ήταν αυτό που ήθελαν. Δηλαδή το τοπωνύμιο Ευρυάλη άλλοι μεν το  επεξέτειναν σε όλη την έκταση της Γλυφάδας από τη θάλασσα ως τον Υμηττό και από το Ελληνικό ως τη Βούλα και άλλοι το περιόριζαν μόνον στον οικισμό των δικηγόρων. Αργότερα όταν κτίσθηκαν οικισμοί και πάνω από την οδό Βουλιαγμένης [Άνω Γλυφάδα], το κάτω  από τη παραπάνω οδό κατοικημένο τμήμα της Γλυφάδας [δηλαδή η Κάτω Γλυφάδα] καλείτο και Ευρυάλη [ή Παλιά Ευρυάλη τελευταία σε αντίθεση με τη Νέα Ευρυάλη].

          Τη περίοδο που κτίζονταν τα Δικηγορικά, στην αμμώδη παραλία, στο νότιο άκρο της Γλυφάδας [σύνορα με Βούλα] δημιουργήθηκε η πλαζ [τα λουτρά της Γλυφάδας, όπου είναι και σήμερα] ιδιοκτησίας του Δημοσίου [Ταμείο Αεροπορικής Άμυνας]. Ήταν η πρώτη πλαζ όπου άνδρες και γυναίκες έκαναν μαζί μπάνιο, τα  λεγόμενα μπαιν-μιξτ [μικτά λουτρά]. Και μόνον εξ αυτού του λόγου, των μικτών, η κοσμοπλημμύρα στη πλαζ ήταν δεδομένη. Ως τότε στις οργανωμένες πλαζ [πχ του Π. Φαλήρου] οι άνδρες έκαναν μπάνιο σε χωριστές  παραλίες από τις γυναίκες [μερικές από τις οποίες, όπως λεγόταν ειρωνικά, φορούσαν μαγιό ως τον αστράγαλο].

          Η πλαζ της Γλυφάδας εκτός της αμμουδιάς και του παρακείμενου, εγγύτατα της ακτής, δάσους διέθετε πλατεία για ορχήστρα και χορό λουομένων, εστιατόρια, αναψυκτήρια, ξενώνες, κινηματογράφο, αποδυτήρια, περίπτερα, εγκαταστάσεις για αγώνες και παιχνίδια, υπόστεγα, δρόμους περιπάτου, χώρους δεξιώσεων κλπ. Ήταν μία μικρή Κυανή ακτή στην Αττική, το πιο κοσμικό σημείο της Αθήνας όπου συνωθείτο όχι μόνον η υψηλή αθηναϊκή κοινωνία αλλά και κάθε διάσημος ξένος επισκέπτης της χώρας [γαλαζοαίματοι, πολιτικοί, κροίσοι, αστέρες του κινηματογράφου και της μουσικής κλπ] που έδινε έτσι στη Γλυφάδα πανελλήνια φήμη και τη καθιστούσε ‘’όνειρο πάσης αβράς λουτροφίλου Ατθίδος, κάθε κομψευομένης που θέλει να κάνει την επίδειξίν της’’ [εφημερίδα Ακρόπολις, Ιούλιος 1929]. Η πλαζ ήταν περιφραγμένη, είχε ακριβό εισιτήριο και η είσοδος των λαϊκών τάξεων και των κατοίκων των γειτονικών χωριών ήταν  αδύνατη.  Η φαντασία τους όμως ήταν ελεύθερη…

          Την ίδια περίοδο [κατά το 1925] λειτούργησε και το νυκτερινό κέντρο Τρουβίλ [μετέπειτα Δημαρχείο, σημερινό παλιό Δημαρχείο] και  ασφαλτοστρώθηκε [1928] η οδός Π. Φαλήρου-Βουλιαγμένης [σημερινή λεωφόρος Ποσειδώνος].

          Ωστόσο οι επαύλεις των δικηγόρων αν και αποπερατώθηκαν και μεταβιβάσθηκαν στα μέλη της Θέμιδας ή τρίτους δεν κατοικήθηκαν. Προορίζονταν μόνο για θερινή διαμονή. Οι ιδιοκτήτες τους έμεναν στην Αθήνα όπου εργάζονταν και μόνο στις αργίες, τις ημέρες του Πάσχα και το θέρος κατέβαιναν με άμαξες ή αυτοκίνητα στη Γλυφάδα μαζί με τις οικογένειές τους και τις οικιακές βοηθούς τους για  ολιγοήμερη παραμονή ή διακοπές. Και έκαναν τις βόλτες τους στην  ακρογιαλιά και το δάσος, τα μπάνια τους στη πλαζ, τις χοροεσπερίδες και τις κοινωνικές συναντήσεις τους στα αρχοντικά τους ή τη παραλία των Αστεριών και εκκλησιάζονταν στη νεοανεγερθείσα [1927-1931] εκκλησία της  Παναγίας στο κέντρο της πλατείας.

          Τον υπόλοιπο καιρό τα σπίτια ήσαν κλειστά και τα άνοιγαν οι υπηρέτες, οι κηπουροί ή οι εργάτες από τα γύρω χωριά  [και μερικοί από αυτούς έμεναν μόνιμα στα βοηθητικά κτίσματα ή τα δωμάτια υπηρεσίας].

          Ακόμη και σήμερα στα Δικηγορικά, μία διακριτική γωνιά με πλούσιο πράσινο, τα παλιά αρχοντικά, τα παλαιότερα σπίτια της Γλυφάδας που σώζονται ως σήμερα, ‘’κτίσματα ορόσημο’’, που ‘’αντιστέκονται στη πολεοδομική ανάπτυξη της περιοχής’’ αν και κάποια από αυτά τα γκρέμισαν οι ιδιοκτήτες τους για να κτίσουν πολυκατοικίες και  ξενοδοχεία, ωστόσο αυτά που παραμένουν,‘’…εξακολουθούν έως σήμερα να παραπέμπουν στη ρομαντική εποχή των πηγαδιών και της φτερωτής, αναδεικνύοντας παράλληλα την πολεοδομική ενότητα της περιοχής… Εκατό καλοδιατηρημένες οικίες στέκονται αγέρωχα στον χρόνο, κάνοντας τους περιπατητές να κοντοστέκονται,  αναπολώντας τις ‘’χρυσές’’ εποχές της …Βλυχάδας’’, [βλ. εφημερίδα Τα Νέα, 9-12-2000].

          Χάρη στις επαύλεις των Δικηγορικών, τη πλαζ, το δάσος, τη  θάλασσα, τα μεγάλα οικόπεδα, τους ευρείς δρόμους με τις  δενδροστοιχίες, τις πλατείες και τα άλση, την έλλειψη εργοστασίων και  βιοτεχνιών, τη βούληση της συνιδιοκτησίας να προσελκύσει στην αγορά οικοπέδων εύπορους και πεπαιδευμένους Αθηναίους αλλά και τη προσπάθεια των κατοίκων της να διαφυλάξουν το δάσος από την οικοπεδοποίηση, η Γλυφάδα κατέστη ωραίο προάστιο της πρωτεύουσας και περιώνυμη σε όλη την Ελλάδα. Ακόμη και σε μακρινά χωριά της Ελληνικής επαρχίας οι κάτοικοι λέγοντας με θαυμασμό Γλυφάδα υπονοούσαν κάτι το ονειρώδες και φανταστικό. Και η φήμη αυτή ακόμη και σήμερα ως ένα βαθμό διατηρείται.

 

 

 

 

 

 

 

 

8.    Ο Βόσπορος

  Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή τα καράβια ξεφόρτωναν στον Πειραιά [και τα τρένα στους σταθμούς] τους ξεριζωμένους από τις πατρογονικές τους εστίες. Και εκείνοι πρόσφυγες στη μάνα Ελλάδα αναζητούσαν τόπο να ριζώσουν.

          Κάπου δέκα-δεκαπέντε οικογένειες, άγνωστο πως και για ποίο λόγο, έφθασαν στη Γλυφάδα κατά το 1923-24. Ίσως κάποιος κυνηγός ή ψαράς να τους υπέδειξε το μέρος. Απέθεσαν λοιπόν τις φτωχικές αποσκευές τους στην άκρη του δάσους, δίπλα στο ρέμα, κοντά στην ακρογιαλιά, σε μικρή απόσταση από τη πλατεία των Χωρικών, εκεί όπου είναι σήμερα η οδός Φαίδρας. Έστησαν σκηνές και παράγκες στους κορμούς των πεύκων με ξύλα, σανίδες, καλάμια, λαμαρίνες και πανιά, ό,τι  βρήκαν και ό,τι τους έδωσαν και ξεδίπλωσαν τη δυστυχία τους. [Η κρατική βοήθεια ήταν λιγοστή για τους απομονωμένους της Γλυφάδας]. Ποδοπατούσαν στα χώματα και τα λασπόνερα, μαγείρευαν έξω και έπλεναν τα ρούχα τους, μοιρολογούσαν τους χαμένους συγγενείς και συγχωριανούς τους, τους φίλους, τα σπίτια, τα χωριά τους και τραγουδούσαν τους καημούς και τα όνειρά τους με τους ανατολίτικους σκοπούς τους. Είχαν ιδιόμορφη προφορά [ποντιακή κλπ] αλλά μέσα τους έκαιγε άσβεστη η φλόγα του Ελληνισμού και της ανάτασης τους, η δίψα, η ορμή, ο πόθος, το πάθος για δουλειά και προκοπή. Δούλευαν παντού, στα χωράφια, στους κήπους, στις οικοδομές, στα δημόσια έργα οι άνδρες και οι γυναίκες τους βοηθούσαν και επιπλέον καθάριζαν σπίτια, φρόντιζαν ηλικιωμένους και παιδιά. Ήσαν προκομμένοι άνθρωποι, δουλευτές, νοικοκυραίοι.

                    Σε αυτές τις λιγοστές πρώτες οικογένειες προσφύγων, εκεί στην άκρη του δάσους, ήρθαν κατά το 1925 να προστεθούν και άλλες εξήντα-εβδομήντα ακόμη έτσι που έγιναν καμιά ογδονταριά συνολικά. Αν και οι αποστάσεις τότε ήσαν μεγάλες γιατί τις έκαναν πεζοί και οι συγκοινωνίες ήσαν υποτυπώδεις και άρα η επικοινωνία δύσκολη, παρά ταύτα προσπαθούσαν να βρουν χαμένους συγγενείς και  συγχωριανούς και σαν τους εύρισκαν τους έφερναν μαζί τους και μάλλον έτσι πρέπει να ερμηνευθεί η αύξηση του αριθμού τους στη Γλυφάδα. Ύστερα οργανώνονταν μεταξύ τους οι διαμένοντες στην Αθήνα και αρχικά ζητούσαν να επανέλθουν στα σπίτια τους στην Ιωνία [πχ στις 21-1-1923 είχαν κάνει συλλαλητήριο στην Ομόνοια για αυτό τον σκοπό]. Έτσι ελπίζοντας σε επιστροφή υπέμεναν τις ταλαιπωρίες. Όμως σύντομα θα διαπίστωναν το αδύνατο της επιστροφής. Τους είχαν διώξει από την Ανατολή για πάντα…

          Κατά συνέπεια η επικοινωνία και η όποια οργάνωση τους θα τους βοηθούσε να είναι περισσότερο διεκδικητικοί προς το Ελληνικό κράτος.

Αλλά και τι κάνει η φτωχή και ταπεινωμένη Ελληνική Πολιτεία;

Ωστόσο κανένας δεν σταύρωσε τα χέρια ούτε οι πρόσφυγες ούτε το κράτος. Οι πρόσφυγες δούλευαν σαν είλωτες και η μάνα Ελλάδα με τη διεθνή βοήθεια και τις επιτροπές προσπαθούσε να τους αποκαταστήσει και διαθρέψει. Καθιέρωσε συσσίτια, έστησε προσφυγικούς καταυλισμούς, έκανε επιτάξεις και απαλλοτριώσεις, τους έδωσε κλινοσκεπάσματα, οικόπεδα, σπίτια, χωράφια στο βαθμό που μπορούσε, τους έδωσε δουλειές, άδειες λειτουργίας μικροπωλητών και εργασίας, τους βοηθούσε να αρχίσουν μία νέα ζωή με πάμπολλες, βεβαίως, δυσκολίες. Έτσι ξεκίνησαν τα πρώτα τους βήματα οι νέες προσφυγικές συνοικίες ο Βύρωνας, η Καισαριανή, η Κοκκινιά, η Καλλιθέα, η Νέα Ιωνία και άλλες.

          Και οι πρόσφυγες της Γλυφάδας ‘’δεν χάθηκαν’’. Η συνιδιοκτησία, ως γνωστόν, απέβλεπε στην οικοπεδοποίηση και πώληση της Γλυφάδας και δεν στόχευε στη φιλανθρωπία ή την άσκηση  κοινωνικής  πρόνοιας. Ωστόσο δεν επιθυμούσε συγκρούσεις με τους πρόσφυγες και πολύ περισσότερο με τη κυβέρνηση. Ήθελε το κτήμα να το διαχειρισθεί όπως έκρινε. Κατά συνέπεια οι πρόσφυγες δεν έπρεπε να γίνουν ενοχλητικοί ή πιεστικοί προς τη κυβέρνηση και η τελευταία να μην ασχοληθεί με τη Γλυφάδα.

          Είναι γεγονός ότι οι Βενιζελογενείς κυβερνήσεις ήταν ιδιαιτέρως ευαίσθητες στο προσφυγικό πρόβλημα και κατέβαλαν υπέρμετρες προσπάθειες με βάση τις δυνατότητές τους για την αντιμετώπιση των προσφυγικών ζητημάτων. Η συνιδιοκτησία λοιπόν φοβόταν ανεπιθύμητες επιτάξεις ή απαλλοτριώσεις  σε καλά ή και μη οικόπεδα ή δεσμεύσεις εκτάσεων της και σε καμία περίπτωση δεν ήθελε απέναντί της, εχθρική τη κυβέρνηση. Αντίθετα διείδε ότι μέσω της προσφυγικής αποκατάστασης θα μπορούσε να επιτύχει νέες εντάξεις στο σχέδιο πόλης και συρρίκνωση του δάσους άρα πιο πολλά οικόπεδα και μεγαλύτερα κέρδη. Γιατί δεν θα ήταν παράλογο να υποθέσομε ότι η στεγαστική αποκατάσταση των προσφύγων μπορούσε να γίνει και πρόσχημα και αίτημα για περαιτέρω εντάξεις, αυτό δηλαδή που ήθελε η συνιδιοκτησία. Επιπλέον η συνιδιοκτησία ήθελε να απαλλαγεί από τους πρόσφυγες ή έστω να τους διώξει μακριά από τη παραλία. Οι παράγκες δυσφημούσαν τη περιοχή, αμαύρωναν την εικόνα της, απέτρεπαν πλούσιους Αθηναίους από το να αγοράσουν οικόπεδα, χάλαγαν τα σχέδια των αφεντικών. Η παραλιακή τουλάχιστον Γλυφάδα προοριζόταν να γίνει κοσμική λουτρόπολη και θέρετρο υψηλών απαιτήσεων για τους μεγαλοαστούς.

          Έτσι σε κάποιους πρόσφυγες η συνιδιοκτησία παραχώρησε μερικά οικόπεδα κοντά στο εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου [μακριά πάντως από τη παραλία] θεωρώντας ότι είχε εκπληρώσει το καθήκον  φιλευσπλαχνίας.

          Είχε τακτοποιήσει στεγαστικώς και γεωργικώς, όπως είδαμε, τους ακτήμονες χωρικούς, είχε δωρίσει α] στο Αμαλίειο Ορφανοτροφείο Κορασίων έκταση 4.524 τ. μ. στην οδό Εκάβης, στο άλσος [59251/12-6-1929 του συμβολαιογράφου  Αρ. Μητζόπουλου, τ. 939, αρ. 149], β] στις καλόγριες του τάγματος Ιωσήφ, έκταση 2.002 τ. μ. στη θέση Καψάλα, στο ίδιο μέρος  [128648/28-2-1930 του Ι.  Οικονομόπουλου, τ. 950, αρ. 357],       

γ] στον σύνδεσμο ύδρευσης Γλυφάδας, η Ευρυάλη, έκταση 600 τ. μ. και 210 τ. μ. για δεξαμενή και πηγάδια στην οδό Εκάβης [συνέχεια της Χρυσηίδος], όπου στο ρέμα του σημερινού γκολφ υπήρχε ηλεκτρικό εργοστάσιο [2906/11-7-1930 του  συμβολαιογράφου Π. Βαρδουλάκη, τ. 957 αρ. 95] και δ] στο δημοτικό σχολείο Σουρμένων έκταση 1.074 τ.μ. στη Πανιωνία, προκειμένου πωληθεί [το οικόπεδο] και το τίμημα να διατεθεί για τη στέγαση του σχολείου [21154/1933 του συμβολαιογράφου Αθ. Γαρταγάνη, τ. 1127,αρ. 455] εξαντλώντας κατά συνέπεια τη γενναιοδωρία της.

          Όμως το προσφυγικό εξακολουθούσε να παραμένει. Ένας  σημαντικός αριθμός προσφύγων στεγαζόταν στα παραπήγματα κοντά στη παραλία και επίμονα ζητούσε αποκατάσταση. Παρά τις αντιρρήσεις της συνιδιοκτησίας [ότι μερικοί από τους αποκατασταθέντες  πρόσφυγες στον ΄Αϊ-Νικόλα είχαν πωλήσει τα οικόπεδά τους] η εικόνα στο κέντρο της Γλυφάδας με τις παράγκες δεν ήταν ευχάριστη για τη συνιδιοκτησία αφού μάλιστα τα οικόπεδα στο μέρος εκείνο είχαν επιταχθεί από τη κυβέρνηση για τους πρόσφυγες. Οι πρόσφυγες γίνονταν όλο και περισσότερο πιεστικοί για τη στέγασή τους. Υπέβαλαν συνεχώς αιτήματα και διαμαρτυρίες, πίεζαν το κοινοτικό συμβούλιο Γλυφάδας [που είχε κάνει πολλές συνεδριάσεις για αυτό το θέμα], τη συνιδιοκτησία και τη κυβέρνηση.

          Στο τέλος η συνιδιοκτησία κάμφθηκε και αποφάσισε να  αποκαταστήσει και τους τελευταίους πρόσφυγες ελευθερώνοντας και το κέντρο της Γλυφάδας. Για τη στέγαση των προσφύγων επιλέχθηκε μία  περιοχή εντός σχεδίου, ‘’εις τας γαίας’’, μακριά από τη παραλία και αρκετά πίσω από τα Δικηγορικά, κοντά στο ρέμα-όριο με Ελληνικό, [‘’παρά τον συνοικισμόν του Ελληνικού’’, τ. 1104, αρ. 124]. Η περιοχή χαρτογραφήθηκε και οικοπεδοποιήθηκε από τον μηχανικό Π. Πεσταρίνη [βλ. από 16-2-1930 τοπογραφικό του που επισυνάπτεται στο υπ΄ αρ. 4356/1930 συμβόλαιο του Ζ. Μουζάκη].

          Φυσικά οι μεταβιβάσεις των οικοπέδων προς τους πρόσφυγες είχαν τον χαρακτήρα δωρεάς, ήταν δωρεές και οι πρώτες έγιναν [τυπικά] στις 23-3-1930 [βλ. συμβόλαιο 4356/23-3-1930 του Ζ. Μουζάκη, τ. 960, αρ. 50 αλλά και στον ίδιο τόμο 960 τους αριθμούς 51 ως 60 και τ. 959, αρ. 484, 485 και επόμενους]. Στο υποθηκοφυλάκειο Αθηνών έχουν καταχωρηθεί περί τις 80 δωρεές της συνιδιοκτησίας προς τους πρόσφυγες σταδιακά. Σε κάποιους πρόσφυγες εδόθη και δεύτερο οικόπεδο αφού είχαν πωλήσει το πρώτο. Διακρίσεις ως προς την εθνικότητα δεν έγιναν. Και οι Αρμένιοι πρόσφυγες έλαβαν δωρεάν οικόπεδο και δεν εξαιρέθηκαν της  κλήρωσης [τ. 959, αρ. 489 και 490].

          Τα οικόπεδα ήσαν κατά κανόνα έκτασης 277, 284 και 341 τ. μ. και οι δωρεές γίνονταν με τους εξής όρους: ‘’Α] Ο δωρεοδόχος  υποχρεούται να τηρήσει εσαεί την θέσιν του ευγνώμονος δωρολήπτου έναντι των δωρητών. Β] Το δωρούμενον παραχωρείται υπό τον όρον του επί πενταετίαν [σ.σ. για μερικά υπήρχε όρος για τριακονταετία βλ. πχ. τ. 1173,αρ. 478] από σήμερον αναπαλλοτριώτου. Γ] Ο δωρολήπτης βεβαιοί ότι ουδαμού αλλού  εν Γλυφάδι ή και εν γένει εν Ελλάδι έλαβε κλήρον ή οικόπεδον ως μέλος οικοπεδικού ή άλλου προσφυγικού Συνοικισμού δωρεάν ή συμφώνως τω νόμω περί αποκαταστάσεως προσφύγων’’. Άλλως η δωρεά θα ανακαλείται και το οικόπεδο θα επανέρχεται στους δωρητές. Για κάποιες ειδικές περιπτώσεις οι  παραπάνω όροι μεταβλήθηκαν. Για να πωλήσει το οικόπεδο ο δωρεοδόχος έπρεπε να συμφωνήσει με συμβολαιογραφική πράξη και η συνιδιοκτησία και ετίθετο ο όρος ο νέος αγοραστής να κτίσει σπίτι μέσα σε 6 μήνες ή 1 χρόνο [βλ τ. 1020,αρ. 47,48,49, 52 και τ. 1028, αρ. 178].

          Στα συμβόλαια δωρεάς με τους δωρολήπτες-πρόσφυγες  σημειώνεται ότι αυτοί ήσαν κάτοικοι ενορίας Αγίου Κωνσταντίνου. Το  τοπωνύμιο Βόσπορος φαίνεται ότι χρησιμοποιήθηκε το πρώτον κατά το 1933 [βλ. 6684/29-5-1933 συμβόλαιο του Ζ. Μουζάκη, τ. 1028, αρ. 178].

          Το όνομα Βόσπορος παραπέμπει στο θαλάσσιο στενό της Πόλης που χωρίζει την Ευρώπη από την Ασία οφείλεται δε η ονομασία  του νέου οικισμού, κατά τα λεγόμενα παλιών Βοσποριωτών, στον  πρόσφυγα Λουκά Πασχαλίδη που καταγόταν από τη Πόλη και ήταν  δραστήριο μέλος των  προσφύγων, κοινοτικός σύμβουλος και  εκπρόσωπός τους στη κοινότητα της Γλυφάδας.

          Οι δωρεές έγιναν μέσα σε διάστημα 8 ετών. Οι τελευταίες φαίνεται ότι πραγματοποιήθηκαν κατά το 1938 [βλ. 10934 και 10938/1938 συμβόλαια του Ζ. Μουζάκη, τ. 1173, αρ. 478 και 479]. Σαν απέκτησαν οικόπεδο οι πρόσφυγες βάλθηκαν να κτίσουν τα σπίτια τους. Ήσαν εργατικοί, οι περισσότεροι με τις οικοδομές ασχολούνταν [εξ ανάγκης εδώ] και στο μέτρο του δυνατού βοηθήθηκαν από την επιτροπή αποκατάστασης προσφύγων αλλά και ο ένας σαν μπορούσε βοηθούσε και τον άλλον.

