Τετάρτη 17 Απριλίου 2024

ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΝΔΡΙΑΝΤΑ ΤΟΥ ΠΕΤΡΟΜΠΕΗ ΣΤΗΝ ΑΡΕΟΠΟΛΗ

     

  ΣΤΑΥΡΟΥ ΠΑΤΡΙΚΟΥΝΑΚΟΥ

ΔΙΚΗΓΟΡΟΥ


 

   ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΝΔΡΙΑΝΤΑ

ΤΟΥ ΠΕΤΡΟΜΠΕΗ

ΣΤΗΝ ΑΡΕΟΠΟΛΗ

[Η άλλη  άποψη για τον Πετρόμπεη]

 

ΑΘΗΝΑ

2023

 

Αντί προλόγου. Μέρες του Πάσχα του 1982, που κατέβηκα στη Μάνη, επισκέφτηκα και την Αρεόπολη -πάντα την επισκεπτόμουν και την επισκέπτομαι σε κάθε κάθοδό μου στη Μάνη, θεωρώντας τη χωριό μου και πνευματική τροφό- οπότε είδα, στο Αγιάτικο [πλατεία Αθανάτων], για πρώτη φορά, τον ανδριάντα του Πετρόμπεη, που είχαν στήσει εκεί πριν δυο μήνες περίπου, στη θέση παλαιότερου, λιτού μνημείου-στήλης με ανάγλυφο της Δόξας να κρατά στεφάνι ψηλά, το οποίο με συγκινούσε ιδιαίτερα κατά τα χρόνια της μαθητείας μου στο γυμνάσιο [και για το οποίο γράφω παρακάτω].

Αυτόματα μου ήρθαν στο μυαλό πολλές σκέψεις για τον μπέη, που παρακάτω θα εκθέσω, αλλά εδώ, στον πρόλογο, θα ήθελα να σημειώσω μόνο δυο. Η μια, που είχε γράψει ο Νηφάκος προ του 1800,

’Η πρώτη είν’ η Τσίμοβα, καλή χώρα, μεγάλη

έχει και καπετάνιον  ένα Μαυρομιχάλη’’

και η άλλη, προ του 1980, μέλους της β΄ επιτροπής εράνου για τον ανδριάντα του Πετρόμπεη, που διαφώνησε με τα άλλα μέλη ως προ το μέρος που έπρεπε να στηθεί ο ανδριάντας, θεωρώντας ότι στο Αγιάτικο, ‘’ο Πετρόμπεης από ήρωας του ’21 θα γινόταν επόπτης λαϊκής αγοράς’’ και δεν του έπρεπε τέτοια ‘’δουλειά’’ [βλ. παρακάτω]. [Βέβαια λίγο καιρό μετά η κοινότητα Αρεοπόλεως μετέφερε τη λαϊκή σε άλλη θέση και ‘’έτσι ο μπέης απαλλάχτηκε αυτών των ταπεινών καθηκόντων’’].

Ο ανδριάντας έχει τη δική του ιστορία, ιστορία για την ιδέα κατασκευής, το κλίμα της εποχής, τη συγκρότηση επιτροπής εράνου, την προκήρυξη καλλιτεχνικού διαγωνισμού, την κατασκευή και τοποθέτησή του, γιατί στην Ελλάδα και ακόμη περισσότερο στη Μάνη για να γίνει κάτι, αν γίνει -γιατί πολλές φορές δεν γίνεται- χρειάζεται χρόνος πολύς και αφού πρώτα δημιουργηθούν διαφωνίες, εντάσεις, διαφορές και άλλα…

Όλα αυτά έτυχε να τα πληροφορηθώ σταδιακά και να μου κεντρίσουν το ενδιαφέρον για να ασχοληθώ με το θέμα της παρούσας εργασίας, έστω τώρα, με μεγάλη χρονική καθυστέρηση. Πάνε πολλά χρόνια που, τυχαία, γνώρισα τη Σοφία Φαληρέα, χήρα του γλύπτη Βάσου Φαληρέα, ο οποίος έφτιαξε τον ανδριάντα του Πετρόμπεη. Της εκμυστηρεύτηκα, σε μια συζήτηση, ότι σκόπευα να γράψω ένα βιβλίο για την Αρεόπολη, κυρίως για το γυμνάσιό της και τότε αφού μου εξιστόρησε ‘’εν συντομία’’ την περιπέτειά της για τον ανδριάντα, τελικά μου εμπιστεύτηκε έναν μικρό φάκελο που είχε λίγα έγγραφα σχετικά με αυτό το θέμα, για να τον έχω υπόψη μου και να δημοσιεύσω ό,τι θεωρούσα σκόπιμο στην εργασία μου για την Αρεόπολη. Τα χρόνια πέρασαν, δεν είχα κάνει κάτι για τα στοιχεία που μου έδωσε, είχα και μια συζήτηση, λίγο αργότερα, για το ίδιο θέμα, με τον Δικαίο Βαγιακάκο, μέλος της επιτροπής εράνου, πάλι δεν προχώρησα…και τελευταία ανέσυρα τον φάκελο και…παραθέτω ό,τι κατάφερα να συγκεντρώσω.

Ενδελεχής έρευνα δεν κατέστη δυνατόν να γίνει στα αρχεία α] του κράτους [στη Σπάρτη], β] της ερανικής επιτροπής, γ] της πρώην κοινότητας Αρεοπόλεως και δ] της μητρόπολης, λόγω προστατευτικών μέτρων που ελάμβαναν οι υπηρεσίας εξαιτίας της πανδημίας του κορωνοϊού [κορονοίού, covid 19]. Γιατί τότε ξεκίνησα να γράφω και ολοκλήρωσα την παρούσα εργασία μαζί με άλλες. Όμως θεωρώ ότι με βάση όσα στοιχεία συνέλεξα δίνω μια σαφή εικόνα της ‘’περιπέτειας του ανδριάντα’’ ώσπου να στηθεί στο Αγιάτικο.

Σημειώνω, επίσης, ότι δε μπόρεσα να συζητήσω με τα μέλη της ερανικής επιτροπής, πλην ενός,  και όσους σχετίστηκαν με το έργο δοθέντος ότι έχουν προ πολλού πεθάνει. Ωστόσο θεώρησα σκόπιμο να αναφερθώ και στον ‘’βίο και την πολιτεία’’ του Πετρόμπεη, παραθέτοντας μια άλλη άποψη για αυτόν                

Η παρούσα εργασία, κατά συγκυρία, γίνεται με τη συμπλήρωση 202 χρόνων από το ’21.

Τιμώμενος.Τιμώμενο με τον ανδριάντα πρόσωπο είναι ο Πέτρος Μαυρομιχάλης [1765[;]-1848] από την Τσίμοβα, γόνος ισχυρής