Έσκαψαν στο χώμα, έσπασαν πέτρες, άνοιξαν μεγάλα αυλάκια για να κτίσουν σε γερά θεμέλια και να ριζώσουν …  Που να ήξεραν τι τους περίμενε καμιά τριανταριά χρόνια αργότερα…

          Έχτισαν λοιπόν μικρά σπίτια με πέτρες ή πλίνθους και τσιμέντο και στην στέγη έβαλαν κεραμίδια ή τσιμεντόπλακα.

          Μετά τα Δικηγορικά και ο Βόσπορος έγινε ένα εργοτάξιο.

          Όσοι δεν είχαν οικονομικές δυνατότητες μετέφεραν τα υπάρχοντά τους από τον καταυλισμό και έστησαν τις σκηνές και τις παράγκες τους στα οικόπεδα που τους δώρισαν αφού δεν μπορούσαν να κτίσουν και εγκαταστάθηκαν εκεί δημιουργώντας μία γειτονιά-παραγκούπολη  [ντενεκές-μαχαλάς].

Κι έτσι δημιουργήθηκε ένας ακόμη προσφυγικός οικισμός στο Αττικό τοπίο. ένα μικρό χωριό στην ευρύτερη περιοχή της Ευρυάλης. Και σε αυτό το χωριό προστέθηκαν και λιγοστοί επαρχιώτες μετανάστες που αγόρασαν οικόπεδα από τη συνιδιοκτησία και έκτισαν σπίτια για ‘’να βρουν τη τύχη τους’’ στην ευρύτερη περιοχή της πρωτεύουσας.

          Κεντρικός δρόμος του οικισμού ήταν η οδός Ισμήνης, προέκταση της Ισμήνης των Δικηγορικών. Επί αυτού του δρόμου ο Βόσπορος  εκτεινόταν κατά μήκος δύο τετραγώνων [δύο δεξιά και δύο αριστερά]. Πίσω από τα δύο τετράγωνα, δηλαδή νότια και βόρεια της οδού Ισμήνης, υπήρχαν άλλα 3-4 τετράγωνα. Οι οδοί είχαν ονομασίες προσφυγικές και λόγιες από το  αρχαιοελληνικό πάνθεο. Αϊδινίου, Ηλιουπόλεως, Μαγνησίας, Περγάμου, Προύσσης, Σμύρνης, Χρυσοστόμου Σμύρνης, Φιλαδελφείας, Ροδόπης, Δικαιοσύνης, Ισμήνης και Περσεφόνης. Πλατεία δεν προέβλεπε το σχέδιο αλλά όμως η οδός Ισμήνης ήταν αρκετά ευρεία, σαν πλατεία μεγάλη, ενώ υπήρχαν και άκτιστα οικόπεδα [αλάνες] και αρκετοί ελεύθεροι χώροι προς το ρέμα και το δάσος που το χωριό σε καμία περίπτωση δεν ασφυκτιούσε.

          Ο Βόσπορος διέθετε διθέσιο δημοτικό σχολείο από το 1933, μπακάλικο, καφενεία και σταθμό Χωροφυλακής που μετέπειτα μεταφέρθηκε στο Ελληνικό. Για το γυμνάσιο τα παιδιά πήγαιναν στη Γλυφάδα. Η ζωή κυλούσε ήρεμα με εργασία και φτώχεια. Το χωριό επισκέπτονταν συχνά-πυκνά περιφερόμενοι γυρολόγοι, πραματευτάδες, γανωτήδες, ακονιστές, χαλβατζήδες, φωτογράφοι, αρκουδιάρηδες, ζητιάνοι και άλλοι που ‘’έσπαγαν’’ τη μονοτονία της καθημερινότητας.

          Οι κάτοικοι του Βοσπόρου εκκλησιάζονταν στη Παναγία των  Δικηγορικών και συναντούσαν τη δυσφορία των αστών [‘’΄Τι δουλειά έχουν οι χωριάτες με τους πρωτευουσιάνους;’’]. Σύντομα ένας ιδιώτης  ανήγειρε ιδιωτική εκκλησία, της Αγίας Βαρβάρας και έτσι οι Βοσποριώτες δεν ‘’παρεπιδημούσαν’’ για να λειτουργηθούν. [Μεταπολεμικά  κτίσθηκε και η επίσης ιδιωτική εκκλησία της Αγίας Σκέπης].

          Νερό έπαιρναν από τα πηγάδια που άνοιξαν είτε στις αυλές των σπιτιών τους  είτε σε κοινοτικούς χώρους [δημόσια πηγάδια]. Για την άντληση του νερού χρησιμοποιούσαν μαγκάνους ή ανεμόμυλους όπως στα Δικηγορικά αλλά συνήθως το νερό το έβγαζαν τραβώντας το σχοινί του κουβά με τα χέρια. Και με το νερό έφτιαξαν και περιβόλια για λαχανικά.

          Νεκροταφείο για όλη τη Γλυφάδα κατασκευάστηκε κατά το 1928 στη σημερινή θέση, επί της οδού Παλμύρας. Αν κάποιος αγόραζε  οικόπεδο και έκτιζε σπίτι εκεί [και τα οικόπεδα ήσαν φθηνά] τον αστειεύονταν λέγοντας ότι ‘’πήγε μόνος του στο νεκροταφείο’’. Η περιοχή ήταν έρημη.

          Συγκοινωνιακά ο Βόσπορος εξυπηρετείτο αρχικά δια θαλάσσης από ένα καραβάκι που έφευγε το πρωί από το Τρουβίλ [παλιό δημαρχείο] για το Φάληρο και επέστρεφε το βράδυ. Από το Φάληρο στη συνέχεια πήγαιναν στην Αθήνα είτε με λεωφορείο είτε κατά κανόνα με τα πόδια. Αργότερα ένα λεωφορείο ξεκινούσε το πρωί από τον Βόσπορο για το Ελληνικό και την Αθήνα. Η οδός Αθηνών-Σουνίου [σημερινή λεωφόρος Βουλιαγμένης] ήταν αρχικά μονοπάτι [ημιονική οδός και καρόδρομος]. Προς τα μέσα του μεσοπολέμου [1933 περίπου] ανοίχθηκε και διαπλατύνθηκε για να χρησιμοποιείται ως  χωματόδρομος και από τα αυτοκίνητα. Η διαδρομή ωστόσο ως την Αθήνα ήταν περιπέτεια κυρίως τον χειμώνα σαν τα νερά της βροχής  δημιουργούσαν χαντάκια και λακκούβες και στα ρέματα έτρεχαν ορμητικοί χείμαρροι. Η διαδρομή όμως μπορεί να επιφύλασσε κι άλλες εκπλήξεις  πχ να χαλάσει η ρόδα του κάρου ή του αυτοκινήτου από τις πέτρες ή να βγει έξω από τον δρόμο στο χαντάκι ή ο πεζοπόρος να γνωρίσει την εμπειρία της ληστείας από κρυμμένους σε ρουμάνια και καλύβες, ιδιαίτερα κατά τη νύχτα, από πάντοτε παραμονεύοντες ληστές.

          Έτσι συνήθως πηγαινοέρχονταν στην Αθήνα παρέες-παρέες και οπλισμένοι [όπως και οι Σουρμενιώτες, Χασανιώτες και λοιποί] και πήγαιναν με τα πόδια και γιατί οι συγκοινωνίες ήταν προβληματικές αλλά και επειδή έκαναν οικονομία και δεν ήθελαν να πληρώσουν εισιτήριο προτιμώντας να αγοράσουν με το αντίτιμο του άλλα πλέον χρειώδη  [πχ. αλεύρι, ρύζι κλπ].

          Ο Βόσπορος ήταν διακριτός οικισμός, σε ικανή απόσταση από τους άλλους. Από τα Δικηγορικά [δυτικά] τον χώριζαν χωράφια, οικόπεδα δηλαδή αδιαμόρφωτα της συνιδιοκτησίας. Από το Ελληνικό [βόρεια] το ρέμα. Από το μονοπάτι της οδού Βουλιαγμένης και τη Τερψιθέα [ανατολικά] το δάσος [η σημερινή Νέα Ευρυάλη]. Και από τη Γλυφάδα [νότια] το ρέμα της οδού Προνόης και το δάσος [σημερινό γκολφ]. Μάλιστα σε αυτό το ρέμα και για πολλά χρόνια ζούσε ένας βοσκός με το κοπάδι του. Μία μικρή σπηλιά [νεροφάγωμα  ουσιαστικά] με μαντρότοιχο και μερικές λαμαρίνες ήταν η κατοικία και το μαντρί του. Πωλούσε γάλα, τυρί και κρέας στους κατοίκους των γύρω χωριών κι έβοσκε τα πρόβατά του εκεί τριγύρω, στα οικόπεδα, το δάσος και το ρέμα. Ήταν ένας τρωγλοδύτης που ενέμενε στη  πρωτόγονη ζωή αρνούμενος να προσαρμοσθεί έστω και στα δεδομένα ενός χωριού. Τον έλεγαν θεριό και στοιχειό του ρέματος και δεν ήταν ο μόνος στην Αττική και Ελληνική γη. [Για τη θέση του Βοσπόρου βλ. χάρτη και σχεδιάγραμμα στην αρχή του βιβλίου].

 

 

9.    Xασάνι, Κομνηνά, Ελληνικό, Σούρμενα

          Σε ικανή απόσταση μετά το ρέμα, βόρεια των Δικηγορικών και του Βοσπόρου, στο ανοικτό τοπίο, ήταν το Χασάνι, παλιός οικισμός που μνημονεύεται ως χωριό Χασάν στα συμβόλαια αγοράς του 1894 και 1899 από τον Καραπάνο του κτήματος Άνω και Κάτω Τράχωνες. [Στα προ του 1894 συμβόλαια αναφέρεται ως τσιφλίκι, κτήμα Χασάν].

Το Χασάνι οφείλει το όνομά του στον Χασάν αγά, τούρκο τσιφλικά των τελευταίων χρόνων της τουρκοκρατίας. Το σεράι του Χασάν μάλιστα διεσώζετο ως το 1934 περίπου εκεί όπου είναι σήμερα τα προκατασκευασμένα κτίρια αμέσως μετά την είσοδο της αεροπορικής βάσης Ελληνικού. Ήταν ένα μεγάλο αρχοντικό περιβαλλόμενο από μαντρότοιχο ύψους 4-5 μέτρων σαν κάστρο  και κοντά του κατηφόριζε ο δρόμος προς τη παραλία [Άγιος Κοσμάς, Κωλιάς άκρα].

          Στη σημερινή είσοδο του Αγίου Κοσμά υπήρχε τζαμί και κατά τους αρχαίους χρόνους ναός της Κωλιάδος Αφροδίτης. Τελευταία, μετά το 1997 και ιδιαιτέρως μετά το 2002, κατά της εργασίες επέκτασης του τραμ και κατασκευής των ολυμπιακών έργων μέσα στο χώρο του παλιού αεροδρομίου Ελληνικού, δίκην ανασκαφών, ήλθε στο φως μεγάλος ταφικός περίβολος με αρκετούς τάφους και άλλα εξαιρετικά ευρήματα τα οποία ανήκουν στον αρχαίο δήμο Ευώνυμον, έναν από τους Κλεισθένιους δήμους της Αθήνας και από τις συνεχιζόμενες ανασκαφές ευελπιστούμε σε νέες αποκαλύψεις  αρχαίων μνημείων.

          Η περιοχή ήταν εύφορη με περιβόλια και αμπέλια, δίπλα στη  θάλασσα με γλυκύ κλίμα και το αέρι να κατεβάζει από το διάσελο του  Υμηττού το θυμαρίσιο άρωμα του βουνού.

          Οι παλαιότεροι κάτοικοι του Χασανίου θα πρέπει να ήταν εργάτες του Χασάν.  Όμως ήρθαν και έποικοι από τα γειτονικά χωριά  Τράχωνες, Μπραχάμι, Κορωπί κλπ ως καλλιεργητές [γεωργοί] και βοσκοί [κατά κανόνα Αρβανίτες].

          Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή εγκαταστάθηκαν και πρόσφυγες από το χωριό των Κομνηνών του Πόντου και έτσι δημιουργήθηκε συνοικισμός των Κομνηνών [Κομνηνά], υπαγόμενος στη κοινότητα  Καλαμακίου, αναγνωρίσθηκε δε ως αυτοτελής κοινότητα με το π δ της 4-7-1929, ΦΕΚ 221 Α, η ευρύτερη όμως περιοχή λεγόταν Χασάνι ως παλιό κτήμα του Χασάν.

          Πριν και κάτω από τα Κομνηνά και αμέσως μετά το ρέμα, κοντά στα  Δικηγορικά και τον Βόσπορο αλλά στην ευρύτερη έκταση του παλιού  κτήματος Χασάν και στο νότιο μέρος του, κτίσθηκε ο οικισμός του Ελληνικού από Κωνσταντινουπολίτες και Σμυρνιούς, πλούσιους όμως μετανάστες που ‘’είχαν φέρει λεφτά’’, αγόρασαν μεγάλα οικόπεδα και έκτισαν ωραία αρχοντικά με όμορφους, δεντροφυτεμένους κήπους. Ο οικισμός τους έμοιαζε ως προς την αρχιτεκτονική και το πράσινο με τα Δικηγορικά μόνο που στο Ελληνικό οι ιδιοκτήτες των οικιών έμεναν μόνιμα εκεί και δεν ήσαν [εποχιακοί] παραθεριστές. Οι Ελληνικιώτες λόγω της οικονομικής τους άνεσης αλλά και της παιδείας τους  ενσωματώθηκαν άμεσα και άνετα στην Αθηναϊκή κοινωνία και δεν  αντιμετωπίζονταν ως παρακατιανοί πρόσφυγες. Κατέλαβαν καλές θέσεις στον κρατικό μηχανισμό, τον επιχειρηματικό, εμπορικό και  πνευματικό χώρο της πρωτεύουσας. Στα σπίτια τους ως εργάτες και  υπηρέτες δούλευαν κάτοικοι της Γλυφάδας, του Βοσπόρου, του  Χασανίου, των Τραχώνων και του Μπραχαμίου.

          Ενδεικτικό της δύναμης των Ελληνικιωτών είναι και η λειτουργία στη περιοχή τους [στις σημερινές εγκαταστάσεις της Υπηρεσίας Πολιτικής Αεροπορίας] του Αμερικάνικου κολλεγίου για τα  πλουσιοκόριτσα [American  college for girls] σε μία έκταση 150 περίπου στρεμμάτων. Το κολλέγιο είχε ιδρυθεί το 1875 ως παρθεναγωγείο στη Σμύρνη, μετεγκαταστάθηκε αρχικά μετά τη Μικρασιατική καταστροφή και  για μικρό διάστημα στο Π. Φάληρο και το 1929 μεταφέρθηκε στο Ελληνικό.

Το Ελληνικό αναγνωρίσθηκε ως κοινότητα με το β. δ. της 8-3-1930, ΦΕΚ 80 Α και με το ν. δ. 1465/1942, ΦΕΚ 163 Α, υπήχθη σε αυτό και η κοινότητα Κομνηνών. Μέσα στον οικισμό του Ελληνικού, απέναντι από τον Βόσπορο, κοντά στο ρέμα, διεσώζετο αρχαίο κτίριο καλούμενο Ελληνικό [βλ. ανωτέρω, Το κτήμα της Γλυφάδας]. Σε αυτό το κτίριο οφείλει το όνομά του ο οικισμός των πλουσίων μεταναστών από τη Πόλη και τη Σμύρνη. Οι μορφωμένοι και εύποροι  Ελληνικιώτες δεν δέχονταν να έχει ο οικισμός τους όνομα τούρκικο, κατάλοιπο της μαύρης σκλαβιάς του γένους. Το αρχαίο κτίριο, δίπλα στα σπίτια τους, απτό δείγμα του αρχαιοελληνικού μεγαλείου και των αρετών των προγόνων, τους έδωσε την ευκαιρία να επιλέξουν λόγιο και εθνικό όνομα, όπως ακριβώς είχαν κάνει και οι γείτονές τους στην Ευρυάλη και προϊόντος του χρόνου σε όλη την έκταση του παλιού Χασανίου επεκράτησε το τοπωνύμιο Ελληνικό.

          Πάνω από το μονοπάτι της λ. Βουλιαγμένης στη περιοχή του σημερινού δήμου Ελληνικού, εγκαταστάθηκαν μετά τη Μικρασιατική καταστροφή πρόσφυγες από τα Σούρμενα του Πόντου και γι αυτό και σήμερα η περιοχή τους καλείται Σούρμενα. Αν και σήμερα στη  περιοχή [Σουρμένων] έχουν εγκατασταθεί κάτοικοι από διάφορα μέρη της χώρας, η περιοχή έχει αστικοποιηθεί προ πολλού και ο πληθυσμός της έχει αυξηθεί σημαντικά, εντούτοις οι απόγονοι των παλιών  Σουρμενιωτών διατηρούν ακόμη κάποια από τα έθιμα των προγόνων τους όπως πχ το ταφικό έθιμο της Κυριακής του Θωμά και έχουν στη πλατεία τους λαογραφικό και ιστορικό μουσείο μνήμης των Σουρμένων του Πόντου και των πρώτων χρόνων εγκατάστασης των προσφύγων στη σημερινή θέση του οικισμού τους.

          [Ανάλογα μουσεία λαογραφίας και ιστορίας θα έπρεπε να ιδρύσουν και οι υπόλοιποι δήμοι του λεκανοπεδίου και της χώρας. Ιδιαιτέρως η Γλυφάδα των χωρικών, των βοσκών, των ψαράδων, των παραθεριστών, των δικηγόρων, της πλαζ, του άλσους [γκολφ], της Αιξωνής, του Βοσπόρου, της Τερψιθέας, της Πανιωνίας κλπ  δεν θα πρέπει να βραδύνει. Υπάρχει αρκετό υλικό σε φωτογραφίες, εφημερίδες και άλλα έντυπα που έχουν παλιοί Γλυφαδιώτες, το οποίο δεν πρέπει να χαθεί και που μαζί με άλλα στοιχεία και μνημεία θα στεγασθούν στο μουσείο].

 

10.  Πολιτικό Αεροδρόμιο Αθηνών

          Με το β. δ. της 7-9-1937 ‘’περί αναγκαστικής απαλλοτριώσεως 2.150 στρεμμάτων περίπου δια την ίδρυσιν Πολιτικού Αεροδρομίου  Αθηνών’’, ΦΕΚ 360 Α, ‘’έχοντες υπ΄ όψει…Αναγνωρίζομεν ως  δημοσίαν ανάγκην και εγκρίνομεν την υπέρ του Δημοσίου αναγκαστικήν απαλλοτρίωσιν γηπέδου ανήκοντος εις διαφόρους ιδιοκτήτας  εκτάσεως δύο χιλιάδων εκατόν πεντήκοντα περίπου στρεμμάτων,  κειμένων εις θέσιν Χασάνι Αττικής δια την ίδρυσιν Πολιτικού Αεροδρομίου Αθηνών …’’ [βλ. και ΑΝ 792/ 1937].

          Όταν οι κάτοικοι του Χασανίου πληροφορήθηκαν τα νέα για την  ίδρυση αεροδρομίου διερωτώνταν ‘’θα είναι για το καλό του  Ελληνικού ή για κακό;’’. Οι γνώμες διιστάμενες, ‘’θα είναι η καταστροφή μας’’ έλεγαν οι μεν, ‘’θα γίνει αφορμή να χτιστούν τριγύρω  ξενοδοχεία, τουριστικές εγκαταστάσεις, θα πάρουν αξία τα σπίτια μας’’ οι δε. ‘’ Στο μεταξύ αρχίζουν πολλοί Ελληνικιώτες να ενεργούν για να μη γίνει το αεροδρόμιο. Βάζουνε μέσα και ο καθένας κάνει ότι μπορεί… Ο Μεταξάς αποφασίζει να βάλει μπρος το αεροδρόμιο και έρχεται ο ίδιος στο Χασάνι για τον θεμέλιο λίθο. Οι Ελληνικιώτες  μένουν άναυδοι. Ποίος τολμά να μιλήσει, ποίος τολμά να λαλήσει.  Καταφθάνουν μπουλντόζες και φαγάνες να ισοπεδώσουν το έδαφος από την απάνω μεριά του Χασανιού’’ [Μαρίας Ιορδανίδου, Σαν τα τρελά πουλιά, σελ 165,166].

          Και έτσι οι κάτοικοι της περιοχής που απαλλοτριώθηκε σε ένα μέρος του Χασανίου, κυρίως Μικρασιάτες πρόσφυγες ή επαρχιώτες  μετανάστες ξανάγιναν μετανάστες στην ίδια τους την πατρίδα. [Για τη διαδικασία αποζημίωσης βλ. ΑΝ 792/1937, ΦΕΚ 275 Α].

 

 

 

 

 

 

11.  Βορειονατολικά του Βοσπόρου

          Η περιοχή που σήμερα καλείται Νέα Ευρυάλη δεν παρουσιάζει ιστορικό ενδιαφέρον ως το 1938. Στις εκσκαφές, δίκην ανασκαφών, για την ανέγερση οικοδομών τις τελευταίες δεκαετίες παρίσταται υπάλληλος της αρχαιολογικής υπηρεσίας για τυχόν αποκάλυψη αρχαίων ευρημάτων αλλά ως τώρα τίποτε δεν έχει ανευρεθεί και ούτε οι ιστορικές πηγές αναφέρουν ή άλλες έρευνες έχουν διαπιστώσει ύπαρξη αρχαίων μνημείων. Βεβαίως αποτελούσε μέρος του κτήματος της Γλυφάδας όμως η συνιδιοκτησία δεν ασχολήθηκε αρχικά με αυτό το κομμάτι γης ίσως επειδή απείχε του κέντρου και της θάλασσας.

          Πως όμως ήταν η περιοχή ως το 1938;

 Ένα πυκνό κατά διαστήματα δάσος κάλυπτε το τοπίο. Πεύκα, πουρνάρια, χαρουπιές, σχίνοι, αγριελιές και θάμνοι αφθονούσαν. Στα κενά του δάσους φύτρωναν θυμάρια, σπαραγγιές, αφάνες και χορταρικά [ραδίκια και αλιβάρβαρα με το ωραίο λουλούδι που σαν ωρίμαζε γινόταν αγκαθωτό σαν αχινός]. Στα ανοιχτά κάποιοι  μελισσοκόμοι έθεταν τις κυψέλες τους και οι τσοπάνηδες έβοσκαν τα πρόβατά τους τα οποία μάλιστα σαν περνούσαν στα στενά  μονοπάτια και στα χαμόκλαδα, καθώς στριμώχνονταν, άφηναν μέρος από το τρίχωμά τους, τόσο πυκνή ήταν η βλάστηση. Στη πε-ριοχή υπήρχαν αρκετά ρέματα. Ένα μεγάλο ρέμα ήταν αυτό που σήμερα λέγεται ρέμα της Νέας Ευρυάλης [επειδή έχει διασωθεί ως τώρα παρά τα πολλαπλά μπαζώματα]  και είναι [και ήταν] όριο με το Ελληνικό. Κατέβαζε πολλά νερά από τον Υμηττό ως τη θάλασσα και είχε αρκετό βάθος, τόσο ώστε το γιοφύρι του μονοπατιού [στην οδό Βουλιαγμένης] στην αρχή [είσοδο] της Γλυφάδας είχε ύψος 4-5 μέτρα. [ Αυτό το γιοφύρι δεν πρέπει να συγχέεται με τη σημερινή γέφυρα που οδηγεί στο πρώην ανατολικό αεροδρόμιο και είναι λίγο πιο πάνω κάπου 100 μέτρα. Και το σημερινό γιοφύρι του ρέματος είναι πολύ μικρότερο σε σχέση με το παλιό].

          Παράλληλα αυτού του μεγάλου ρέματος, νότια, υπήρχαν κι άλλα μικρότερα  στη διαδρομή περίπου που χαράσσουν οι σημερινές οδοί Ελ. Βενιζέλου, Ροδόπης, Μιαούλη κλπ. Όπως κατέβαιναν λοιπόν τα νερά, οι χείμαρροι, με ορμή από τον Υμηττό το χειμώνα, σχημάτιζαν ρυάκια  παίρνοντας μαζί τους  το χώμα και με τα χρόνια βάθαινε η νεροσυρμή και στα πλευρά έμεναν τα πετρώματα στα οποία  δημιουργήθηκαν κενά, μικρές σπηλιές στις οποίες εύρισκαν καταφύγιο οι τσοπάνηδες με τα κοπάδια τους. Για μεγαλύτερη προστασία άνοιγαν οι βοσκοί όσο μπορούσαν περισσότερο τις σπηλιές και έκτιζαν μαντριά όπου έβρισκαν προσωρινά καταφύγιο ή και ζούσαν μόνιμα στις μεγάλες σπηλιές σαν τρωγλοδύτες μίας πρωτόγονης ζωής που άλλωστε διασωζόταν σε όλη την Ελλαδική επικράτεια σχεδόν ως και μετά τον β΄ παγκόσμιο πόλεμο.

          Στις σπηλιές, λοιπόν, αυτών των ρεμάτων έμεναν οι βοσκοί, γεννούσαν τα πρόβατά τους και έκαναν τις τυροκομικές τους εργασίες.

          Στα ρέματα φύτρωναν καλάμια, πεύκα, ευκάλυπτοι και άλλα δένδρα και θαμνοειδή και η βλάστηση ήταν εντυπωσιακή.

          Σε αυτό το εκτεταμένο δασώδες τοπίο, ανατολικά του Βοσπόρου, εύλογο ήταν να ζουν αλεπούδες, σκαντζόχοιροι, φίδια, ακρίδες, χελώνες και από πουλιά τρυγόνια, κοτσύφια, τσίχλες και πάμπολλα μικρότερα ενώ πολλές φορές κατέβαιναν και γεράκια από τον Υμηττό. Κατά συνέπεια εκτός από τους βοσκούς και τους μελισσοκόμους το άγριο αυτό τοπίο περιδιάβαιναν και κυνηγοί. Καλλιεργήσιμα χωράφια δεν υπήρχαν, το έδαφος ήταν σκληρό και όπως έχομε σημειώσει είχε υποστεί άγρια λεηλασία αφού το χώμα σε μεγάλη έκταση είχε αφαιρεθεί για να επιχωματωθούν οι κήποι των Δικηγορικών, του Βοσπόρου και του  Ελληνικού.

          Όλη η περιοχή από τον Βόσπορο ως τον Υμηττό ήταν ενιαία ως δάσος και ένα μονοπάτι στα χνάρια της αρχαίας οδού Αθηνών-Σουνίου [σημερινή λεωφόρος Βουλιαγμένης] τη χώριζε αδιόρατα. Γι αυτόν τον δρόμο στο υπ’ αρ. 6728/12-6-1933 συμβόλαιο του Ζ. Μουζάκη, τ.1030, αρ.50, σημειώνεται ‘’…νεοανοιγείσαν και υπό κατασκευήν οδός Αθηνών-Βου-λιαγμένης …’’. [Παλαιότερα  ήταν ημιονικός ή καρόδρομος].

          Οι Βοσποριώτες όταν αναφέρονταν σε αυτή τη περιοχή [της  σημερινής Νέας Ευρυάλης] έλεγαν ‘’στα ρουμάνια’’, δηλαδή στο δάσος, ενώ τη πλευρά, το μέρος που ήταν κοντά στο ρέμα και σε όλη τη διαδρομή του, ονόμαζαν ‘’ρεματαριά’’.

          Μετά το 1934 η πάνω από την οδό Αθηνών-Βουλιαγμένης περιοχή, σε αυτό το βόρειο μέρος του κτήματος της Γλυφάδας, εντάχθηκε στο σχέδιο και έλαβε το λόγιο όνομα Τερψιθέα [τερπνή, ευχάριστη θέα]. Η οικοπεδοποίησή της είχε χαρακτήρα εκμετάλλευσης. Κόπηκαν  μικρά οικόπεδα, έγιναν στενοί δρόμοι, διαφημίστηκε έντονα μέσω εκδοτών και εφημερίδων [πχ της εφημερίδας Ελεύθερος Άνθρωπος του Κώστα Αθάνατου] για τη προσέλκυση αγοραστών. Η Τερψιθέα  προοριζόταν για τα λαϊκά στρώματα. Ήταν μακριά από τη παραλία της Γλυφάδας και το κέντρο της Αθήνας. Τα οικόπεδα έπρεπε να  πωληθούν έστω και με πολλές δόσεις για να δώσουν κέρδη στη  συνιδιοκτησία.

          Όμως τα οφέλη από την οικοπεδοποίηση και εμπορευματοποίηση της Γλυφάδας αλλά και των γύρω από την Αθήνα περιοχών, αφού και επαρχιώτες μετανάστευαν στη πρωτεύουσα αλλά και οι πολυάριθμοι πρόσφυγες έπρεπε να στεγασθούν, διείδαν και άλλοι εκτός του Καραπάνου και της συνιδιοκτησίας. [Άλλωστε η Ηλιούπολη, η Αργυρούπολη, ο Βύρωνας, η Καλλιθέα, η Νέα Σμύρνη, η Νέα Ιωνία, η Νίκαια κλπ  γνώριζαν εκτεταμένη οικοπεδοποίηση και  ανοικοδόμηση για αυτούς τους λόγους].

          Σε αυτό το κλίμα της εποχής, της αναζήτησης δηλαδή εκτάσεων στα πέριξ των Αθηνών για οικοπεδοποίηση και στέγαση Μικρασιατών προσφύγων και επαρχιωτών μεταναστών, ένας επιχειρηματίας, ο Αλέξανδρος Γιάνναρος, προσήλθε σε συζητήσεις με τη συνιδιοκτησία της Γλυφάδας για την αγορά κάποιου μεγάλου τμήματος του  κτήματος, επισκέφθηκε το κτήμα, εντόπισε τη δασώδη περιοχή που σήμερα καλείται Νέα Ευρυάλη και αποφάσισε να την αγοράσει  ‘’με τον σκοπόν όπως διαχωρίση το ρηθέν αγρόκτημα εις μικρότερα τοιαύτα και μεταπωλήση ταύτα επί κέρδει προς τρίτους και εν γένει  εκμεταλλευθή καθ΄ οιονδήποτε τρόπον το αγρόκτημα τούτο’’. Αλλά επειδή [φαίνεται] δεν μπορούσε μόνος του να αναλάβει το κόστος μίας  τέτοιας δραστηριότητας [προφανώς λόγω της έκτασης του  τμήματος] προσέλαβε ως συνεταίρους τον Σπυρίδωνα Κρασσά, ιατρό και τον Παύλο Λεούση, επιχειρηματία, μέλος της ‘’Π. Λεούσης και Σία ΟΕ’’ και με το υπ’ αρ. 2905/9-7-1938 εταιρικό του συμβολαιογράφου  Αθηνών Γ. Κωστόπουλου συνέστησαν την εταιρεία ‘’Π. Λεούσης και Σία ΟΕ’’ η οποία προϋπήρχε με άλλα μέλη όμως και η οποία είχε ως σκοπό ‘’την καθ’ οιονδήποτε τρόπον εκμετάλλευσιν του ρηθέντος αγροκτήματος και ιδιαιτέρως την κατάτμησιν τούτου εις τεμάχια και επί κέρδει μεταπώλησιν των προς τρίτους’’.

          Ο σκοπός σημειώνεται καθαρά. ‘’Εκμετάλλευσις, κατάτμησις, μεταπώλησις επί κέρδει’’. Δεν ήταν οι μόνοι. Και άλλοι πολλοί είχαν ‘’πέσει’’ πάνω σε περιοχές του λεκανοπεδίου και ιδιαίτερα γύρω από την  μικρή τότε πόλη της Αθήνας με τις ίδιες διαθέσεις και τους ίδιους  σκοπούς και πλούτισαν στηριζόμενοι σε αυτό το οδυνηρό  φαινόμενο της αστυφιλίας, της μετανάστευσης, του ξεριζωμού των χωριών και της επαρχίας για να γίνει το άλλοτε κλεινόν άστυ μία απέραντη τερατούπολη.

          Στις 30-11-1938 η συνιδιοκτησία έλαβε την υπ’ αρ. 164362/1938 άδεια του Υπουργού Γεωργίας για πώληση μέρους του κτήματος της έκτασης 580 στρεμμάτων. Με το υπ’ αρ. 7160/3-12-1938 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών Αθ. Θανόπουλου, τ. 1175, αρ. 479, η εταιρεία με την  επωνυμία ‘’Π. Λεούσης και Σία ΟΕ’’ και εμπορικό τίτλο Κτηματική Πρόνοια αγόρασε από τους Κλειώ Καραπάνου [ο Πύρρος Καραπάνος πέθανε το 1936], β] Κων. Βάο, γ] Δημ. Ζαμάνο και δ] Ιωάννη Ζέπο τα 69/72 εξ αδιαιρέτου ενός τμήματος του κτήματος της Γλυφάδας, έκτασης 586 στρεμμάτων και 539 μέτρων που αποτυπώνεται στο από 31-10-1938 τοπογραφικό διάγραμμα των αδελφών Καστραβέλη, πολιτικών  μηχανικών και του τοπογράφου Εμμ. Βεϊνόγλου, αντί τιμήματος  10.117.800 [προπολεμικών] δραχμών [18.000 δρχ. το στρέμμα αφού τα 69/72 του πωληθέντος αντιστοιχούσαν σε 562 στρέμματα και 100 μέτρα].

          Ο αγρός αυτός κατά το παραπάνω συμβόλαιο συνορεύει ανατολικά με υπόλοιπο ιδιοκτησίας πωλητών σε πλευρά ΓΔ μήκους 734,69 μ. [σημερινή οδός Μιαούλη], μεσημβρινώς με υπόλοιπο  ιδιοκτησίας πωλητών σε πλευρά τεθλασμένης γραμμής α] ΔΕ μήκους 256,22 μέτρων [σημερινή οδός Κανδρή, στην άκρη του γκολφ] και β] ΕΖ μήκους 671 μέτρων [σημερινή οδός Περγάμου], αρκτικώς με νέα οδό Αθηνών-Βουλιαγμένης σε πλευρά ΑΒΓ μήκους 359,20 μέτρων και δυτικοαρκτικώς με άξονα χειμάρρου σε πλευρά ΑΖ [για την οποία δεν σημειώνονται μέτρα μήκους].

          Στη συνέχεια οι τρεις νέοι συνιδιοκτήτες προχώρησαν στη διάνοιξη δρόμων με πρώτον εκείνον της Ισμήνης [σημερινής Ελ. Βενιζέλου] μπαζώνοντας το ρυάκι της. Έτσι αυτός ο δρόμος ευθύς και ευρύς ένωνε την οδό Αθηνών-Βουλιαγμένης με τη παραλία, διαμέσου του Βοσπόρου, και των Δικηγορικών. Η Ισμήνης θα διέσχιζε και τον νέο οικισμό όταν αυτός κτιζόταν και θα γινόταν ο κεντρικός του δρόμος όπως είναι και σήμερα.

          Η οικοπεδοποίηση της νεοαποκτηθείσας περιοχής από την ‘’Π. Λεούσης και Σία ΟΕ’’ άρχισε. Εργάτες από τον Βόσπορο και τα γύρω χωριά δούλευαν στους δρόμους και στην οριοθέτηση των οικοδομικών τετραγώνων. Σαν ορόσημα κυρίως έθεταν μικρές κολώνες από μπετόν [σημάδια] και δεν προχώρησαν σε περιφράξεις.

          Αρχικά δεν έκοψαν όλη τη περιοχή σε μικρά οικόπεδα ούτε το δάσος κατέστρεψαν παρά μόνον όπου ήταν αναγκαίο για τις εργασίες  οριοθέτησης των οικοδομικών τετραγώνων.

          Με ανταλλαγή απέκτησαν και από τον πέμπτο της συνιδιοκτησίας Γιαρμενίτη τα υπόλοιπα 3/72 εξ αδιαιρέτου του παραπάνω κτήματος δυνάμει του υπ’ αρ. 6914/20-2-1940 συμβολαίου του  συμβολαιογράφου Αθηνών Ιωάννου Καραβάσου, τ. 1205, αρ. 334. Ο Γιαρμενίτης απέκτησε κατά πλήρη κυριότητα τρία κομμάτια αυτής της περιοχής.

          Στη συνέχεια οι εταίροι προχώρησαν σε σταδιακή οικοπεδοποίηση και πωλήσεις που ούτε ο πόλεμος και η κατοχή δεν ανέκοψαν [βλ πχ τ. 1264, αρ.212, τ.1266, αρ.214 κλπ. Από 12 Ιουνίου 1942 ως 23 Οκτωβρίου 1942 είχαν πωλήσει 70 οικόπεδα. Πολλά επίσης  πώλησαν και το 1943].

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

12.     O πόλεμος και η κατοχή

           Με την εμπλοκή της Ελλάδος στον β΄ παγκόσμιο πόλεμο Άγγλοι στρατιώτες ήρθαν στη χώρα και μερικοί ενίσχυσαν τη φρουρά του αεροδρομίου γύρω από το οποίο υπήρχαν αντιαεροπορικά  πυροβολεία και καταφύγια. Μία μονάδα Άγγλων έστησε σκηνές και στρατοπέδευσε στη περιοχή της σημερινής Νέας Ευρυάλης, στον άξονα και χαμηλά της [σημερινής] οδού Ελ. Βενιζέλου και άλλοι στο δάσος ενώ οι αξιωματικοί εγκαταστάθηκαν στις επαύλεις των Δικηγορικών.

          Όταν εκδηλώθηκε η γερμανική επίθεση στα σύνορα, το αεροδρόμιο εδέχθη πλήγματα από τα γερμανικά βομβαρδιστικά και εκτός από τη φρουρά του ζημίες προκλήθηκαν στις γύρω κατοικίες και τους  αμάχους.

          Ένα πρωινό του Απρίλη του 1941 οι κάτοικοι του Ελληνικού και του Βοσπόρου έκπληκτοι διαπίστωσαν ότι οι Άγγλοι είχαν φύγει μες τη νύκτα.      ‘’Τα όπλα ο Γιάννης τα κουβάλησε τη μέρα που έφευγαν  οι Άγγλοι από τη Γλυφάδα. Εκείνη τη μέρα έτρεξε ο κοσμάκης στο  δάσος της Γλυφάδας, όπου ήταν στρατοπεδευμένοι οι Άγγλοι και  μάζεψε πράματα να δροσιστεί η ψυχή σου. Τι κορν-μπηφ, τι ζαμπόνια, τι τυριά, εσώρουχα, πιτζάμες, ωραίες σκηνές και αλεξίπτωτα. Υφάσματα αξίας. Πήγε και ο δικός μας ο Γιάννης και μας κουβάλησε μία κουβέρτα γεμάτη όπλα, φυσίγγια, φωτοβολίδες, καλώδια’’, [Μαρίας Ιορδανίδου, Στου κύκλου τα γυρίσματα, σελ. 12-13].

          Η κατάληψη των Αθηνών επέφερε και την εγκατάσταση γερμανικής φρουράς στο αεροδρόμιο Ελληνικού. Οι αξιωματικοί [και ίσως και οι στρατιώτες αρχικά] εγκαταστάθηκαν στα Δικηγορικά [οι Ιταλοί στην οδό Ξάνθου] με επίταξη των οικιών. Οι  κατοχικές δυνάμεις κατασκεύασαν και άλλα ορύγματα, καταφύγια και πυροβολεία περιμετρικά του αεροδρομίου, έφτιαξαν στρατώνες και τις απαραίτητες εγκαταστάσεις [πχ μέσα στο αεροδρόμιο είχαν τα μαγειρεία και τα εστιατόριά τους], δημιούργησαν αποθήκες  πυρομαχικών και καυσίμων, μετέτρεψαν το Αμερικάνικο Κολλέγιο του  Ελληνικού σε νοσοκομείο τους. Συνάμα έφτιαξαν στη σημερινή Νέα Ευρυάλη τρεις δεξαμενές νερού από το βρόχινο, χρησιμοποίησαν τα πηγάδια του Βοσπόρου, άνοιξαν και άλλα ιδίως στον άξονα της οδού Ισμήνης, μεταξύ Δικηγορικών και Βοσπόρου όπου βρήκαν υπόγειο ποτάμι με άφθονα νερά και έτσι υδροδότησαν εκτεταμένη περιοχή.

          Όμως το αεροδρόμιο εγκυμονούσε κινδύνους για τους περιοίκους.       ‘’Το καλοκαίρι του 1943 έγινε ο πρώτος βομβαρδισμός που έκαναν οι σύμμαχοί μας στο Ελληνικό. Στις 23 με 24 του Σεπτέμβρη … έγινε ο δεύτερος και μεγάλος βομβαρδισμός του Ελληνικού’’, [Μαρίας Ιορδανίδου, Στου κύκλου τα γυρίσματα, σελ. 80]. Και η Γλυφάδα βομβαρδίστηκε από τους συμ-μάχους πολλές φορές [βλ. πρακτικό  δημοτικού συμβουλίου Γλυφάδας της 25-7-1946] κυρίως το βράδυ και αφού προηγουμένως έπεφταν φωτοβολίδες. Από τους  βομβαρδισμούς προκλήθηκαν μεγάλες ζημίες, σκοτώθηκαν άνθρωποι, καταστράφηκαν σπίτια, δρόμοι, καλλιέργειες, δένδρα, ζώα.

          Στα Δικηγορικά, όπως έχει σημειωθεί, δεν κατοικούσαν μόνιμα οι ιδιοκτήτες των αρχοντικών. Η κατοχή, η έλλειψη συγκοινωνιών και οι κίνδυνοι δεν επέτρεπαν στους Αθηναίους αστούς να επισκέπτονται τα εξοχικά τους. Άλλωστε σε αυτά έμεναν οι Γερμανοί. Οι Βοσποριώτες όμως έβλεπαν τον χάρο με τα μάτια. Τα εγγλέζικα αεροπλάνα, ‘’ξύνοντας’’ τον Υμηττό, ξεπρόβαλαν ξαφνικά στον ορίζοντα και έριχναν βόμβες κατά της γερμανικής φρουράς, των εγκαταστάσεων, των  αεροπλάνων, των αυτοκινήτων και καυσίμων της και ενώ αυτή  προσπαθούσε και κατά κανόνα δεν πρόφταινε να ανταποδώσει με  αντιαεροπορικά πυρά αν δεν κατέφευγε στα καταφύγια. Στα καταφύγια προσέτρεχαν για να διασωθούν και οι κάτοικοι των γύρω από το  αεροδρόμιο οικισμών. Τα δημόσια καταφύγια ήταν λιγοστά. Περισσότερα ήσαν τα ιδιωτικά [στα υπόγεια των σπιτιών]. Έτσι πολλοί κάτοικοι του Βοσπόρου και επειδή τα σπίτια τους είχαν καταστραφεί ή υποστεί ζημίες αλλά και η ζωή τους κινδύνευε αναγκάστηκαν να  εγκατασταθούν έστω προσωρινά σε άλλες μακρινές συνοικίες κοντά σε  συγγενείς τους  ή με ενοίκιο.

          Για να προστατεύουν οι Γερμανοί τα αεροπλάνα και τα αυτοκίνητα τους από τους συμμαχικούς βομβαρδισμούς τα έκρυβαν με το αναγκαίο καμουφλάζ είτε ανάμεσα στα σπίτια των Δικηγορικών και του Βοσπόρου είτε κάτω από τα δένδρα του άλσους και τα  μετακινούσαν συχνά-πυκνά ανάμεσα στα πεύκα και τους σχίνους. Πολλές φορές με τα μεγάλα στρατιωτικά φορτηγά  μετέφεραν για  προστασία τα αεροπλάνα τους ως το δάσος της Βουλιαγμένης. Καμουφλαρισμένα για φύλαξη ήταν και τα πυρομαχικά και τα καύσιμά τους στο άλσος.

          Ωστόσο εκτός από τους βομβαρδισμούς οι κατοχικές δυνάμεις είχαν να αντιμετωπίσουν και τα σαμποτάζ των πατριωτών της αντίστασης οι οποίοι με κίνδυνο της ζωής τους δεν δίσταζαν να επιχειρούν νύκτα και κατά τις ώρες των βομβαρδισμών κυρίως να σχίσουν τα λάστιχα των αυτοκινήτων ή των αεροπλάνων στο άλσος ή να τρυπήσουν τα βαρέλια των καυσίμων. [Οι τραυματίες της αντίστασης νοσηλεύονταν για ελαφρά τραύματα σε σπίτια και για σοβαρά στο Ασκληπιείο της Βούλας κρυφίως ή με διάφορες δικαιολογίες για τις πληγές τους].

          Οι κατοχικοί χειμώνες συνέβη να είναι βαρείς και το κρύο  αβάσταχτο. Για να ζεσταθούν οι κάτοικοι της περιοχής και της Αθήνας αλλά και για να μαγειρέψουν χρειάζονταν ξύλα. Πετρέλαιο δεν υπήρχε για τους κατακτημένους ή και αν εύρισκαν στη μαύρη αγορά ήταν  πανάκριβο. Χρειά-ζονταν ξύλα. Οργάνωναν λοιπόν για το δάσος της  Γλυφάδας και του Υμηττού εκστρατείες με γαϊδούρια, κάρα και καρότσια για να πάρουν ξύλα και για να φέρουν πολλά φορτώνονταν και στη πλάτη ή τον ώμο και έκαναν μία μεγάλη απόσταση [πχ Καλλιθέα-Υμηττός και επιστροφή] με τα πόδια και φορτωμένοι άνδρες, γυναίκες, γέροι και παιδιά. Γιατί τα ξύλα δεν προορίζονταν μόνο για  προσωπική χρήση [ζεστασιά και μαγείρεμα] αλλά και για το εμπόριο. Τα πωλούσαν σε ηλικιωμένους και ανήμπορους και κυρίως στους  φούρνους και τους ευκατάστατους για ένα κομμάτι ψωμί ή άλλα χρειώδη σε μία ανταλλακτική οικονομία όπου τα κατοχικά νομίσματα δεν είχαν καμία αξία.

          Και έτσι το απέραντο δάσος της Γλυφάδας και του Υμηττού σε  μεγάλη έκταση υλοτομήθηκε. Είχαν κοπεί παλαιότερα δένδρα από τον Καραπάνο και τη συνιδιοκτησία για δρόμους και οικόπεδα αλλά τώρα η επιδρομή ήταν πολύ μεγάλη. Το άλσος ωστόσο της Γλυφάδας  διασώθηκε επειδή το χρειάζονταν οι Γερμανοί για να κρύβουν τα  αυτοκίνητα και τα αεροπλάνα τους. Και έτσι απαγόρευσαν την υλοτομία σε αυτό.

          Το αεροδρόμιο όμως χρησιμοποιήθηκε από τους Γερμανούς για στρατιωτικούς σκοπούς [όπως και πριν από τους Άγγλους]. Ωστόσο θεωρήθηκε μικρό, δεν μπορούσε να ικανοποιήσει τις ανάγκες και έτσι με το ν δ 1981/1942, ΦΕΚ 297 Α, ‘’ περί αναγκαστικής  απαλλοτριώσεως ακινήτων προς επέκτασιν του αεροδρομίου Χασανίου’’ η  κατοχική κυβέρνηση αποφάσισε ότι ‘’προς πραγματοποίησιν της υπό των Στρατιωτικών αρχών κατοχής ζητηθείσης ή ζητηθησομένης  επεκτάσεως του εις θέσιν Χασάνι των Αθηνών αεροδρομίου, επιτρέπεται η αναγκαστική απαλλοτρίωσις οικοδομών, αγροκτημάτων ή άλλων οιασδήποτε φύσεως ακινήτων παρακειμένων εις το ως άνω  αεροδρόμιον και κειμένων εν ταις περιφερείαις των Κοινοτήτων Αγίου Δημητρίου [Μπραχαμίου], Ελληνικού, Καλαμακίου και της τέως  Κοινότητος Κομνηνών’’ [άρθρο 1, παρ. 1]. Με το άρθρο 32 παρ. 1 προβλεπόταν η επίταξη και εκκένωση κατοικιών ακόμη και ως τον οικισμό της κοινότητας Βουλιαγμένης για τις ανάγκες των ανδρών του Γερμανικού στρατού με δαπάνη του Ελληνικού Δημοσίου.

          Στη συνέχεια το κατοχικό υπουργικό συμβούλιο με την υπ’ αρ. 25/ 25-1-1943, ΦΕΚ 22 Α, πράξη του, ‘’περί κηρύξεως αναγκαστικής  απαλλοτριώσεως ακινήτων προς επέκτασιν του Αεροδρομίου  Χασανίου, … κηρύσσει αναγκαστικώς απαλλοτριωτέας τας κάτωθι εκτάσεις μετά των επ΄ αυτών κτισμάτων και λοιπών επικειμένων …αναγκαιούσας δια την υπό των Στρατιωτικών Αρχών Κατοχής αιτηθείσαν  επέκτασιν του Αεροδρομίου Χασανίου. 1] … της περιφερείας της  Κοινότητος Ελληνικού, 2] … της τέως Κοινότητος Κομνηνών και 3] … του τμήματος Αλίμου [Καλαμακίου] … Η ως άνω απαλλοτρίωσις  ενεργείται υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου και δαπάναις αυτού [παγία  προκαταβολή προμηθειών Αρχών Κατοχής]’’’ [Για την  απαλλοτρίωση ενός κτήματος στο Χασάνι βλ. ΑΝ 275/1943, ΦΕΚ 160 Α, απόφαση κατοχικού υπουργικού συμβουλίου].

          Έτσι λοιπόν η επέκταση του αεροδρομίου κατέλαβε μικρό τμήμα του Καλαμακίου και μία έκταση του Ελληνικού και της τέως κοινότητας Κομνηνών. Κατά συνέπεια δεν απαλλοτριώθηκε όλη η έκταση της κοινότητας Ελληνικού και φυσικά δεν ‘’ενοχλήθηκε’’ εδαφικά, τότε, η Γλυφάδα.

          Με τον ν 239/1943, ΦΕΚ 174 Α, η Γλυφάδα ενώθηκε  με το  Ελληνικό και συνέστησαν τον Δήμο Ευρυάλης.

          Όμως εκτός από το κρύο του χειμώνα η πείνα της κατοχής ήταν φοβερή. Στην Αθήνα, το πολυάνθρωπο κέντρο, πέθαναν άνθρωποι επειδή δεν εύρισκαν τίποτε για να φάνε. Στην επαρχία, στα χωριά, υπήρχε πείνα αλλά δεν έφθανε ως τον θάνατο. Εκεί οι χωρικοί είχαν τρόπους να την αντιμετωπίσουν. Έτσι και στον Βόσπορο, ένα χωριό της Αττικής γης, οι κάτοικοι είχαν περιβόλια με δένδρα και  προμηθεύονταν  οπωροκηπευτικά. Στα οικόπεδα, στο δάσος, στον Υμηττό, εύρισκαν αγριολάχανα  [ραδίκια, πετρορράδικα, αλιβάρβαρα, ζοχούς, σπαράγγια κλπ], ψάρευαν στη παραλία, προμηθεύονταν λίγο μέλι αλλά και γάλα, τυρί και κρέας από τους τσοπάνηδες που έβοσκαν τα κοπάδια τους στη γύρω περιοχή. Οι Βοσποριώτες καλλιέργησαν κάποια χωράφια και οικόπεδα, έσπειραν σιτάρι, κριθάρι, φακές, ρεβίθια κλπ. Είχαν στα σπίτια τους κότες για τα αυγά τους, έσφαζαν  κοτόπουλα και κυνηγούσαν στον Υμηττό θηράματα. Υπέφεραν αλλά από πείνα δεν πέθαναν. ’’Ξεγελούσαν το στομάχι τους’’. Άλλωστε από φτώχεια ήταν συνηθισμένοι και στις δυσκολίες υπέμεναν.

          Η γλυκιά όμως ημέρα της απελευθέρωσης έφθανε …

 

13.           Μετά την απελευθέρωση

        Σαν έφυγαν οι Γερμανοί από την Αθήνα μία από τις πρώτες έγνοιες των Άγγλων που κατέφθασαν ήταν ο έλεγχος του αεροδρομίου. Έστησαν τις σκηνές τους στο δάσος [περίπου στο κάτω μέρος του σημερινού γκολφ] και στρατοπέδευσαν εκεί μαζί με τους  Νεοζηλανδούς. Για τους αξιωματικούς επιτάχθηκε ένα τετράγωνο στα Δικηγορικά και εγκαταστάθηκαν για ένα χρόνο στα κτίρια. Στα Δικηγορικά είχαν και τα μαγειρεία και τις φυλακές τους στις οποίες διαβιούσαν σε καλά περιφραγμένο χώρο οι Γερμανοί αιχμάλωτοι.

        Για τη καλλίτερη προστασία του αεροδρομίου περιέφραξαν με συρματοπλέγματα όλη τη γύρω περιοχή συμπεριλαμβάνοντας και τα Δικηγορικά και τον Βόσπορο. Ωστόσο αν και αμέσως μετά την απελευθέρωση ο ΕΛΑΣ αφόπλισε για ένα διάστημα τη Χωροφυλακή Γλυφάδας συγκρούσεις στη περιοχή κατά τη διάρκεια του εμφυλίου δεν έλαβαν χώρα μεταξύ των αντιμαχομένων. Τις νύχτες αριστεροί φωνάζοντας στα χωνιά πλη-σίαζαν στον Βόσπορο και  καλούσαν τους κατοίκους σε συστράτευση.

        Στη σημερινή Νέα Ευρυάλη οι Άγγλοι αφού μάζεψαν όλα τα άδεια βαρέλια όλων των καυσίμων τους τα τοποθέτησαν εκεί περίπου που η οδός Ροδόπης, σήμερα. συναντά τη Ρεθύμνου, φτιάχνοντας δύο μεγάλες πυραμίδες [50.000 χιλιάδες βαρέλια περίπου] καταλαμβάνοντας σημαντική έκταση έναντι ενοικίου. Κατασκεύασαν τρεις  δεξαμενές για πυρασφάλεια κοντά στην οδό Ισμήνης και περιέφραξαν το χώρο εγκαθιστώντας και φρουρά. Σύντομα ωστόσο τα πώλησαν σε δημοπρασία και ο αγοραστής αφού τοποθέτησε φύλακες από τον Βόσπορο τα πώλησε τμηματικά σε διάστημα δύο ετών. Όταν πωλήθηκαν τα βαρέλια η περιοχή απογυμνωμένη από το δάσος με ορόσημα των τετραγώνων και παρατημένα συρματοπλέγματα και διάφορα αντικείμενα πρόβαλε αγνώριστη σε σχέση με τη  προπολεμική της κατάσταση.

        Οι Άγγλοι έμειναν στη περιοχή του άλσους ως το 1947. Τους  διαδέχθηκε Ελληνική δύναμη του ΣΕΜ με τα άλογά της, ένας λόχος της ΕΣΑ και η σχολή μαγείρων. Το 1955 το στρατόπεδο εκκενώθηκε και στη θέση του λειτούργησε το γυμνάσιο Γλυφάδας [ως το 1974].

        Ο πόλεμος όμως και η κατοχή έφεραν μεγάλες καταστροφές στη γύρω από το αεροδρόμιο περιοχή κυρίως εξαιτίας των βομβαρδισμών. Σκοτώθηκαν άνθρωποι άλλοι έφυγαν για να σωθούν και σπίτια καταστράφηκαν. Στα Δικηγορικά από τα περίπου 125 σπίτια που υπήρχαν προπολεμικά τα 25 καταστράφηκαν εξολοκλήρου και τα 90 υπέστησαν σημαντικές ζημίες. Στον Βόσπορο από τα 95, περίπου τα 70 καταστράφηκαν παντελώς και τα 25 κατά ένα μέρος [βλ. συνεδρίαση δημοτικού συμβουλίου Γλυφάδας της 25-7-1946].

        Μετά την απελευθέρωση όσοι είχαν φύγει κατά τη κατοχή από τα σπίτια τους στον Βόσπορο εξαιτίας των βομβαρδισμών επανήλθαν και αντίκρισαν το φοβερό θέαμα των ερειπίων. Σπίτια και παράγκες που είχαν κατασκευάσει με τόσο κόπο έπρεπε να ξαναφτιαχτούν. Οι λεγόμενοι ‘’βομβόπληκτοι’’, άστεγοι σχεδόν πάλι, έπρεπε να  αρχίσουν ξανά από την αρχή. Και για τα Δικηγορικά που έτσι κι αλλιώς και προπολεμικά δεν κατοικούσαν μόνιμα και για παραθερισμό μόνον είχαν τις επαύλεις τους, εύποροι ήσαν οι ιδιοκτήτες τους, το πρόβλημα δεν ήταν μεγάλο, για τους Βοσποριώτες όμως η  τραγωδία ήταν φοβερή. Και τι να κάνει το κράτος μέσα στη δίνη του εμφυλίου και της δεινής οικονομικής του κατάστασης;

        Το πρόβλημα της στέγης ανέκυπτε πάλι οξύ όπως και μετά τη Μικρασιατική καταστροφή. [Η μία καταστροφή μετά την άλλη].

        Ωστόσο το κράτος έδωσε ξυλεία στους πληγέντες για να φτιάξουν τις στέγες των σπιτιών τους και με το Υπουργείο Ανοικοδομήσεως ξεκίνησε την ανέγερση μικρών κατοικιών σε πολλές περιοχές της χώρας για την αποκατάσταση των αστέγων. Το πρόβλημα της στέγης θα βασάνιζε την Ελληνική Πολιτεία επί μακρόν. [Στην εφημερίδα Βραδυνή της 26-3-1951 διαβάζομε κυβερνητική εξαγγελία ότι ‘’θα στεγασθούν οι παραπηγματούχοι και οι διαμένοντες εις τρώγλας’’].

        Στον Βόσπορο οι επισκευές και ανεγέρσεις νέων οικιών έγιναν σχετικά γρήγορα. Οι Βοσποριώτες ήταν συνηθισμένοι στις  συμφορές. Είχαν άμεση ανάγκη να στεγασθούν, δούλεψαν σκληρά και σπιτώθηκαν σύντομα. Έκτισαν γερά σπίτια με μπετόν ή πλίνθους ή πέτρες και με κεραμοσκεπή ή τσιμεντόπλακα.

        Συνάμα εξαιτίας του εμφυλίου και της οικονομικής εξαθλίωσης της χώρας η μεταπολεμική και μετεμφυλιακή Ελλάδα γνωρίζει νέο κύμα μετανάστευσης όχι μόνο προς το εξωτερικό [Αμερική, Αυστραλία, Γερμανία, Βέλγιο κλπ] αλλά και στο εσωτερικό της με μεγάλο αριθμό ανθρώπων και παρατεταμένη χρονική διάρκεια. Η επαρχία  ερημώνει. Η πρωτεύουσα γιγαντώνεται άναρχα και απάνθρωπα. Νέες συνοικίες σχηματίζονται και η οικοδομή ξεκινά. Η οικοπεδοποίηση ανθεί και η συνιδιοκτησία της Γλυφάδας θα συνεχίσει τις πωλήσεις τις οποίες άλλωστε δεν σταμάτησε ούτε κατά τη κατοχή ή τον εμφύλιο.

        Έτσι και στον Βόσπορο επαρχιώτες μετανάστες θα αναζητήσουν οικόπεδα και θα κτίσουν σπίτια για να εγκατασταθούν. Λιγοστοί βέβαια γιατί η απόσταση από την Αθήνα είναι σημαντική, οι  συγκοινωνίες προβληματικές και οι δουλειές στις γύρω περιοχές  ελάχιστες.

        Αυτή τη περίοδο κτίστηκε στον Βόσπορο και νέα ιδιωτική εκκλησία της Αγίας Σκέπης ενώ κατά το 1958 άρχισε και η ανέγερση της  εκκλησίας του Αγίου Παντελεήμονα [αρχικά με ξύλα] έξω και νότια του οικισμού. Η οικοδόμηση της εκκλησίας έγινε με εισφορές και  εράνους των κατοίκων του Βοσπόρου και με προσωπική τους, αμισθί, εργασία.

        Περί το 1950 επαρχιώτες μετανάστες έκτισαν και τις ως σήμερα διατηρούμενες εκτός σχεδίου κατοικίες στη βόρεια πλευρά του άλσους [προέκταση της οδού Προνόης, πίσω από τον Άγιο Παντελεήμονα].

        Από επαρχιώτες επίσης μετανάστες αγοράστηκαν τα οικόπεδα ‘’εις τας γαίας’’, ανάμεσα Δικηγορικών και Βοσπόρου και με την σταδιακή ανοικοδόμηση σε αυτά ενώθηκαν οι δύο οικισμοί [με τις τόσες  οικονομικές και κοινωνικές αντιθέσεις].

      Μεταπολεμικά επεκτάθηκε  και το Αμερικάνικο Κολλέγιο του  Ελληνικού ενώ με τον ΑΝ 545/1945,ΦΕΚ 180 Α, το Ελληνικό  αποσπάστηκε από τον δήμο Ευρυάλης, αναγνωρίστηκε ως αυτοτελής κοινότητα και ο δήμος Ευρυάλης μετονομάσθηκε σε δήμο Γλυφάδας όπως ως σήμερα λέγεται. [Το λαϊκό όνομα Γλυφάδα τελικώς υπερίσχυσε του λογίου Ευρυάλη αλλά ωστόσο πήρε την αίγλη του].

          Κατά το 1955 οι Αρμένιοι κάτοικοι του Βοσπόρου, πρόσφυγες και καταδιωγμένοι από τους Τούρκους, ξεριζωμένοι και αυτοί από τις πατρογονικές τους εστίες, έφυγαν από τον Βόσπορο για να  εγκατασταθούν στη πατρίδα τους, τη μακρινή Αρμενία, η οποία  αποτελούσε μέρος της τότε Ένωσης Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών [ΕΣΣΔ] κορμός της οποίας ήταν η σημερινή Ρωσία. Λιγοστοί ωστόσο Αρμένιοι έμειναν στον Βόσπορο. [Σήμερα η Αρμενία είναι ανεξάρτητο κράτος].

        Γρήγορα όμως η ζωή στον Βόσπορο θα αποκτήσει έναν ομαλό ρυθμό. Το χωριό βρήκε τη καθημερινότητά του. Οι Βοσποριώτες έκτισαν τα σπίτια τους [και μερικοί τις παράγκες τους], τις εκκλησίες τους, είχαν σχολείο, καφενεία και μαγαζιά. Ο οικισμός τους είχε καθημερινή συγκοινωνία και οι κάτοικοι δούλευαν στις οικοδομές, στα σπίτια, στους κήπους και στα περιβόλια. Είχαν ανοιχθεί αρκετά λατομεία [ένα πχ κοντά στον Άγιο Παντελεήμονα], άμμο έφερναν λαθραία τα καΐκια στη παραλία, η οικοδομή κινιόταν. Πήγαιναν κινηματογράφο στη Γλυφάδα ή την Αθήνα. Μία βόλτα στο κέντρο της Αθήνας ήταν σημαντικό γεγονός, ιδιαίτερα αν γινόταν βράδυ με τα πολύχρωμα φώτα και τις διαφημίσεις, το θέαμα για τους χωρικούς της Αττικής ήταν εντυπωσιακό.

        Τα Αστέρια ήταν απρόσιτα για τους Βοσποριώτες και γιατί το  εισιτήριο ήταν ακριβό αλλά και γιατί ‘’το κλίμα, το περιβάλλον’’, δεν τους ήταν καθόλου άνετο και οικείο. Περιορίζονταν να βλέπουν τους  κοσμικούς να πηγαίνουν στο νυχτερινό κέντρο ή στα Δικηγορικά με τα αυτοκίνητά τους, τα κοστούμια και τις κυρίες τους που φορούσαν τουαλέτες και μπορσελίνο. Οι Βοσποριώτες είχαν τις παρέες τους, η γειτονιά και το χωριό δημιουργούσαν ανθρώπινες, ζεστές σχέσεις. Γνωρίζονταν μεταξύ τους, βοηθούσε ο ένας τον άλλον, χαίρονταν και πενθούσαν μαζί. Έστηναν γλέντια, έκαναν βόλτες και τραγουδούσαν τους πόθους και τους καημούς τους. Τα παιδιά έτρεχαν στους δρόμους, έπαιζαν και πετροβολούσαν τις αντίπαλες ομάδες. Παρά τη φτώχεια ήταν  ελεύθερα στο χωριό, ξέγνοιαστα και δραστήρια. Έφτιαχναν αετούς και τους κολλούσαν με κουκουτσάλευρο [αλεύρι από κουκούτσια  χαρουπιών, η καλλίτερη κόλλα] και τους αμόλαγαν ανταγωνιζόμενα τίνος θα πάει πιο ψηλά. Έκαναν θελήματα ανιδιοτελώς ή με κάποιο γλυκό για ανταμοιβή στη γειτόνισσα και με τις φωνές τους  αναστάτωναν το χωριό.

          [Η Κρινιώ πήγαινε στη δευτέρα του δημοτικού. Την έστελνε η μάνα της με ένα μπουκάλι να πάει στον μπακάλη, στη Γλυφάδα, για να πάρει ‘’βερεσέ’’ ξύδι και λάδι. Πήγαινε από το μονοπάτι του δάσους τρέχοντας αλλά επαγρυπνώντας για να μη συναντήσει ‘’τον κακό τον λύκο’’. Της γέμιζε ο μπακάλης το μπουκάλι μισό ξύδι, μισό λάδι και επέστρεφε αμέσως. Σαν ήθελε η μάνα της να ρίξει ξύδι αναποδογύριζε απότομα το μπουκάλι και έβγαινε ξύδι, σαν ήθελε να βγει λάδι το γύριζε σιγά-σιγά. Το λάδι σαν πιο ελαφρό επέπλεε του ξυδιού και έβγαινε στο κουτάλι με οικονομία [με το ‘’σταγονόμετρο’’]. Ένας ταχυδακτυλουργός θα το παρουσίαζε στη πλατεία του χωριού σαν επιτυχία μεγάλη, σαν θαύμα για τους αδαείς. Για την Κρινιώ ήταν καθημερινότητα. Μάθαινε τους νόμους της φυσικής στη πράξη].

          Μερικοί Βοσποριώτες είχαν 2-3 κατσίκες ‘’για το γάλα’’ τους και οι περισσότεροι αρκετές κότες. Αχάραγο τα κοκόρια συναγωνίζονταν ποιο θα λαλήσει δυνατότερα για να ξυπνήσει τους κατοίκους μία ώρα αρχύτερα. Πρωί-πρωί κατέφθαναν και οι μανάβηδες από το Κορωπί με τα γαϊδούρια τους φορτωμένα οπωροκηπευτικά και διαλαλούσαν τα προϊόντα τους. Είχαν ξεκινήσει αχάραγο από τα σπίτια και τα μποστάνια τους και πριν ξημερώσει είχαν ‘’καβαλήσει’’ το διάσελο του Υμηττού για να φθάσουν στον Βόσπορο, τη Γλυφάδα, το  Ελληνικό κλπ.  Ίδια και με τις φωνές των ψαράδων, των πραματευτάδων, των γανωτήδων και των άλλων πλανόδιων.

          Οι νερουλάδες [‘’υδροπώλαι’’] αντλούσαν το νερό για να το  πωλήσουν είτε από δικά τους πηγάδια είτε από κοινοτικά. Αγόραζαν το βυτίο 3 δραχμές και το πωλούσαν 15. Ένα βυτίο περιείχε 3 βαρέλια νερού. Το μετέφεραν με κάρο που το έσερνε άλογο. Ένα άλογο  άξιζε 10.000 δρχ. ένα οικόπεδο 450 τετρ. πήχεων 8.000 δρχ. και η  αγορά του οικοπέδου γινόταν με πολλές δόσεις ενώ του αλόγου με εφ’ άπαξ πληρωμή. Αργότερα οι νερουλάδες αλλά και οι  μανάβηδες, οι ψαράδες και οι μεταφορείς γενικότερα απέκτησαν τρίκυκλα. Οι δρόμοι ασφαλτοστρώθηκαν, οι κάτοικοι πολλαπλασιάσθηκαν εξ  αιτίας της αστυφιλίας, οι διαδρομές έγιναν πολλές, τα άλογα δεν  μπορούσαν να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις των καιρών, οι  μηχανές κέρδιζαν τη μάχη. Άλλωστε το δίκτυο ύδρευσης της ΟΥΛΕΝ  επεκτεινόταν συνεχώς, το ίδιο και η ηλεκτροδότηση. Η Αθήνα και οι  γύρω περιοχές μεγάλωναν.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

          14.     Τα πρώτα σπίτια στη περιοχή της σημερινής Νέας Ευρυάλης

        Μερικά χρόνια μετά την απελευθέρωση σαν έφυγαν τα βαρέλια και τα  συρματοπλέγματα η εικόνα του τοπίου που σήμερα καλείται Νέα Ευρυάλη, όπως και πιο πάνω σημειώσαμε, ήταν αποκαρδιωτική. Θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως Κρανίου τόπος σε σχέση με τη προπολεμική περίοδο. Ίσως ο χαρακτηρισμός να είναι υπερβολικός αλλά ωστόσο δεν απέχει πολύ και της πραγματικότητας. Η γύμνια κυριαρχούσε. Το τοπίο είχε αποψιλωθεί. Το προπολεμικό δάσος είχε υλοτομηθεί, όπως είδαμε, κατά τη κατοχή και μεγάλες ποσότητες χώματος είχαν αφαιρεθεί προπολεμικά για να επιχωματωθούν οι κήποι των Δικηγορικών και του Ελληνικού. Και τον χειμώνα τα νερά της βροχής που κατέβαιναν ορμητικά από τον Υμηττό και τη  Tερψιθέα έγδερναν το έδαφος και σχημάτιζαν νεροσυρμές κοντά στα  παλιότερα και μεγαλύτερα ρέματα. Μόνον θάμνοι και χόρτα φύτρωναν πλέον και αυτά μικρά και αδύναμα, τα πουλιά και τα αγρίμια  μετανάστευσαν στον Υμηττό και μόνο 2-3 τσοπάνηδες είχαν τα μαντριά τους [εκεί πχ που σήμερα, στη πλατεία της Νέας Ευρυάλης, είναι το περίπτερο υπήρχε ένα ποιμνιοστάσιο] και περιέφεραν τα κοπάδια τους στα οικόπεδα, τα ρέματα, το άλσος και τον Υμηττό.

        Ο μπάρμπα-Σπύρος, νερουλάς από τον Βόσπορο, έχτισε ένα   στάβλο στη περιοχή της σημερινής οδού Ροδόπης, κοντά στην οδό Βουλιαγμένης, για να στεγάσει το άλογό του και να αποφύγει τις παρατηρήσεις της Χωροφυλακής και τις διαμαρτυρίες των γειτόνων του στον Βόσπορο γύρω στα 1948. Θα πρέπει να ήταν το πρώτο κτίσμα [μετά τα μαντριά των βοσκών φυσικά αλλά και το τελευταίο αγροτικό] στη περιοχή της σημερινής Νέας Ευρυάλης που ξεκίνησε δηλαδή την ανοικοδόμησή της ως αγροτική περιοχή για να εξελιχθεί ωστόσο σύντομα σε αστική.

        Το μεταναστευτικό ρεύμα προς τη πρωτεύουσα φούντωνε. Οι αγρότες εγκατέλειπαν τα χωριά τους και αναζητούσαν καλλίτερη τύχη στις μεγαλουπόλεις. Τώρα που οι επαρχιώτες κατέκλυζαν την Αθήνα, οι έμποροι της γης έτριβαν τα χέρια τους, απευθύνονταν πλέον σε ευρύ αγοραστικό κοινό. Η εταιρεία ‘’Π. Λεούσης και Σία ΟΕ’’ που όπως είδαμε είχε αγοράσει προπολεμικά τη περιοχή και πωλούσε οικόπεδα συνέχισε τις πωλήσεις στη κατοχή και τον  εμφύλιο. Είχε ανοίξει κάποιους δρόμους με πρώτον εκείνον της  Ισμήνης, κεντρικό και ατέλειωτο αφού ένωνε πλέον την οδό  Βουλιαγμένης με τη παραλιακή μέσω Βοσπόρου και Δικηγορικών και είχε  οριοθετήσει και τα οικοδομικά τετράγωνα με μικρές τσιμεντένιες κολώνες. Οικόπεδα ‘’έκοβε’’ για όλα τα βαλάντια. Μεγάλα των 1.000 μ. περίπου, μεσαία των 500 μ. και μικρά των 280 μ. Αλλά και οι ίδιοι οι αγοραστές τεμάχιζαν το οικόπεδό τους σαν ήταν μεγάλο, μερικές φορές, για να πωλήσουν τα κομμάτια του είτε όλα είτε τα υπόλοιπα του ενός [συνήθως 2] το οποίο κρατούσαν για λογαριασμό τους. Κάτι μικρά οικόπεδα, των 250-280 τ. μ. σε αδιέξοδα, στενοσόκακα, που λέγονται ιδιωτικοί δρόμοι είναι αποτέλεσμα της κατάτμησης και εμπορευματοποίησης της περιοχής [ακόμη και σε αδύναμους  οικονομικά αγοραστές]. Όπως έχει σημειωθεί και παραπάνω η εταιρεία είχε αγοράσει αυτό το κομμάτι για να το πωλήσει με κέρδος. Δεν απευθύνθηκε σε αγοραστικό κοινό υψηλού εισοδήματος όπως η συνιδιοκτησία της Γλυφάδας αρχικά, δηλαδή σε δικηγόρους, γιατρούς, αστούς παραθεριστές κλπ. Η λεγόμενη σήμερα Νέα Ευρυάλη όπως και η γειτονική της,  νοτιανατολικά, Πανιωνία αλλά και η πάνω από την οδό Βουλιαγμένης περιοχή της Τερψιθέας κλπ. οικοπεδοποιήθηκαν για να πωληθούν σε κάθε δυνάμενο να αγοράσει έστω και με πολλές μηνιαίες δόσεις 2 και 3 ετών όπως και το μεγαλύτερο μέρος του λεκανοπεδίου προορίσθηκε  για να στεγασθούν οι επαρχιώτες μετανάστες που έρχονταν στην Αθήνα να δουλέψουν ως εργάτες ή υπάλληλοι. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι που συνήθως είχαν πωλήσει στο χωριό τους τα πατρογονικά κτήματα και ίσως και τα σπίτια τους και σε μικρή  σχετικά τιμή ή τα είχαν εγκαταλείψει εξαιτίας της ερήμωσης της υπαίθρου και της αστυφιλίας ερχόμενοι στην Αθήνα ήθελαν να  αποκτήσουν το δικό τους ‘’κεραμίδι’’. Δούλευαν στις οικοδομές, τα  εργοστάσια κλπ οι άνδρες και οι γυναίκες στα εργοστάσια ή ως  οικιακοί βοηθοί στα σπίτια [βλ.  παλιές ελληνικές ταινίες]. Έμεναν στις γειτονιές του κέντρου, οικογένειες ολόκληρες σε ένα δωμάτιο  ισόγειου σπιτιού με πολλά δωμάτια, ένα δωμάτιο για κάθε οικογένεια και κοινό αποχωρητήριο για όλους σε μία κοινή αυλή και νύχτα [αχάραγο] έφευγαν για τη δουλειά και νύχτα [με το σούρουπο] γύριζαν στο φτωχικό τους. [Οι εικόνες αυτές πολύ γνώριμες για τη Ψωροκώσταινα και τους Νεοέλληνες μετά τη Μικρασιατική καταστροφή και τον εμφύλιο επαναλαμβάνονται πάλι από τους ξένους εργάτες που έχουν κατακλύσει τη χώρα τη τελευταία δεκαπενταετία].

          Με το όποιο κομπόδεμα λοιπόν από το χωριό και τις σκληρές  οικονομίες από το μεροκάματο στην Αθήνα αγόραζαν με πολλές δόσεις οικόπεδα πχ στη Γούβα, στο Δουργούτι, στο Μπαρουτάδικο, στη  Κοκκινιά, στα Ταμπούρια, στη Λεύκα, στη Γαργαρέττα, στο Κατσιπόδι, στη Παλατιανή, στην Ανάκασα, στου Προμπονά, στη Νέα Ζωή, στη Γκράβα, στη Κολοκυνθού, στα Θυμαράκια, στη Χαραυγή  κλπ  γειτονιές δηλαδή γύρω από την Αθήνα και τον Πειραιά είτε για να κτίσουν σπίτι και να στεγασθούν είτε για προίκα της κόρης ή και εξασφάλιση των χρημάτων τους σε όσους ασφαλώς περίσσευαν και μπορούσαν να κάνουν αποταμίευση [που είχε αρχίσει να  ‘’καλλιεργείται’’ από τη πολιτεία].

          Οι έμποροι της γης διαφήμιζαν τα οικόπεδά τους με τις αφίσες, τις εφημερίδες αλλά και το ραδιόφωνο. Περιώνυμη έμεινε η φράση ‘’διαθέτει θέα, φως, νερό, τηλέφωνο’’ κι ας μην είχε τίποτε  από αυτά. Μεσίτες άνοιγαν γραφεία, οικοδομικοί συνεταιρισμοί ιδρύονταν για κάθε ειδικότητα εργαζομένων και η οικοδομή άνθιζε.

          Η Γλυφάδα ήταν ονομαστή όχι μόνο στους εργαζόμενους στο κέντρο της Αθήνας αλλά και στους επαρχιώτες και φυσικά όσο και αν ήταν μακριά από το κέντρο δεν απέφυγε την οικοπεδοποίηση, αντίθετα μάλιστα αφού αυτός ήταν και ο σκοπός των μεγαλοϊδιοκτητών της, να πωληθεί για το κέρδος.

          Έτσι  και η πάνω από τον Βόσπορο περιοχή, κατά τα ανατολικά του, οικοπεδοποιήθηκε από την ‘’Π. Λεούσης και Σία ΟΕ’’ για να πωληθεί σε εργαζόμενους και συνεταιρισμούς. Ο οικοδομικός πχ Συνεταιρισμός Τελωνειακών υπαλλήλων Πειραιώς-Αθηνών αγόρασε όλο το τετράγωνο μεταξύ των οδών Ισμήνης-Ροδόπης-Πύργου και Δημοκρατίας [τ. 50, αρ. 104 υποθηκοφυλακείου Π. Φαλήρου] και για να μοιράσει περισσότερα οικόπεδα στα μέλη του ενδιάμεσα του τετραγώνου άνοιξε μακρά αλλά αδιέξοδη οδό, τη σημερινή οδό  Ιφιγένειας [όπου και η κατοικία μου] η οποία φέρει μαζί με την οδό Δημοκρατίας και μόνες αυτές, για τη Νέα Ευρυάλη, όνομα από την αρχαιοελληνική φιλολογία.

          Η ιδιοκτήτρια εταιρεία είχε καταστρώσει για τη περιοχή ένα σχέδιο με δρόμους και οικοδομικά τετράγωνα. [Η περαιτέρω κατάτμηση σε μικρά ή μεγάλα οικόπεδα εξαρτιόταν και από τις οικονομικές  δυνατότητες των αγοραστών]. Όμως ένταξη στο σχέδιο δεν είχε γίνει και κατά συνέπεια η ανέγερση οικοδομών ήταν παράνομη [αυθαίρετη]. Ωστόσο η ανάγκη για απόκτηση κατοικίας [από όσους είχαν  οικόπεδο και πλήρωναν ενοίκιο για να μένουν σε άλλη γειτονιά ] ήταν μεγάλη και τα πρώτα αυθαίρετα ξεφύτρωσαν και στη περιοχή που σήμερα λέγεται Νέα Ευρυάλη. Το κρυφτούλι με τον χωροφύλακα που άλλοτε ήταν αυστηρός [ιδιαίτερα για τους μη εθνικόφρονες] και άλλοτε ‘’δεν έβλεπε’’ για λόγους που ο ίδιος γνώριζε πολύ καλά είχε αρχίσει και σε αυτή τη γειτονιά.

        Στη δεκαετία του ’50 χτίστηκαν 6-7 σπίτια, μικρός φυσικά αριθμός. Η απόσταση από την Αθήνα, η έλλειψη δρόμων και συγκοινωνίας θα πρέπει να θεωρηθούν βασικοί λόγοι. Κι από αυτά τα σπίτια τα περισσότερα τα έκτισε η εταιρεία. Το κόστος τους όσο περίπου άξιζε ένα μέσης έκτασης οικόπεδο. Και οι πρώτοι κάτοικοι Παλιοελλαδίτες και κάποιος Κρητικός. Τα σπίτια φυσικά ήταν μικρά, με τους  χρειώδεις μόνο χώρους, ένα χωλ, μία κουζίνα, ένα ή δύο υπνοδωμάτια και ένα αποχωρητήριο με βόθρο βεβαίως. Τα έκτιζαν με πέτρες και στο μεγαλύτερο μέρος με πλίνθους. Φυσικά και δεν είχαν κολώνες από μπετόν και είναι φανερό ότι δεν υπήρχε πολεοδομική άδεια. Η στέγη με κεραμίδια ή τσιμεντένια πλάκα. Και τα θεμέλια γερά πάνω στο βράχο. Για τα θεμέλια και το βόθρο έπρεπε να σπάσουν το βράχο σε αυτό τον ξερότοπο της Γλυφάδας. Η εκσκαφή ήταν δύσκολη επειδή το έδαφος ήταν πετρώδες, μηχανήματα δεν υπήρχαν και οι  εργασίες γίνονταν κρυφά. Έσκαβαν λοιπόν ή μάλλον ορθότερα  έσπαγαν τη πέτρα με το σφυρί κτυπώντας το καλέμι και αυτή η δουλειά απαιτούσε πολλές-πολλές ημέρες και ήταν σκληρή και  επίπονη. Αρχαία ωστόσο δεν βρήκαν στο έδαφος [αλλά ούτε και ως τις τώρα εκσκαφές βρέθηκαν σε αυτή τη περιοχή]. Με τον ίδιο κόπο άνοιγαν λάκκους για να φυτέψουν και δένδρα ή για να δημιουργήσουν βάθος στην αυλή, να ρίξουν χώμα και να φτιάξουν κήπο ώστε να φυτέψουν λαχανικά. Χώμα έπαιρναν από το ρέμα ή το αγόραζαν. Κατά την  εκσκαφή και το σκάψιμο εύρισκαν και τις ρίζες των  δένδρων του  προπολεμικού δάσους που είχε υλοτομηθεί στη διάρκεια της κατοχής.

          Οι πρώτοι κάτοικοι δεν απαρνήθηκαν τις γεωργικές συνήθειες των χωριών τους. Και στη νέα τους κατοικία είχαν τον κήπο τους με λουλούδια και προπάντων λαχανικά για τη διατροφή τους καθώς και κότες και μερικοί και 2-3 κατσίκες που τις έβοσκαν στα γειτονικά  οικόπεδα και τα ρέματα. Σε μερικά σπίτια οι ιδιοκτήτες άνοιξαν στο κήπο τους πηγάδι για την ύδρευσή τους. Τα υπόγεια νερά όπως έχει σημειωθεί αφθονούν στη περιοχή. Και όσοι δεν είχαν δικό τους πηγάδι αγόραζαν νερό από τους νερουλάδες του Βοσπόρου. Στη δεκαετία του ’60 η ΟΥΛΕΝ θα επεξέτεινε το δίκτυο της και η περιοχή θα αποκτούσε και ηλεκτρικό ρεύμα που θα ‘’ερχόταν’’ με κολώνες από τη Τερψιθέα. Το 1958 [τ. Β, αρ. 388 υποθηκοφυλακείου Π. Φαλήρου] είχε ονοματοδοτηθεί η [αγροτική] οδός Ροδόπης και αργότερα και οι κάθετοι σε αυτήν. Οι πρώτοι κάτοικοι, λιγοστοί άλλωστε για αρκετά χρόνια, δούλευαν είτε στις γειτονικές πλούσιες συνοικίες των Δικηγορικών, της  Γλυφάδας και του Ελληνικού είτε στην Αθήνα. Συγκοινωνιακά  εξυπηρετούνταν από ένα λεωφορείο που έφευγε το πρωί από τη Γλυφάδα και τον Βόσπορο δια της οδού Βουλιαγμένης και γύριζε το βράδυ.

          Όσο περνούσε ο καιρός οι αγοραπωλησίες οικοπέδων της  περιοχής αυξάνονταν. Η εταιρεία ‘‘Π. Λεούσης και Σία ΟΕ’’ για να διαφεντεύει τα οικόπεδά της άρχισε να τα περιφράζει με συρματοπλέγματα  και δενδροφυτεύει θεωρώντας ότι η ιδιοκτησία της απλωνόταν όχι ως την όχθη του ρέματος αλλά ως τον άξονα του [σε ένα ρέμα που το πλάτος του κυμαινόταν από 15 ως 40 μέτρα]. Μερικές ελιές που διασώζονται ακόμη μέσα στο ρέμα είναι δείγματα της απόπειρας ιδιοποίησης του. Εναντίον της εστράφησαν οι κάτοικοι και ο δήμος Γλυφάδας για να περισώσουν τους ελεύθερους χώρους. Η περιοχή αποκτούσε κάποιο ενδιαφέρον …

 

15.     H επέκταση του αεροδρομίου

           Με το β. δ. της 10-12-1948, ΦΕΚ 317 Α, μετά και την υπ’ αρ. 532/2-6-1948 πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου, κηρύχθηκε αναγκαστική απαλλοτρίωση για την επέκταση του αεροδρομίου σε έκταση 475.000 τετρ. μ. στις περιφέρειες των πρώην κοινοτήτων Ελληνικού και  Κομνηνών.  Με το β. δ. της 17-3-1950, ΦΕΚ 82 Α, μετά και την υπ’ αρ. 136/15-2-1950 πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου  απαλλοτριώθηκαν 210.000 τετρ. μ. για την επέκταση της ζώνης προσγείωσης 16-34 του αερολιμένα Ελληνικού. Με την υπ’ αρ. 551/21-3-1957 πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου ΦΕΚ 72 Α, απαλλοτριώθηκε έκταση 470.000 τετρ. μ. ‘’μετά των επ’ αυτής κτισμάτων αποτελουμένη εξ 107 τεμαχίων και φερομένης ως ανηκούσης εις διαφόρους αποκατασταθέντας αστογεωργικώς πρόσφυγας και γηγενείς ακτήμονας  μηδόλως αποζημιωθέντας…’’.

          Ως το 1957 η αεροπορική εταιρεία ΤΑΕ εκτελούσε τα αεροπορικά δρομολόγια. Το 1957 ο Αριστοτέλης Ωνάσης, ο δαιμόνιος αυτός Μικρασιάτης πρόσφυγας που έγινε θρύλος, δημιούργησε την  Ολυμπιακή και απέκτησε το μονοπώλιο των αερογραμμών από το  Ελληνικό Δημόσιο. ‘’Από αύριο το τιμόνι της πολιτικής ελληνικής αεροπορίας θα το κρατά ένας στιβαρός βραχίων … Μία νέα εταιρεία με το υπερήφανο όνομα ‘’Ολυμπιακή Αεροπορία’’ εγκαινιάζει από αύριον την έναρξιν των εργασιών της και ύστερα από ολίγον καιρόν οι διεθνείς αιθέρες θα φωτισθούν με το γαλανό φέγγος των  Ελληνικών πτερών’’. [Η Βραδυνή, 5-4-1957]. Πλην όμως το αεροδρόμιο του Ελληνικού εθεωρείτο από τότε ακατάλληλο για αεριωθούμενα και αναζητείτο τοποθεσία στη περιοχή Μεγάρων για τη κατασκευή νέου [Απογευματινή, 11-5-1957]. Σκέψεις για μεταφορά του αεροδρομίου είχαν δει το φως της δημοσιότητας και πρότερον. Το Ελληνικό εθεωρείτο μικρό. Ωστόσο οι απαλλοτριώσεις συνεχίσθηκαν.

          Με το β. δ. της 7-10-1958, ΦΕΚ 175 Α, απαλλοτριώθηκαν για την επέκταση του διαδρόμου προσγείωσης 16-34 αερολιμένος  Ελληνικού   α] έκταση 398.250 τετρ. μ. μετά των επί αυτής κτισμάτων και β] έκταση 15.600 τετρ. μ. ‘’κειμένων κατά τα μεσημβρινά όρια της περιοχής του αεροδρομίου’’. Ίσως είναι [κατά πως φαίνεται] η πρώτη απαλλοτρίωση σε έδαφος της Γλυφάδας, η πρώτη φορά που το αεροδρόμιο ξεπερνά το ρέμα και επεκτείνεται και μέσα στη Γλυφάδα ανάμεσα στο Βόσπορο και τα Δικηγορικά. [Και σημειώνομε ‘’κατά πως φαίνεται’’ επειδή το τοπογραφικό σχεδιάγραμμα της απαλλοτρίωσης δεν το βρήκα].

          Ο διάδρομος προσγείωσης-απογείωσης θεωρούμενος μικρός πλέον προγραμματίσθηκε να επεκταθεί. Επεκτάθηκε, όπως σημειώθηκε και στη Γλυφάδα, ανάμεσα στους οικισμούς Βοσπόρου και Δικηγορικών και έφθασε στο ρέμα της σημερινής οδού Προνόης [Καραμανλή] δηλαδή στο σημερινό έσχατο νότιο άκρο του. Για την επέκταση απαλλοτριώθηκαν μερικά οικόπεδα με σπίτια γιατί ήδη είχαν κτισθεί σπίτια ανάμεσα στον Βόσπορο και τα Δικηγορικά [εντός σχεδίου], όπως έχομε σημειώσει, τα οποία ένωναν ουσιαστικά τους δύο οικισμούς. Και επειδή οι απαλλοτριωθείσες εκτάσεις στα πλευρά τους, στην οριογραμμή, ακολουθούσαν τεθλασμένη γραμμή [για διάφορους λόγους κυρίως από ενστάσεις των ιδιοκτητών] με την υπ’ αρ. Σ 5772/3255/21-5-1960, ΦΕΚ 75 Δ, απόφαση επιτροπής εξ Υπουργών απαλλοτριώθηκε έκταση 7.156 τετρ. μ. για την  ευθυγράμμιση της οριογραμμής με τροποποίηση του β. δ. της 7-10-1958, ΦΕΚ 175 Α, [βλ ανωτέρω]. Με το β.δ. της 18-2-1959, ΦΕΚ 50 Α/18-3-1959, απαλλοτριώθηκαν επίσης 13 στρέμματα παρά την οδό Αθηνών-Βουλιαγμένης

          Με το β. δ. της 26-7-1959 ΦΕΚ 178 Α, μετά και την 947/1959 πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου και την 984/1959 πράξη της εξ  Υπουργών επιτροπής, απαλλοτριώθηκε για τις ανάγκες του αεροδρομίου Ελληνικού έκταση 97.000 τετρ. μ.  ‘’μετά των επ΄ αυτής κτιρίων, φυτείας και λοιπών εγκαταστάσεων, φερομένης ως ιδιοκτησίας του Κολλεγίου θηλέων Ελληνικού’’. Έτσι μετά από αυτό, ύστερα από λίγο, το Αμερικάνικο  κολλέγιο μετακόμισε για τα βόρεια προάστια της Αθήνας και στη θέση του εγκαταστάθηκε η Υπηρεσία Πολιτικής  Αεροπορίας [ΥΠΑ].

          Ήδη σημαντικές εκτάσεις είχαν απαλλοτριωθεί και για την εκπόνηση της μελέτης και την επίβλεψη των έργων κατασκευής του  αεροδρομίου το Ελληνικό Δημόσιο υπέγραψε στις 6-4-1960 σύμβαση με την  Αμερικάνικη εταιρεία AMMANN AND WHITNEY  [βλ. κατωτέρω]. Η ίδια εταιρεία είχε αναλάβει και τη κατασκευή αντλιοστασίου στη λίμνη  Υλίκη [ν. δ. 3900/1958, ΦΕΚ 195 Α].

          Με την υπ΄ αρ. 78/5-5-1960 πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου, ΦΕΚ 64 Δ, απαλλοτριώθηκε  έκταση 656.604 τετρ. μ. για την  ανέγερση μεγάλου, σύγχρονου κτιρίου αεροσταθμού διεθνών συγκοινωνιών και κατασκευή σημαντικών εγκαταστάσεων [δαπέδων, στάθμευσης αεροσκαφών, υποστέγων, συνεργείων, διαφόρων κτιρίων, εγκαταστάσεων αποθήκευσης και διανομής καυσίμων κλπ] του  αερολιμένος  Ελληνικού. Κατόπιν αυτού ανηγέρθη, βραδύτερα, το κτίριο του ανατολικού  αεροδρομίου [γραμμών εξωτερικού]. Οι απαλλοτριώσεις για το  αεροδρόμιο στη περιοχή Ελληνικού είχαν ουσιαστικά τελειώσει. Οι  απαλλοτριώσεις ωστόσο δεν σταμάτησαν αλλά συνεχίσθηκαν στις  γειτονικές με το Ελληνικό περιοχές, το Καλαμάκι και τη Γλυφάδα.

          Με την υπ’ αρ. 130/13-9-1961 πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου, ΦΕΚ 110  Δ,  απαλλοτριώθηκαν για εγκατάσταση διαφόρων  αεροναυτιλιακών βοηθημάτων και δη εγκατάστασης συστήματος τυφλής προσγείωσης με όργανα, α] έκταση 101.200 τετρ. μ. μετά των  επ’ αυτής κτισμάτων στη περιοχή Αλίμου της κοινότητας Καλαμακίου, β] έκταση 11.650 τετρ. μ. μετά των επ’ αυτής κτισμάτων στη περιοχή Βοσπόρου  και γ] έκταση 25.655 τετρ. μ. μετά των επ’ αυτής  κτισμάτων παρά τον συνοικισμόν Δικηγορικών Γλυφάδας. Είναι η πρώτη πράξη, εξ όσων γνωρίζομε, στην οποία  μνημονεύονται ρητά ο Βόσπορος και τα Δικηγορικά.

          Με την υπ’ αρ. Δ 9824/7193/5-11-1962 κοινή απόφαση των  Υπουργών Οικονομικών και Δημοσίων ΄Εργων, ΦΕΚ 149 Δ, απαλλοτριώθηκε έκταση 15.164 τετρ. μ. στη περιοχή  Αλίμου για την επέκταση των πλευρικών διαστάσεων του αερολιμένος Ελληνικού.

Είναι φανερό ότι κατά τις επεκτάσεις [που σημειώσαμε ως τώρα ή αυτές που παρακάτω αναγράφονται] δεν έλειψαν και τα απρόοπτα. Α] Η ταχύτητα με την οποία κινήθηκαν οι αρχές για να εκκενώσουν ορισμένες κατοικίες για λόγους ασφαλείας γύρω από το αεροδρόμιο και να διαμορφώσουν το χώρο ώστε να καταστεί δυνατή η  προσγείωση του τεράστιου αεροπλάνου του προέδρου των ΗΠΑ Ντουάιτ Αϊζενχάουερ τα φτερά μάλιστα του οποίου αεροπλάνου σχεδόν ‘’έξυναν’’ παρακείμενες κατοικίες. [Δεκέμβριος 1959]. Β]  Η επιτυχής άσκηση από δικηγόρο των δικονομικών ενστάσεων επιβράδυνσης των απαλλοτριώσεων,  ιδιαιτέρως μάλιστα για το ακίνητό του και η επιτυχία του σε  μεγαλύτερη χρηματική ικανοποίηση. Γ] Τα εμπόδια που προέβαλαν οι ιδιοκτήτες των υπό απαλλοτρίωση ακινήτων και με τη φυσική τους ακόμη παρουσία καθώς δεν  εγκατέλειπαν τα σπίτια τους ή επανέρχονταν και παρέμεναν σε αυτά κλπ.

          Και έτσι για την επέκταση του αεροδρομίου απαλλοτριώθηκαν μεγάλες εκτάσεις του Ελληνικού [4.800 στρέμματα μόνο στο Ελληνικό]. Οι κάτοικοι μετακόμισαν και σκόρπισαν σε άλλες περιοχές  και αφού αποζημιώθηκαν τα σπίτια τους γκρεμίσθηκαν. Η περιοχή ισοπεδώθηκε. Ένα ωραίο προάστιο όπως το Ελληνικό σε μεγάλη έκταση εξαφανίσθηκε.

          Σήμερα έχουν απομείνει κάποια μικρά τμήματα κάτω και πάνω από το αεροδρόμιο που λέγονται Κάτω και Άνω Ελληνικό και βρίσκονται μεταξύ παραλιακής λεωφόρου και λ. Βουλιαγμένης. Η πάνω από τη λ. Βουλιαγμένης περιοχή καλείται Σούρμενα, όπως έχει σημειωθεί.

          Όσο για το αρχαίο κτίριο, το καλούμενο Ελληνικό [μέρος μάλλον αρχαίου νεκροταφείου ή τείχους], δίπλα στο ρέμα, απέναντι από τον Βόσπορο, αυτό φωτογραφήθηκε, αποτυπώθηκε σε σχεδιάγραμμα, αριθμήθηκαν τα μέλη του, αποσυναρμολογήθηκαν, μεταφέρθηκαν στο Κολλέγιο [σημερινή Υπηρεσία Πολιτικής Αεροπορίας] και εκεί κοντά, δεξιά στην είσοδο και τη παραλιακή λεωφόρο,  επανατοποθετήθηκαν και έγινε όπως ακριβώς ήταν πριν. [Όποιος περνά στη λεωφόρο Ποσειδώνος, με πορεία προς Αθήνα, μπορεί να το ιδεί ανάμεσα στη πυκνή βλάστηση του τοπίου και να σχηματίσει συνάμα και μία εικόνα του πως ήταν παλιά η περιοχή αλλά και η Γλυφάδα, ως δάσος].

          Αυτό το κτίριο θα πρέπει να επανατοποθετηθεί στη παλιά του θέση όταν γίνουν τα έργα κατασκευής του μητροπολιτικού πάρκου στο Ελληνικό. Πρέπει να προβλεφθεί και να ενταχθεί στο σχέδιο  υλοποίησης του έργου. Όπως το μετέφεραν από τη θέση του για την  επέκταση του αεροδρομίου τώρα που εξέλιπαν οι λόγοι μεταφοράς να το επαναφέρουν στην αρχική του θέση.

 

16.     Το  γκολφ

          Το απέραντο δάσος της Γλυφάδας εξαιτίας, όπως είδαμε, της  υλοτομίας και προεχόντως της οικοπεδοποίησης συνεχώς οδηγείτο σε συρρίκνωση. Και ό,τι είχε απομείνει η συνιδιοκτησία, θεωρώντας το ως ιδιοκτησία της, σκόπευε να το τεμαχίσει και πωλήσει. Είχε  δωρίσει τμήματα του δάσους στο Αμαλίειο Ορφανοτροφείο, στις καλόγριες του τάγματος Ιωσήφ, στην εταιρεία ύδρευσης και στο δημοτικό σχολείο Σουρμένων μάλλον για λόγους τακτικής και εξυπηρέτησης των συμφερόντων της και συνάμα με πρόσχημα την αποκατάσταση  μελών διαφόρων προσφυγικών συνεταιρισμών [και ιδία της Πανιωνίας] επεδίωκε τη πλήρη οικοπεδοποίηση του δάσους.

          Σε αυτή τη προσπάθειά της βρήκε αντίθετους τους κατοίκους και το κοινοτικό συμβούλιο Γλυφάδας που αγωνίζονταν να διασώσουν τα απομεινάρια του δάσους αναγνωρίζοντας την αξία και τη σημασία του για αυτούς. Μάλιστα με την υπ’ αρ. 19/13-3-1933 απόφασή του το κοινοτικό συμβούλιο χαρακτήριζε το όσο απέμεινε δάσος ως ΑΛΣΟΣ ΤΟΥ ΛΑΟΥ. Τελικά με το υπ’ αρ. 42053/1958 συμβόλαιο του  συμβολαιογράφου Αθηνών Γαρταγάνη αναγνωρίσθηκε ως κοινόχρηστος χώρος.

          Το άλσος  έχει τη δική του ιστορία.

          Στην άκρη του, δίπλα στο ρέμα, πρωτοεγκαταστάθηκαν οι  πρόσφυγες. Βοσκότοπος παρέμεινε ως τα μισά σχεδόν του εικοστού αιώνα. [‘’Ύστερα ακούστηκαν βελάσματα από τη μεριά της Γλυφάδας-από το δασάκι της-θα είναι από το κοπάδι, από το χειμαδιό των  τσοπάνηδων’’, Μ. Ιορδανίδου, Σαν τα τρελά πουλιά, σελ. 175]. Στη κατοχή οι Γερμανοί έκρυβαν τα αεροπλάνα, τα αυτοκίνητα και τα καύσιμά τους και μετά την απελευθέρωση στο κάτω άκρο του Άγγλοι στρατιώτες στρατοπέδευσαν ως το 1947. Ύστερα εγκαταστάθηκαν εκεί λόχος της ΕΣΑ, των ΣΕΜ με τα άλογά τους και η σχολή μαγείρων ως το 1955. Σαν έφυγαν οι στρατιώτες κατασκευάσθηκε γήπεδο και στεγάσθηκε το γυμνάσιο ως το 1974 και ακολούθως η υπηρεσία  καθαριότητας ενώ δημιουργήθηκαν και άλλες αθλητικές εγκαταστάσεις.

          Το μεγαλύτερο μέρος του άλσους, το πάνω [ΒΔ] του στρατοπέδου για να το περισώσει ο δήμος Γλυφάδας το περιέφραξε με τα  συρματοπλέγματα που άφησαν οι Άγγλοι παρά τις αντιδράσεις της  συνιδιοκτησίας και ύστερα από μακρές διαμάχες. ΄Ο,τι απέμεινε λοιπόν από το απέραντο δάσος της Γλυφάδας είναι σήμερα το γκολφ. [Μάλιστα μερικοί κάτοικοι της περιοχής θεωρούν το γκολφ ως δάσος της Γλυφάδας ενώ το δάσος ήταν πολύ ευρύτερο, κάλυπτε όλη τη Γλυφάδα].

        Παλαιότερα κάπου εκεί στα 1930 ξένοι διπλωμάτες με τους αστούς εδώ φίλους τους, έπαιζαν γκολφ σε ένα άπλωμα κατά τον Άγιο  Κοσμά περνώντας αμέριμνα τα απογεύματά τους. Κάθε αγωνιστική συνάντηση τους εξελισσόταν σε κοσμικό γεγονός και η υψηλή  αθηναϊκή κοινωνία κατηφόριζε στην ακρογιαλιά. Μετά μερικά χρόνια  έπαιζαν σε ιδιωτικό κτήμα στη Βαρυπόμπη.

          Το 1962 ο δήμος Γλυφάδας παραχώρησε το άλσος στον ΕΟΤ για 30 χρόνια με την υποχρέωση να κατασκευάσει γήπεδο γκολφ 18  τρυπών όπως και έγινε με βάση το σχέδιο του Σκωτσέζου αρχιτέκτονα γηπέδων D. Harradine. Το 1966 ιδρύθηκε ο όμιλος γκολφ Γλυφάδας [Ο.Γ.Γ. Αθηνών] στον οποίον ο ΕΟΤ ανέθεσε τη διαχείριση του  γηπέδου. Το 1979 διοργανώθηκε στη Γλυφάδα το παγκόσμιο  πρωτάθλημα γκολφ, το 1991 οι μεσογειακοί αγώνες γκολφ και το 1992 απεδόθη το γήπεδο στον δήμο που ίδρυσε τη δημοτική επιχείρηση γκολφ και δέχθηκε και παιδιά για δωρεάν μαθήματα [ακαδημία γκολφ] ανοίγοντας έτσι τις πύλες του και στο ευρύ κοινό επιχειρώντας να καταστήσει το άθλημα λαϊκό γιατί ως τότε ήταν αριστοκρατικό, μία κλειστή λέσχη επωνύμων. [Τελευταία γίνονται και μαθήματα αντισφαίρισης].

        Το γκολφ της Γλυφάδας είναι διεθνών προδιαγραφών, έχει έκταση 600 στρεμμάτων δάσους, έχει 18 διαδρόμους συνολικού μήκους 6.161 μέτρων στρωμένους με γρασίδι. Από τους 18 διαδρόμους 4 είναι 3 χτυπημάτων, 4 είναι 5 χτυπημάτων και οι υπόλοιποι 10 είναι 4 χτυπημάτων. Το γκολφ εκτός από άθλημα παρέχει τη δυνατότητα περιπάτου και συζήτησης μεταξύ των παικτών μέσα στη φύση. Πριν λίγα χρόνια[1997] κατά τις θεομηνίες αρκετά δένδρα  ξεριζώθηκαν αλλά έγινε αμέσως μετά αναδάσωση του χώρου. Τελευταία το γκολφ έλαβε το όνομα του Κ. Καραμανλή επειδή ήταν ένας από τους πιο επώνυμους παίκτες του [και μετονομάσθηκε και η έξω από αυτό οδός Προνόης σε  Καραμανλή]. Το γκολφ διαθέτει άφθονα υπόγεια νερά και ποτίζεται από  γεωτρήσεις. Μέσα στο γκολφ υπάρχει η εκκλησία του Αγίου Δημητρίου.   

          Τα τελευταία χρόνια αρκετά γήπεδα γκολφ κατασκευάσθηκαν σε πολλές επαρχιακές πόλεις και τουριστικά θέρετρα και το άθλημα γνωρίζει σημαντική άνθηση σε ευρύτατα στρώματα του πληθυσμού.

          Στο μεταξύ από το 1955 στην άκρη των λουτρών λειτουργούν τα Αστέρια της Γλυφάδας, περιώνυμο νυχτερινό κέντρο της κοσμικής Αθήνας ως ιστορική συνέχεια της πλαζ.

          Τα Αστέρια και το γκολφ είχαν υπερτοπική σημασία. Απευθύνονταν στα υψηλά εισοδήματα της πρωτεύουσας και προσέδιδαν στη  Γλυφάδα πανελλήνια φήμη.

 

                            17. Η επέκταση του σχεδίου πόλης

          Κατά τα τέλη της δεκαετίας του ΄50, όπως είδαμε, στη περιοχή μεταξύ Βοσπόρου και οδού Βουλιαγμένης κτίστηκαν κάποιες  κατοικίες. Η αυθαίρετη δόμηση συνεχίσθηκε με αργούς ρυθμούς και στις αρχές της επόμενης δεκαετίας ενώ οι μεταβιβάσεις οικοπέδων από την ‘’Π. Λεούσης και Σία ΟΕ’’ δεν σταμάτησαν. Επαρχιώτες  μετανάστες ήσαν οι περισσότεροι αγοραστές  που είτε έρχονταν από το χωριό τους είτε είχαν εγκατασταθεί σε βιομηχανικές περιοχές της Αθήνας, σε νοικιασμένα δωμάτια και ζητούσαν να αποκτήσουν το δικό τους σπίτι.

        Με το β. δ. της 11-6-1965, ΦΕΚ 105 Δ, ‘’εγκρίνεται η τροποποίησις και επέκτασις του ρυμοτομικού σχεδίου Γλυφάδος εις περιοχήν  Ευρυάλης’’ [βλ και απόφαση 138/1964 δημοτικού συμβουλίου  Γλυφάδας]. Κατά το διάταγμα επιβάλλεται προκήπιο 4 και 6 μέτρων, ελάχιστα όρια οικοπέδων, πρόσωπο 16 μέτρων, βάθος 20 μ. και  εμβαδόν 600 τετρ. μ. ενώ στα κατά παρέκκλιση ελάχιστο πρόσωπο 12 μ. βάθος 18 μ. και εμβαδόν 280 μ. Μέγιστο ποσοστό κάλυψης των  οικοπέδων το 1/3 της επιφάνειάς τους και στα κατά παρέκκλιση ½  χωρίς όμως η καλυπτόμενη επιφάνεια να υπερβαίνει τα 200 μ. Οικοδομικό σύστημα ορίζεται το πανταχόθεν ελεύθερο με πλάγιες και οπίσθιες αποστάσεις 3 μ. και στα κατά παρέκκλιση 2 μ.

          Με την επέκταση εντάχθηκε στο σχέδιο ένα τμήμα της σημερινής Νέας Ευρυάλης αν και το δημοτικό συμβούλιο Γλυφάδας με την  υπ΄ αρ. 138/1964 απόφασή του είχε εκφράσει ‘’ την ευχήν όπως  συμπεριληφθή ολόκληρος η έκτασις της ως άνω συνοικίας’’.

          Η περιοχή που εντάχθηκε περιλαμβανόταν μεταξύ της οδού  Βουλιαγμένης ανατολικά και μίας ανύπαρκτης σήμερα οδού, δυτικά, που  ονομάσθηκε οδός Φλέσσα, παράλληλης σχεδόν προς τη λεωφόρο Βουλιαγμένης, η οποία άρχιζε βόρεια από το σημείο που η σημερινή οδός Ρεθύμνου συναντάται με το ρέμα και κατέληγε νότια στο άλσος [σημερινό γκολφ]. Βόρεια της περιοχής που εντάχθηκε στο σχέδιο βρισκόταν το ρέμα και νότια η σημερινή οδός Μιαούλη. [Τοπογραφικό του σχεδίου επέκτασης παραθέτομε στην αρχή του βιβλίου].

          Όπως παρατηρούμε: 1] Στο σχέδιο εντάχθηκαν τα οικόπεδα των καθέτων οδών επί της Ισμήνης και Ροδόπης δηλαδή Θάσου, Ικαρίας, Ηρακλείου, Ηλείας, Χαρ. Τρικούπη, Ρεθύμνου και τμήματος της  Αϊδινίου καθώς και τα οικόπεδα επί των οδών Σπάρτης και Μιαούλη και των καθέτων τους οδών.

  2] Η οδός Βουλιαγμένης διαπλατύνεται αισθητά ενώ στο Ελληνικό παραμένει αρκετά στενή [βλ. στο σχεδιάγραμμα το σημείο όπου συναντάται με το ρέμα].

  3] Η πάνω από την οδό Βουλιαγμένης περιοχή σημειώνεται ως Τερψιθέα  και ένα μικρό της τμήμα εντάσσεται στο σχέδιο. Το  υπόλοιπο είχε ενταχθεί από το 1934.

  4] Νοτιανατολικά της περιοχής που εντάχθηκε στο σχέδιο σημειώνεται η περιοχή Πανιωνία [Παν-Ιωνία] από το σύλλογο οικιστών που έφερε το όνομα Πανιωνία σε ανάμνηση της Ιωνίας της Μ. Ασίας.

  5] Νοτιότερα της Πανιωνίας σημειώνεται περιοχή Ευρυάλη και στη περιοχή του τοπογραφικού της υπό ένταξη περιοχής σημειώνεται ‘’επέκτασις Ευρυάλης’’ [Όλη η Γλυφάδα, ως έχει σημειωθεί, εκαλείτο και Ευρυάλη].

  6] Στη περιοχή που εντάχθηκε στο σχέδιο δηλαδή στο τοπογραφικό απο- τυπώνονται και οι ως τότε [1965] υπάρχουσες κατοικίες [καθώς και στο υπόλοιπο, δυτικό τμήμα, που δεν εντάχθηκε στο σχέδιο].

  7] Τέλος στο τοπογραφικό αποτυπώνεται και ο Βόσπορος και καθορίζεται σαφώς η θέση του [για την ενημέρωση του αναγνώστη].

          Έτσι όμως που έγινε η επέκταση του σχεδίου ως την οδό Ρεθύμνου ή μάλλον την οδό Φλέσσα δηλαδή ευθυγράμμιση με τα στο δυτικό τμήμα του Άνω Ελληνικού σπίτια και το άλσος [και αυτό από το  τοπογραφικό διαφαίνεται] δινόταν η εντύπωση δεδομένου ότι είχαν αρχίσει απαλλοτριώσεις και στον Βόσπορο ότι το κάτω μέρος της σημερινής Νέας Ευρυάλης που δεν εντάχθηκε στο σχέδιο θα  απαλλοτριωνόταν [προς ανησυχία των ιδιοκτητών] και αυτό για την επέκταση του αεροδρομίου.

          Μετά την επέκταση του σχεδίου πόλης θα ακολουθήσει νόμιμα πλέον αλλά με αργούς ρυθμούς ανοικοδόμηση.

          Λίγο μετά θα κτιστεί η πρώτη πολυκατοικία στην οδό Ισμήνης [κοντά στην Ηλείας] και θα ακολουθήσουν και άλλες. [Η ανέγερση πολυκατοικιών, η οικιστική ανάπτυξη της υπόλοιπης Γλυφάδας και ιδία του κέντρου της που είχε αρχίσει ενωρίτερα δεν εξετάσθηκε και δεν απετέλεσε αντικείμενο έρευνας της παρούσας εργασίας όπως δεν εξετάσθηκε και η νεότερη ιστορία της].

          Η χρυσή εποχή της αντιπαροχής, της πολυκατοικίας και του  διαμερίσματος άρχιζε και για τη περιοχή αυτή της Γλυφάδας.

 

 

18.     Αποχαιρετισμός στον Βόσπορο

          Όμως η επέκταση του αεροδρομίου δεν τελείωσε και έτσι οι απαλλοτριώσεις συνεχίσθηκαν πλέον στη περιοχή του Βοσπόρου.

        Με την υπ’ αρ. Δ 391/408/27-1-1965, ΦΕΚ  22 Δ, κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δημοσίων Έργων, απαλλοτριώθηκε έκταση  6.756,30 τετρ. μ. για την επέκταση των ανατολικών ορίων του αερολιμένος Ελληνικού. Με την υπ’ αρ. Δ 11255/7844/25-11-1965, ΦΕΚ 185 Δ, κοινή απόφαση των ιδίων ως άνω Υπουργών  απαλλοτριώθηκε έκταση 44.800 τετρ. μ. για την επέκταση ομοίως των  ανατολικών ορίων του αεροδρομίου.

          Και οι δύο απαλλοτριώσεις [ίσως να] αφορούν και τον Βόσπορο ή μέρος του. [Και σημειώνεται ‘’ίσως’’ γιατί δεν κατέστη δυνατόν να εξετάσομε τα σχεδιαγράμματα των δύο ανωτέρω αποφάσεων].

          Τέλος με την υπ’ αρ. Δ 3609/3092/11-4-1968, ΦΕΚ 80 Δ, κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δημοσίων Έργων, απαλλοτριώθηκε έκταση 85.363 τετρ. μ. στη περιοχή Βοσπόρου για την επέκταση των ανατολικών ορίων του αεροδρομίου.

          Στη παραπάνω απόφαση ο Βόσπορος μνημονεύεται ρητά σε αντίθεση με τις δύο προηγούμενες [που υπολογίζομε ότι τον  αφορούν].

          Οι απαλλοτριώσεις λοιπόν είχαν σχεδόν τελειώσει. Θα ακολουθούσε άλλη  μία για 20 στρέμματα στα Δικηγορικά. Τα έργα ωστόσο δεν προχωρούσαν ή μάλλον γίνονταν με μεγάλη βραδύτητα. ‘’Το αεροδρόμιον επεκτείνεται … συντάχθηκε προμελέτη για επέκταση’’ έγραφε η εφημερίδα Απογευματινή στις 11-4-1968 και στις 6-6-1968 σημείωνε  ‘’Εντός του 1968 θα αρχίσουν τα έργα επεκτάσεως του κυρίου διαδρόμου προσγειώσεως κατά 150 μ. ως και της αναπτύξεως του δυτικού τροχοδρόμου’’ [ Ωστόσο την ίδια ημερομηνία στην ίδια εφημερίδα διαβάζομε ότι υπεδείχθη ο χώρος των Σπάτων  για τη δημιουργία αεροδρομίου ‘’δια την ιδιωτικήν  αεροπορίαν’’. Το αεροδρόμιο του Ελληνικού παρά τις επεκτάσεις και ενώ τα έργα δεν είχαν ξεκινήσει ουσιαστικά εθεωρείτο πλέον μικρό].

          Με τον ΑΝ 620/11-11-1968,ΦΕΚ 264 Α, ‘’Κυρούνται και έχουσιν ισχύν νόμου…αι μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και της εν Νέα Υόρκη εδρευούσης ΑΜΜΑΝΝ  ΑΝD WHITNEY από  α] 6 Απριλίου 1960, β] 22 Αυγούστου 1963, γ] 17 Απριλίου 1965 και δ] 6 Σεπτεμβρίου 1966, τέσσαρες συμβάσεις διά την εκπόνησιν μελέτης και επίβλεψιν της κατασκευής των έργων αναπτύξεως του αερολιμένος Ελληνικού και δη επέκτασιν διαδρόμου, νέου τροχοδρόμου, δαπέδου διεθνών σταθμεύσεων, εγκαταστάσεων υδρεύσεως, αποχετεύσεως, καυσίμων, λεωφόρου προσπελάσεως’’.

          Για να ξεκινήσουν όμως τα έργα ο Βόσπορος έπρεπε να εκλείψει. Οι Βοσποριώτες πήραν μικρές αποζημιώσεις με βάση την αξία του ακινήτου τους και εκείνου που μπορούσαν να αγοράσουν. Δεν ήθελαν να φύγουν. Κάποιοι έφυγαν και ξαναγύρισαν. Πήγαν στα υπουργεία για να διαμαρτυρηθούν που έχαναν τα σπίτια τους. Δεν εισακούσθηκαν. Αγόρασαν οικόπεδα ή διαμερίσματα στη Νέα Ευρυάλη, στην υπόλοιπη  Γλυφάδα, στα Σούρμενα και σε άλλες συνοικίες της  Αθήνας και έτσι διασκορπίστηκαν. Το θέρος του 1969 είχαν φύγει όλοι. Ο Βόσπορος είχε αδειάσει. Οι κάτοικοί του ξαναγίνονταν πρόσφυγες στην ίδια τους τη πατρίδα.

          Ύστερα ήρθαν οι μπουλντόζες, γκρεμίστηκαν και τα τελευταία σπίτια, ισοπεδώθηκε το χωριό. [Οι μπουλντόζες είχαν ξεκινήσει τις εργασίες από παλαιότερα και κατά τμήματα στις εκτάσεις που είχαν  απαλλοτριωθεί]. Από τις πέτρες [αγκωνάρια] των σπιτιών του Βοσπόρου αλλά και του Ελληνικού κτίσθηκε ο τοίχος, σαν τείχος κάστρου, του γηπέδου στη κάτω άκρη του γκολφ.

          Επειδή η περιοχή του Βοσπόρου και του Ελληνικού είχε μία ομαλή κατωφέρεια για να είναι επίπεδος και χωρίς κλίση ο αεροδιάδρομος και οι υπόλοιποι βοηθητικοί χώροι, έσκαψαν βαθιά στο πάνω μέρος του Βοσπόρου, δίπλα στη σημερινή οδό Περγάμου και γι αυτό  έγινε το ανισόπεδο [γκρεμός]. Τα μπάζα σπρώχθηκαν προς το κάτω μέρος του αεροδρομίου για να ισοσταθμίσει [ή ρίχτηκαν στη παραλία] και έτσι ισοπεδώθηκε ο χώρος του αεροδρομίου. Δεν έμεινε τίποτε. Εκεί που  ήταν ο Βόσπορος έγινε μία απέραντη ανασκαμμένη αλάνα που αργότερα μετατράπηκε σε χώρο στάθμευσης αεροσκαφών.

          Γύρω στα 1965-70 που κτίζονταν πάμπολλες πολυκατοικίες στην Αθήνα, όλα τα μπάζα από τις εκσκαφές και τα παλιά σπίτια, τα  φορτηγά έρχονταν και τα άφηναν στη βραχώδη ακρογιαλιά της  Γλυφάδας. Ο δήμος εισέπραττε για αυτό το λόγο περίπου 1.000 δρχ από κάθε φορτηγό. Έτσι επιχωματώθηκε όλη η παραλία [εκτός από την αμμώδη και περιφραγμένη περιοχή των Αστεριών και της πλαζ], καλύφθηκαν τα βραχάκια και επεκτάθηκε η στεριά. Αν υπολογίσομε ότι η θάλασσα έφθανε ως το παλιό δημαρχείο μπορούμε σήμερα να διαπιστώσομε το πλάτος της επέκτασης που έγινε.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

19.     To τελευταίο βράδυ  [διήγημα]

Ολόγιομο το φεγγάρι ξεπρόβαλε από τον Υμηττό για τον  νυχτερινό του περίπατο κείνη την αυγουστιάτικη νύχτα του 1969.

Ο Κλεομένης καθόταν στο πεζούλι έξω από το σπίτι του, στον Βόσπορο. Ακουμπούσε τη πλάτη του στο τοίχο κι έστρεφε το βλέμμα του από τον Υμηττό ως τη θάλασσα. Έβλεπε τα  γκρεμισμένα σπίτια του χωριού και τα λιγοστά πού είχαν απομείνει όρθια ακόμη κι άλλοτε μονολογούσε κι άλλοτε ονειροπολούσε. Δεν υπήρχε κανένας άλλος στο χωριό.

Ποίο χωριό δηλαδή; Τι είχε απομείνει από τον Βόσπορο;

Τρία σπίτια έμειναν ακόμη όρθια. Το δικό του, του ξάδελφου του, του Νίκανδρου, δίπλα του και από κάτω του γείτονά του, του Ορέστη. Κι αυτά στο πάνω μέρος, στην άκρη του χωριού, άδεια πλέον, υπό κατεδάφιση. Αύριο οι μπουλντόζες θα τα γκρέμιζαν όπως είχαν γκρεμίσει κι όλα τα άλλα.

          Οι μπουλντόζες… Βρίσκονταν λίγο πιο κάτω από αυτόν σα θεριά έτοιμες για τη καταστροφή. Τις έβλεπε με οργή μες το σκοτάδι.

          -Ανάθεμά σας, είπε.

          Πήρε μία πέτρα να τους πετάξει μα συγκρατήθηκε.

-Τι φταίνε αυτές; σκέφθηκε.

          Οι απαλλοτριώσεις είχαν ξεκινήσει από καιρό. Το αεροδρόμιο του Ελληνικού ήταν μικρό κι έπρεπε να επεκταθεί κυρίως νότια κι ανατολικά. Ο Βόσπορος, συνοικισμός της Γλυφάδας, χωριό Μικρασιατών προσφύγων, ήταν μέσα στη ζώνη των επεκτάσεων του αεροδρομίου. Απαλλοτριώθηκε και με τις  αποζημιώσεις οι κάτοικοί του, συγχωριανοί που δέθηκαν μεταξύ τους για πάνω από τριάντα χρόνια, αγόρασαν οικόπεδα ή διαμερίσματα σε άλλες περιοχές κι έφυγαν. Διασκορπίστηκαν εδώ κι εκεί.

Ο Κλεομένης με την αποζημίωση αγόρασε ένα οικόπεδο εκεί πιο πάνω, στη Νέα Ευρυάλη κι έχτισε ένα αυθαίρετο με δύο δωμάτια. Κι αυτό το βράδυ για τελευταία φορά κάθισε στην αυλή του σπιτιού για το τελευταίο αντίο. Το συντρόφευε τη τελευταία νύχτα πριν το γκρεμίσουν όπως έκαναν με τους πεθαμένους πριν τη κηδεία. Η γυναίκα του με τα παιδιά, οι γείτονες, τελευταίοι κάτοικοι του χωριού, μετακόμισαν το δειλινό με τα πράγματά τους για τις νέες τους κατοικίες. Την επόμενη μέρα δεν θα έμενε τίποτε όρθιο  στον Βόσπορο.

Κι ο Κλεομένης αυτή την έσχατη νύχτα, αυτόκλητος κι  αχρείαστος φύλακας, ξενυχτούσε έτσι από συναισθηματισμό, μόνος, ολομόναχος, αυθόρμητα για τη τελευταία νύχτα του  αποχωρισμού  σαν για αποχαιρετισμό. Θρηνούσε τον Βόσπορο. Θρηνούσε το σπίτι του, το κόπο του, τα παιδικά και νεανικά του χρόνια, τα χρόνια της βιοπάλης, τους φίλους που έφυγαν σε άλλες γειτονιές, κάπου πενήντα χρόνια ζωής. Κι οι αναμνήσεις έτρεχαν μπροστά του σαν ερινύες.

          Γεννημένος κάπου εκεί στα 1920 στην Ιωνία των πρώτων φυσιοκρατών φιλοσόφων, σε ένα χωριό  πέρα από τη Σμύρνη, έφερνε στο νου του κάτι φρικιαστικές σκηνές με σκοτωμούς, πυρπολήσεις σπιτιών, καταστροφές, φωνές, κλάματα, θρήνους και φυγή, θάλασσα, καράβια, κόσμο βασανισμένο που  θρηνούσε.

Πάντα τα μπέρδευε βέβαια. Τις θυμόταν αυτές τις σκηνές γιατί τις είδε ή τις έφτιαξε με τη φαντασία του επειδή του τις  περιέγραψε η μάνα του, ο πατέρας του ή οι γείτονές του; Και πόσες φορές τις είχε ακούσει; Άπειρες βέβαια.

Θυμόταν τα τσαντίρια και τις παράγκες στη ρεματιά του δάσους της Γλυφάδας και τα σπίτια, τα δικά τους σπίτια, που έκτισαν στον Βόσπορο για να ριζώσουν στη μάνα Ελλάδα. Τον  Βόσπορο τον θυμόταν καθαρά από την αρχή, το σχολείο, τα μαγαζιά, τα σπίτια, τη γειτονιά, τις αλάνες. Είχε ακούσει από τους δικούς του αλλά και από τους συγχωριανούς του, τόσα πολλά για τη Μικρασιατική καταστροφή, τον ξεριζωμό και τα βάσανά τους να στήσουν τα σπίτια τους και να ξεκινήσουν μία καινούργια ζωή στον Βόσπορο που αυτό το κεφάλαιο της νεοελληνικής ιστορίας το γνώριζε άριστα κι ας μην είχε προχωρήσει στις μεγάλες τάξεις του δημοτικού. Πού χρόνος άλλωστε για γράμματα; Έπρεπε να δουλέψει από μικρός στην οικοδομή δίπλα στον πατέρα του κι έτσι διέκοψε το σχολείο από τα μισά της δευτέρας τάξης. Ίσα που ήξερε να διαβάζει και να γράφει κάτι ορνιθοσκαλίσματα. Ήξερε όμως την ιστορία κάθε  συγχωριανού του αλλά και των κατοίκων των γειτονικών χωριών, από πού ήρθε καθένας τους, πως ζούσε, πως ήταν τα χωριά, οι γειτονιές και τα χωράφια τους εκεί πέρα στην Μικρά Ασία, ποίες ήταν οι γιορτές και τα  πανηγύρια τους, πως ήρθε εδώ πέρα ο καθένας περνώντας χίλια μύρια κύματα, πως στάθηκε στα πόδια του, ποίος είναι ο ένας και ποίος ο άλλος …

Είχε δουλέψει σκληρά ο Κλεομένης, είχαν δουλέψει σκληρά και οι συγχωριανοί του. Ανεμοδαρμένοι αλλά με πείσμα για τη ζωή, πολλές φορές πικραμένοι από τη συμπεριφορά των ντόπιων Ελλαδιτών που τους έβλεπαν σαν ‘’Τούρκους και  Τουρκόσπορους’’, παρακατιανούς και άθλιους της πιο κατατρεγμένης  φτωχολογιάς, αυτοί επέζησαν και προχώρησαν. Έχτισαν σπίτια, έφτιαξαν χωριό, τον Βόσπορο, με όνομα να θυμίζει τη  βασιλεύουσα κι έδειξαν πως είναι Έλληνες πιο γνήσιοι από τους εδώ. Άλλωστε κουβαλούσαν πάνω τους όλη την ιστορία. Στα χώματά τους ήταν ο τάφος του Αχιλλέα, είχαν τον Όμηρο, τον μεγαλύτερο ποιητή, τον Ηρόδοτο, τον πατέρα της ιστορίας, τους πρώτους φιλοσόφους που αναζήτησαν την αιτία και την αρχή της ζωής με τη λογική τους στην ίδια τη φύση και στα μέρη τους ο Αλέξανδρος του Φιλίππου έκοψε με το σπαθί του τον Γόρδιο δεσμό και άπλωσε τον Ελληνικό πολιτισμό ως τα βάθη της Ασίας.

Τα ήξερε αυτά ο Κλεομένης για τις ρίζες τους. Ήταν Έλληνες πάππου προς πάππο.

          Και εδώ που ήρθαν όταν τους χρειάσθηκε η πατρίδα έτρεξαν.

        Ο Κλεομένης πολέμησε το ’40 στα βορειοηπειρωτικά βουνά και στη κατοχή έλαβε ενεργό μέρος στην αντίσταση κατά των  Γερμανών κατακτητών. Μαζί με άλλους πατριώτες έκανε σαμποτάζ στα γερμανικά αυτοκίνητα, τα αεροπλάνα και τα πυρομαχικά εκεί δίπλα στο αεροδρόμιο. Γιατί οι πρόσφυγες ήξεραν τι θα ειπεί σκλαβιά  και τη μισούσαν…

Δίπλα του στο ανοιχτό ραδιόφωνο που τον συντρόφευε όλη τη νύχτα ο Στέλιος Καζαντζίδης τραγουδούσε.

          ‘’ Το τελευταίο βράδυ μου απόψε το περνάω …’’

-Ά, ρε Στελάρα, είσαι μέσα στη περίπτωση, μονολόγησε.

        Τα άστρα τρεμόσβηναν στον ουρανό. Το φεγγάρι είχε  εξαφανιστεί πέρα από την Σαλαμίνα και στη κορυφογραμμή του Υμηττού άρχιζε να σπάει το σκοτάδι.

-Όπου να ’ναι θα χαράξει, σκέφθηκε. Μόνο που δεν θα είναι γλυκοχάραμα αλλά πικροχάραμα για μένα.

        Σηκώθηκε και μπήκε μέσα στο σπίτι για τελευταία φορά. Περιέφερε το βλέμμα αργά-αργά σε κάθε γωνιά. Στην εστία έμεινε περισσότερο. Ένιωσε πως εκεί ήταν μαζωμένοι όλοι οι παλιοί. Ο πατέρας του, η μάνα του και ας είχαν πεθάνει προ πολλού.

-Τώρα θα φύγω κι εγώ από αυτό το σπίτι, σα να τους έλεγε. Πάλι πρόσφυγας.

Βγήκε έξω συγκινημένος. Ρόδιζε στον Υμηττό.

          -Να φύγω, σκέφθηκε. Να μη με προφθάσει ο ήλιος.

        Στο βάθος, από τη Γλυφάδα, έρχονταν εργάτες για να πιάσουν δουλειά στις μπουλντόζες. Φωνασκούσαν μες την αυγή αδιάφοροι για το τι θα έκαναν. Ήταν η τελευταία μέρα για τον Βόσπορο. Σήμερα θα γκρέμιζαν όλα τα σπίτια.

          - Περιμένετε, μωρέ, να φύγω, μουρμούρισε ο Κλεομένης.

          Σα στοιχειό έδειχνε έξω από το σπίτι του, δίπλα στα ερείπια.

          - Άιντε γειά, είπε σαν να αποχαιρετούσε το σπίτι του.

        Κίνησε να φύγει. Πήρε την οδό Ισμήνης ανεβαίνοντας κατά τη Νέα Ευρυάλη. Μερικά τετράγωνα πιο πάνω ήταν το νέο σπίτι του. Η γυναίκα του και τα παιδιά του τον περίμεναν.

        Προχωρούσε αργά, σκυφτός, χωρίς να θέλει να κοιτάξει πίσω του. Δεν ήθελε να ιδεί, δεν ήθελε να ακούσει.

Οι μπουλντόζες μούγκριζαν καθώς είχαν κιόλας ξεκινήσει τη δουλειά. Ο Κλεομένης καταλάβαινε τι γινόταν πίσω του αλλά δεν ήθελε να ιδεί. Δεν ήθελε να το πιστέψει…

        Για εκείνον το σπίτι του έμενε εκεί απείραχτο να τον περιμένει…

          Τα χρόνια πέρναγαν κι ο Κλεομένης απέφευγε να κοιτάζει κατά τον Βόσπορο. Κιάν καμιά φορά το βλέμμα του  στρεφόταν κατά εκεί, σήκωνε τη ματιά του πιο ψηλά για να αγναντέψει τη θάλασσα. Για εκείνον ο Βόσπορος ήταν εκεί.

        Όταν κατά το έτος 2000 ο πρωθυπουργός της χώρας ανακοίνωσε ότι το αεροδρόμιο του Ελληνικού μετά το κλείσιμό του θα γίνει μητροπολιτικό πάρκο, ο Κλεομένης, γέρος πια, κάπου στα ογδόντα, άλλαξε τακτική. Κατηφόριζε συχνά τα δειλινά, την οδό Ελευθερίου Βενιζέλου και εκεί στην οδό Περγάμου, στον τοίχο του αεροδρομίου, από τα συρματοπλέγματα, κοίταζε τον χώρο όπου ήταν ο  Βόσπορος. Εκεί τον βρήκα κι εγώ. Γνωριστήκαμε, συζητήσαμε, μου μίλησε για τον Βόσπορο που εγώ, νιόφερτος στη περιοχή, δεν γνώριζα.

        -Θέλω να ξαναπατήσω εκείνο το μέρος πριν πεθάνω, μου εξομολογήθηκε. Θα είναι σα να γυρίζω στο σπίτι μου.

        Με τον μπάρμπα-Κλεομένη κουβεντιάσαμε πολλές φορές για τα παλιά. Έτσι κεντρίσθηκε το ενδιαφέρον μου, μου ήρθε η ιδέα να γράψω την ιστορία της περιοχής. Του είπα τη σκέψη μου.

- Να γράψεις την ιστορία, μου είπε. Και να γράψεις ότι σαν γίνει πάρκο και πηγαίνει ο κόσμος μέσα, γιατί εγώ δεν θα ζω τότε, εκεί και έδειχνε με το δάχτυλό του τον Βόσπορο, να βάλουν μία πινακίδα που να γράφει:

          ΕΔΩ  ΗΤΑΝ  Ο  ΒΟΣΠΟΡΟΣ       [ή απλά ΒΟΣΠΟΡΟΣ]

 

[Άλμα στο μέλλον. Τελικά ο χώρος του παλιού αεροδρομίου θα οικοδομηθεί].

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

20.     Τελευταία απαλλοτρίωση

        Η τελευταία απαλλοτρίωση για την επέκταση του αεροδρομίου   [θεωρούμε ότι] έγινε το 1972 στα Δικηγορικά. Με την υπ’ αρ. Δ 2930/3349/ 6-6-1972, ΦΕΚ 151 Δ, κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών  και Δημοσίων Έργων κηρύχθηκε ‘’αναγκαστικώς απαλλοτριωτέα λόγω δημοσίας ωφελείας έκτασις συνολικού εμβαδού 20.426,80 τετρ. μ. δια την κατασκευήν εφεδρικού δυτικού διαδρόμου [15-33] του αερολιμένος Ελληνικού μετά ζώνης ασφαλείας πτήσεων τροχοδρόμων, οδού προσπελάσεως και επεκτάσεως νοτίου  δαπέδου αεροσκαφών’’.

        Έτσι μία λωρίδα στο πάνω μέρος των Δικηγορικών από το ρέμα και την οδό Ευρυάλης ως την οδό Προνόης [σημερινή Καραμανλή] απαλλοτριώθηκε. Επαύλεις, εξαίρετα αρχιτεκτονικά δημιουργήματα, γκρεμίσθηκαν, δένδρα κόπηκαν και η έκταση που απαλλοτριώθηκε ισοπεδώθηκε και ενσωματώθηκε στο αεροδρόμιο.

        Συνολικά το αεροδρόμιο κατέλαβε περίπου 60 στρέμματα από τον Άλιμο, 4.800 από το Ελληνικό και 480 από τη Γλυφάδα.

        Παράλληλα στα τέλη της δεκαετίας του ΄50 διαπλατύνθηκε η οδός Π. Φαλήρου-Βουλιαγμένης [σημερινή λεωφόρος Ποσειδώνος]. Για τη διαπλάτυνσή της απαλλοτριώθηκαν οι παρακείμενες οικίες.

        Είχαν αρχίσει στο μεταξύ λιγοστοί ιδιοκτήτες να εγκαθίστανται μόνιμα πλέον στα Δικηγορικά και με τη πάροδο του χρόνου, κατά τις δεκαετίες του ΄60 και του ΄70, όλα τα κτίσματα σχεδόν κατοικήθηκαν μόνιμα. Κατά το 1970 γκρεμίσθηκαν και 2-3 βίλλες και στη θέση τους ανεγέρθησαν πολυκατοικίες. Η μόδα του διαμερίσματος και του κέρδους ενέσκηψαν απειλητικές και για τα Δικηγορικά. Έτσι έγινε και μία μικρή αγορά με μανάβικο, μπακάλικο, φούρνο, ζαχαροπλαστείο, κρεοπωλείο κλπ.

        Συνάμα, όπως είδαμε, τα βραχάκια της ακρογιαλιάς είχαν καλυφθεί από τις επιχωματώσεις και είχε δημιουργηθεί σε μερικά σημεία αμμουδιά που επέτρεπε στα χαμηλά εισοδήματα ακόμη να κατεβαίνουν στη Γλυφάδα και να κάνουν το μπάνιο τους στην ανοικτή  παραλία της.

        Νέα κέντρα όμως λειτούργησαν στη παραλιακή ζώνη από Φάληρο ως Βουλιαγμένη [πχ Δειλινά, Νεράιδα, Φαντασία κλπ] που εκ των πραγμάτων μείωναν τη πελατεία των Αστεριών αλλά και τη φήμη τους. Αλλά και άλλα νυχτερινά κέντρα αμερικάνικης νοοτροπίας, τα γνωστά μπαρ, άνοιξαν στη Γλυφάδα [κυρίως] για τις εξόδους των ανδρών της αμερικανικής βάσης Ελληνικού αλλά και του 6ου στόλου της Μεσογείου, όταν πλοία του κατέπλεαν στον Πειραιά, οι οποίοι άφηναν μεν πολύτιμο για τους επαγγελματίες συνάλλαγμα αλλά δημιουργούσαν και πολλά επεισόδια κάθε νύχτα στο κέντρο της Γλυφάδας.

 

21.     Και νέα επέκταση του σχεδίου πόλης

        Όπως είδαμε το δημοτικό συμβούλιο Γλυφάδας με την υπ’ αρ. 138/ 1964 απόφασή του είχε ζητήσει την ένταξη στο σχέδιο πόλης όλης της συνοικίας της Νέας Ευρυάλης κατά την επέκταση του σχεδίου πόλης Ευρυάλης που όμως δεν εισακούσθηκε  από το Υπουργείο Δημοσίων Έργων.

        Υπό τη πίεση προφανώς των αυθαιρέτων οικιστών της περιοχής θα επανέλθει το 1972 με την υπ’ αρ. 84/1972 απόφασή του αλλά και την 197/1972, [οι οποίες δεν διασώζονται όμως στα αρχεία του  δήμου όπως με πληροφόρησαν] και τελικώς θα εγκρίνει την επέκταση του σχεδίου με την υπ’ αρ. 95/1976 απόφασή του.

        Από τη σχετική αλληλογραφία του δήμου Γλυφάδας με το  Υπουργείο Δημοσίων Έργων προκύπτει ότι το τελευταίο σχεδίαζε για το υπόλοιπο, κάτω, μέρος της σημερινής Νέας Ευρυάλης, μεγάλες  εκτάσεις να καταστούν κοινόχρηστοι χώροι [πλατείες, σχολεία, άλσος, εκκλησία κλπ] αλλά όμως βρήκε αντίθετο το δημοτικό συμβούλιο το οποίο με την υπ’ αρ. 89/1978 απόφασή του ‘’Απορρίπτει τη πρόταση [σ.σ. του Υπουργείου]… γιατί κρίνει ότι η προτεινόμενη  ρυμοτομική λύση είναι αντίθετη προς το καλώς εννοούμενο συμφέρον τόσο του δήμου, όσο και των οικοπεδούχων, γιατί ουδέποτε θα μπορέσει ο δήμος να απαλλοτριώσει όλους τους προτεινόμενους κοινόχρηστους χώρους … Προτείνει … να αντιμετωπίσει το θέμα πλουσίων κοινοχρήστων και κοινωφελών χώρων σε συνδυασμό με την απομάκρυνση του αεροδρομίου και τη διάθεση των 6-7 χιλιάδων στρεμμάτων τα οποία αποτελούν το Δημόσιο αυτό κτήμα που  βρίσκεται σε συνέχεια του μικρού οικισμού Νέας Ευρυάλης’’. Το δημοτικό συμβούλιο θα εμμείνει στη θέση του και με την υπ’ αρ. 121/1978 απόφασή του διαφωνώντας ανοιχτά με το Υπουργείο θα ζητήσει να εφαρμοσθεί για τους κοινόχρηστους χώρους και την ένταξη στο σχέδιο γενικά η αρχική του θέση. Έτσι χάθηκε η ευκαιρία εξαιτίας οικονομικών λόγων αλλά και έλλειψης διορατικότητας να δημιουργηθούν αρκετοί κοινόχρηστοι χώροι και με θλίψη μπορεί και σήμερα ο επισκέπτης της Νέας Ευρυάλης να διαπιστώσει ότι ακόμη οι κατά το τελικό σχέδιο κοινόχρηστοι   χώροι δεν έχουν διαμορφωθεί.

Στη παραπάνω όμως 89/1978 απόφαση του δημοτικού συμβουλίου παρατηρούμε ότι τίθεται θέμα απομάκρυνσης του αεροδρομίου και συνάμα σημειώνεται οικισμός και περιοχή Νέας Ευρυάλης, δηλαδή χρησιμοποιείται το επίθετο Νέα, χρήση που από ό,τι φαίνεται γίνεται το πρώτον το 1972 με την υπ’ αρ. 84/1972 απόφαση του δημοτικού συμβουλίου [επειδή η περιοχή ανήκει στη [παλιά] Ευρυάλη ο δε οικισμός είναι νέος].

        Τελικώς δημοσιεύθηκε το π. δ. της 11-12-1980, ΦΕΚ 106 Δ, ‘’περί τροποποιήσεως και επεκτάσεως του ρυμοτομικού σχεδίου  Γλυφάδος εις περιοχήν Ευρυάλης’’. [Στο τοπογραφικό σημειώνεται Νέα Ευρυάλη]. Κατά το π. δ. οικοδομικό σύστημα ορίζεται το πανταχόθεν ελεύθερο με ελάχιστες αποστάσεις πλαγίων και οπισθίων τα 4 μέτρα. Επίσης ορίζονται ελάχιστο πρόσωπο 15 μ., ελάχιστο βάθος 25 μ και ελάχιστο εμβαδόν 600 τετρ. μ. ενώ στα κατά παρέκκλιση ελάχιστο πρόσωπο 12 μ., ελάχιστο βάθος 18  μ. και ελάχιστο  εμβαδόν 250 τετρ. μ., μέγιστο ποσοστό κάλυψης το 40 0/0 και η  καλυπτόμενη επιφάνεια να μην υπερβαίνει τα 400 τετρ. μ., συντελεστής δόμησης 0,6, μέγιστο ύψος κτιρίων 10 μ. με επιπλέον στέγη 2 μ. χωρίς κτίσματα όμως κύριας χρήσης κάτω από αυτή. Απαγορεύεται η ανέγερση βιομηχανιών, βιοτεχνιών, αποθηκών επαγγελματικής χρήσης, σταύλων, ορνιθοτροφείων και πάσης  άλλης παρεμφερούς χρήσης εγκαταστάσεων. Άλλες χρήσεις  επιτρέπονται στον ισόγειο χώρο της οικοδομής χωρίς υπέρβαση του ύψους. Απαιτείται η έγκριση της Υπηρεσίας Πολιτικής Αεροπορίας [και της Αρχαιολογικής υπηρεσίας] για τη χορήγηση οικοδομικής αδείας.

        Η επέκταση αφορά το τμήμα των οδών Αϊδινίου [μερικώς],  Δημοκρατίας, Ιφιγένειας, Πύργου και Περγάμου, καθέτους στις οδούς Ελ. Βενιζέλου και Ροδόπης, από το ρέμα ως το γκολφ [αλλά και τις  οδούς Έλλης, Κανδρή και κάποια αδιέξοδα στενοσόκακα]. Κι όπως παρατηρούμε στο σχεδιάγραμμα της ένταξης και στο τμήμα αυτό υπήρχαν αυθαίρετες κατοικίες προ του 1965 [βλ σχεδιάγραμμα επέκτασης σχεδίου πόλης στην αρχή του παρόντος έργου].

        Δεν εντάχθηκαν στο σχέδιο τα σπίτια στη ΒΑ πλευρά του γκολφ, τέρ-μα οδού Προνόης, η έκταση γύρω από την εκκλησία του Αγίου Παντελεήμονα και τμήματα γης έξω από και στη ΝΑ γωνία του αεροδιάδρομου δηλαδή διαγώνια και απέναντι από την είσοδο του γκολφ. Αλλά οι περιοχές αυτές δεν ανήκουν στη Νέα Ευρυάλη αλλά στη περιοχή του άλσους.

        Στο μεταξύ, τον Ιούνιο του 1978, ομάδα κατοίκων της Νέας  Ευρυάλης συνέστησε σύλλογο με την επωνυμία ‘’Εξωραϊστικός και  Εκπολιτιστικός σύλλογος Νέας Ευρυάλης’’ που αναγνωρίσθηκε με την υπ’ αρ. 2989/1979 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Με το σύλλογο τα μέλη του επεδίωξαν από τη πολιτεία και τον δήμο την επίλυση των αρχικά τουλάχιστον οξυμένων προβλημάτων της γειτονιάς τους [σχολεία, συγκοινωνίες, αποχετεύσεις, ασφαλτοστρώσεις, διαμορφώσεις πλατειών, δενδροφυτεύσεις, αναπλάσεις ρέματος κλπ] πολλά των οποίων και σήμερα εξακολουθούν να παραμένουν άλυτα.

 

 

 

22.     Μετά την επέκταση

                  Μετά την ένταξη στο σχέδιο και του τελευταίου τμήματος της Νέας Ευρυάλης ακολούθησε ιδιαίτερα κατά τα πρώτα χρόνια βραδεία ανοικοδόμηση. Συνέτρεξαν πολλοί λόγοι. Ένας λόγος ήταν η άμεση γειτνίαση της περιοχής με το αεροδρόμιο και ο από αυτό  υπερβολικός θόρυβος αλλά και η μόλυνση του περιβάλλοντος από τα  αεροπλάνα. Το αεροδρόμιο του Ελληνικού δεχόταν πλέον μεγάλα αεροσκάφη και είχε σημαντική κίνηση τόσο με το εσωτερικό όσο και με το εξωτερικό. Οι αεροπορικές συγκοινωνίες και μεταφορές, οι εναέριοι δρόμοι, γνώριζαν μεγάλη κινητικότητα που συνεχώς  αυξανόταν.

                  Ύστερα η από τις εκλογές της 18-10-1981 προελθούσα κυβέρνηση ανέστειλε τις ως τότε μικρής βεβαίως έκτασης εργασίες κατασκευής του αεροδρομίου των Σπάτων και έτσι φαινόταν ότι το αεροδρόμιο του Ελληνικού θα εξακολουθούσε επί μακρόν να εξυπηρετεί τις  ανάγκες της πρωτεύουσας. Η φημολογία για ενδεχόμενες  απαλλοτριώσεις στις γύρω από το αεροδρόμιο του Ελληνικού περιοχές  ξαναφούντωσε ιδιαίτερα για την άκτιστη Νέα Ευρυάλη. Ξύπνησαν μνήμες για παλαιότερες επεκτάσεις του αεροδρομίου που σε  συνδυασμό με τους θορύβους των αεροσκαφών, ιδιαίτερα τις θερινές νύχτες με ανοιχτά παράθυρα, ήταν εφιαλτικοί και τη μόλυνση από τα καυσαέρια, ανέστειλαν ουσιαστικά την ανοικοδόμηση. Συνάμα οι τιμές των οικοπέδων ήταν χαμηλές, προσιτές σε ευρύτατα  στρώματα του πληθυσμού αν και για τους λόγους που σημειώθηκαν δεν υπήρχε και ιδιαίτερο αγοραστικό ενδιαφέρον. Επί πλέον ο  συντελεστής δόμησης του τελευταίου τμήματος της Νέας Ευρυάλης ήταν μικρός, καθιστούσε ασύμφορη την αντιπαροχή και αδύνατη την ανέγερση πολυκατοικιών. Η εποχή του διαμερίσματος για οικονομικούς λόγους δεν είχε ακόμη  τελειώσει, η απόσταση από το κέντρο της Αθήνας ήταν μεγάλη, οι  συγκοινωνίες κακές και αυτά σε συνδυασμό με την περιορισμένη χρήση ιδιωτικών αυτοκινήτων ήσαν λόγοι αποτρεπτικοί για οικοδόμηση της περιοχής. Έπρεπε να αλλάξουν οι συνθήκες, να ανατραπούν οι παραπάνω όροι, να κλείσει ο χρυσός κύκλος της αντιπαροχής για να στραφούν οι Νεοέλληνες αστοί από τη πολυκατοικία στη  μονοκατοικία. Όχι πως τέλειωσε η περίοδος ανέγερσης πολυκατοικιών [υπάρχουν πολλοί λόγοι που θα διαιωνίζουν αυτό το φαινόμενο] αλλά συνάμα από το όνειρο της απόκτησης διαμερίσματος στις δεκαετίες του ΄60,΄70 και ΄80, άρχισε να ανθίζει και η επιθυμία της μονοκατοικίας.

        Η μετά τις εκλογές της 8-4-1990  κυβέρνηση διακήρυξε τη πρόθεσή της να συνεχίσει τις εργασίες για τη κατασκευή του αεροδρομίου Σπάτων και στην ίδια γραμμή ενέμεινε και η νέα από τις εκλογές της 10-10-1993 κυβέρνηση η οποία μάλιστα με γοργούς ρυθμούς  εργασιών δια της κατασκευάστριας Γερμανικής εταιρείας κατέδειξε  πειστικά τη διάθεσή της για πρόοδο του έργου. Κατά συνέπεια και σύμφωνα με τους όρους ανάθεσης του έργου το αεροδρόμιο του Ελληνικού θα έκλεινε. Κατόπιν αυτού η περιοχή της Νέας Ευρυάλης είχε σημαντικές ευκαιρίες και δυνατότητες να καταστεί μία εξαιρετική συνοικία της πρωτεύουσας ιδιαίτερα μάλιστα αν το αεροδρόμιο του Ελληνικού μετά το κλείσιμό του και τη διεξαγωγή των Ολυμπιακών αγώνων θα γίνει μητροπολιτικό πάρκο με χώρους πολλαπλών πολιτιστικών εκδηλώσεων.

        Είχε βελτιωθεί αισθητά το βιοτικό επίπεδο του Νεοέλληνα που ανήκε πλέον στη μεγάλη Ευρωπαϊκή οικογένεια, είχαν εκδηλωθεί απαιτήσεις για καλλίτερη ποιότητα ζωής, είχε καταστεί αφόρητη η ζωή στο κέντρο της πρωτεύουσας και των γύρω από αυτό πυκνοδομημένων  περιοχών εξαιτίας της μόλυνσης και των θορύβων, η ανοικοδόμηση είχε φουντώσει και πάλι με λογικό κόστος κυρίως εξαιτίας της πληθώρας των ξένων εργατών, η χρήση ιδιωτικών αυτοκινήτων είχε σχεδόν γενικευθεί και οι εκτός κέντρου αποστάσεις είχαν χρονικά περιοριστεί, η περιφέρεια γινόταν ελκυστική και έτσι ανέτειλε η εποχή της μονοκατοικίας για ευρύτερα κοινωνικά  στρώματα. Μετά από αυτά στη Κάτω Νέα Ευρυάλη άρχισαν να κτίζονται μονοκατοικίες μερικές μάλιστα εξαιρετικής αρχιτεκτονικής που  μπορούν πάνω από τη πίστα του αεροδρομίου Ελληνικού να ατενίζουν ισότιμα τα αρχοντικά των Δικηγορικών. Ωστόσο δεν λείπουν και κακόγουστα κτίσματα-μονοκατοικίες κάτι που μπορούσε να  αποφευχθεί. Μία λχ αρνητική και εγκληματική για το περιβάλλον ενέργεια ορισμένων ιδιοκτητών και ιδία κατασκευαστών είναι και η κατά την ανοικοδόμηση εκσκαφή του οικοπέδου σε όλη την έκτασή του και η κατασκευή υπογείου σε όλο το χώρο με συνέχιση της  οικοδομής πάνω σε αυτό στα επιτρεπόμενα μεν ποσοστά με  επικάλυψη της ακάλυπτης οροφής, της ταράτσας του υπογείου με  ελαφρύ στρώμα χώματος και φύτευση θαμνοειδών ή χορτοτάπητα. Έτσι όμως ουσιαστικά δεν μένει χώρος, δεν υπάρχει βάθος για να αναπτυχθούν δένδρα. Μεγάλο πλεονέκτημα μίας περιοχής πέρα από τα χαμηλά κτίρια και τους ανοιχτούς χώρους είναι και τα  δένδρα, το πλούσιο πράσινο. Και αυτό το χρειάζεται η Νέα Ευρυάλη και μπορεί να το έχει στους ακάλυπτους χώρους, στις πρασιές, στα πεζοδρόμια [χωρίς καταστροφές των δένδρων για τη στάθμευση των αυτοκινήτων], στις πλατείες, στις αυλές των σχολείων και γενικά στους ελεύθερους χώρους. Θα της έδινε ομορφιά και ποιοτική, καλόγουστη, μεγαλοπρέπεια. Και θα την ένωνε αρμονικά με το  μητροπολιτικό πάρκο, όταν αυτό γίνει, καθώς και με τα Δικηγορικά και τη θάλασσα, προς τα εκεί δηλαδή που πρέπει να ‘’βλέπει’’ η Νέα Ευρυάλη.

 

23.     Στις αρχές του 21ου αιώνα

        Το πρωί της Πέμπτης, 29 Μαρτίου 2001, σαν ξύπνησαν οι κάτοικοι των γύρω από το αεροδρόμιο του Ελληνικού περιοχών δεν άκουσαν τον θόρυβο των αεροπλάνων αλλά τα κελαηδίσματα των πουλιών. Από το προηγούμενο απόγευμα και όλη τη νύχτα μία ατέλειωτη σειρά φορτηγών αυτοκινήτων μετέφερε αρχεία, έπιπλα, όργανα κλπ από το Ελληνικό στα Σπάτα. Οι τελευταίες πτήσεις από το αεροδρόμιο του Ελληνικού είχαν γίνει τη προηγούμενη μέρα. Η ουράνια πύλη των Αθηνών με την επαρχία και το εξωτερικό, το κοσμοπολίτικο συγκοινωνιακό κέντρο της πρωτεύουσας, που τόσες ιστορικές ημέρες και γεγονότα έζησε και δέθηκε στενά με τις γειτονικές περιοχές του, έκλεισε. Το αεροδρόμιο ‘’Ελευθέριος Βενιζέλος’’, στα Σπάτα, άνοιξε τις δικές του πύλες και η κίνηση στους αιθέρες για προσγειώσεις και απογειώσεις άρχισε στα Μεσόγεια.

        Με το κλείσιμο του αεροδρομίου Ελληνικού οι τιμές των οικοπέδων της Νέας Ευρυάλης και όχι μόνον αυτής εκτινάχθηκαν στα ύψη. Είχαν αρχίσει βέβαια να ανεβαίνουν από όταν κατέστη φανερό ότι το αεροδρόμιο του Ελληνικού θα έπαυε να λειτουργεί. Τώρα πλέον  μόνον οι αρκούντως εύποροι μπορούν να αγοράσουν οικόπεδο στη περιοχή και να κτίσουν μονοκατοικία. Το τίμημα ‘’παρείναι’’  υψηλό αλλά βεβαίως η περιοχή έχει ησυχία και οι προοπτικές της είναι ευοίωνες.

        Τη Δευτέρα, 15 Οκτωβρίου 2001, λειτούργησε για πρώτη φορά στη Νέα Ευρυάλη δημοτικό σχολείο ως 2ο και ως συνέχεια του 2ου   δημοτικού που λειτουργούσε στη περιοχή Καραχάλιου. Οι φωνές των παιδιών και το σχολικό κουδούνι ακούστηκαν για πρώτη φορά στη περιοχή  λόγω δε της συνεχούς οικοδόμησής της ο αριθμός των μαθητών διαρκώς αυξάνεται καθώς νέες οικογένειες εγκαθίστανται.

        Το πρωί του Σαββάτου 5 Ιανουαρίου 2002 έκπληκτοι οι κάτοικοι της Γλυφάδας και των παραθαλάσσιων εδαφών είδαν όλη τη περιοχή τους σκεπασμένη με χιόνι. Αυλές, κεραμοσκεπές, ταράτσες, μπαλκόνια, δένδρα, δρόμοι, άχτιστα οικόπεδα, το ρέμα, η πίστα του  αεροδρομίου, όλα καλυμμένα. Και στην ακρογιαλιά το χιόνι, η χιών, ερωτοτροπούσε με τον αφρό του κύματος, λευκά – κατάλευκα, σε μία από τις σπάνιες συναντήσεις τους στην ειδυλλιακή ακτογραμμή της Αττικής γης. Ξαναβρέθηκαν και τον επόμενο χρόνο [23,24/2] αλλά και τον μεθεπόμενο [13,14/2] και ποίος ξέρει πόσες φορές ακόμη κανόνισαν να συναντηθούν…

        Από τον Σεπτέμβριο του 2002 σε κτίριο στη διασταύρωση των οδών Ελ. Βενιζέλου και Ηρακλείου της Νέας Ευρυάλης λειτουργεί στο ισόγειο δημοτικός παιδικός σταθμός και στον α΄ όροφο γραφείο του ΟΚΑΝΑ.

        Από τον Σεπτέμβριο του 2003 στη διασταύρωση των οδών  Ροδόπης και Πύργου λειτουργεί νηπιαγωγείο.

        Τη Δευτέρα, 13 Σεπτεμβρίου 2004, άνοιξε τις πύλες του μετά πολλές περιπέτειες το 8ο γυμνάσιο Γλυφάδας στη Νέα Ευρυάλη και δέχθηκε μαθητές μόνο για την α΄ τάξη. Αξιοσημείωτη είναι η με πρωτοβουλία των μαθητών και μίας καθηγήτριας δενδροφύτευση του προαυλίου, τον Φεβρουάριο του 2005, καθώς και η από τους μαθητές επίσης  έκδοση ετήσιου περιοδικού με τίτλο ‘’Ο μαθητόΚΟΣΜΟΣ της  ΕΥΡΥΑΛΗΣ’’, 1ο φύλλο τον Μάιο του 2006 και 2ο τον Μάιο επίσης του 2007.

        Στη Νέα Ευρυάλη [που στη πλατεία της λίγα χρόνια μετά την ένταξή της περιοχής στο σχέδιο πόλης, κατασκευάσθηκε, γύρω στα 1992, μικρή παιδική χαρά και τελευταία διοργανώνεται κάθε καλοκαίρι Ευρυαλιώτικο πανηγύρι σα συνέχεια παλαιότερων εκδηλώσεων] λειτουργεί μία μικρή αγορά [και κάθε Σάββατο λαϊκή για έξι μήνες στην οδό Ροδόπης και τους άλλους στη γειτονική Ματθαίου Λιούγκα] αλλά βεβαίως η περιοχή χρειάζεται αρκετά έργα στην οδό Ελ. Βενιζέλου, το ρέμα και τη πλατεία [η οποία δενδροφυτεύθηκε από τους κατοίκους μερικώς στις 6 Δεκεμβρίου 2009 όπως και ο πλησίον αυτής δημοτικός χώρος επί της οδού Πύργου]. [Τελικά η πλατεία διαμορφώθηκε σε ωραίο πάρκο με παιδική χαρά με δαπάνη της οικογένειας Ιωάννη Μαρτίνου, την άνοιξη του 2012, και το πανηγύρι γίνεται στο πάρκο ή την αυλή του παρακείμενου 2ου δημοτικού σχολείου].

        Στα Δικηγορικά αν και λειτουργούν ξενοδοχεία, βενζινάδικο, γραφεία εταιρειών, παλαιοπωλείο κλπ ωστόσο διατηρείται ακόμη το [αρχικό] πράσινο και κατά ένα μέρος, στην αρχιτεκτονική, ο παραδοσιακός χαρακτήρας του οικισμού [στη δε πλατεία Φλέμινγκ έχει στηθεί από τον Ροταριανό όμιλο [1993] προτομή του Δημήτρη Ροντήρη [1899-1981 ενώ τελευταία ανασκευάσθηκε η εκκλησία και διαμορφώθηκε ο περίβολος της με μανδρότοιχο, καθιστικά, χώρους άθλησης κλπ και έγινε ‘’στέκι γειτονιάς’’].

        Περαίνοντας το παρόν πόνημα σκόπιμο είναι να σημειωθεί ότι παρότι ‘’η Γλυφάδα είναι ωραία’’, πρέπει και ‘’μπορεί να γίνει ωραιότερη’’, αν οι δημοτικοί ‘’άρχοντες’’  της εγκύψουν πάνω στα προβλήματα της και επιδιώξουν την επίλυσή τους, διασκεδάζοντες την μακρόχρονη απογοήτευση των κατοίκων της για την ως τώρα [από τους περισσοτέρους εξ αυτών και κατά κανόνα άνευ άξιου έργου] διαχείριση των δημοτικών πραγμάτων.

    [Υ.Γ. Η επόμενη εργασία μου για τη Γλυφάδα, υπό τον τίτλο, Νέα Ευρυάλη, η γειτονιά μου στη Γλυφάδα, που ήδη γράφεται, θα έχει και χρονολογικό χαρακτήρα αλλά θα περιέχει και κριτική και προτάσεις].

 

 

Περιεχόμενα

Χάρτης Δικηγορικών, Βοσπόρου και Νέας Ευρυάλης                      σελίδα    5     

Χάρτης Νέας Ευρυάλης [επέκταση σχεδίου]                                                   6                                     

Εισαγωγή                                                                                                          7

       1.         Από τη προϊστορία ως το 1831                                                             9

       2.         Το ιδιοκτησιακό καθεστώς της Γλυφάδας                                            10       

       3.         Το κτήμα της Γλυφάδας                                                                        14       

       4.         Τοπωνύμια                                                                                            15    

       5.         Η Γλυφάδα στις αρχές του 20ουαιώνα                                                 17

       6.         Ευρυάλη                                                                                                22

       7.         Οικισμός Δικηγόρων                                                                             25

       8.         Ο Βόσπορος                                                                                           35

       9 .        Χασάνι, Κομνηνά, Ελληνικό, Σούρμενα                                                41

     10.         Πολιτικό Αεροδρόμιο Αθηνών                                                               43

     11.         Ανατολικά του Βοσπόρου                                                                       44

     12.         Ο πόλεμος και η κατοχή                                                                         48

     13.         Μετά την απελευθέρωση                                                                        51

     14.         Τα πρώτα σπίτια στη περιοχή της σημερινής Νέας Ευρυάλης               56

     15.         Η επέκταση του αεροδρομίου                                                                 60

     16.         Το γκολφ                                                                                                  63

     17.         Η επέκταση του σχεδίου πόλης                                                               65

     18.         Αποχαιρετισμός στον Βόσπορο                                                               67

     19.         Το τελευταίο βράδυ [διήγημα]                                                                69

     20.         Τελευταία απαλλοτρίωση                                                                       73

     21.         Και νέα επέκταση του σχεδίου πόλης                                                     74

     22.         Μετά την επέκταση                                                                                76

 2323.         Στις αρχές του 21ου αιώνα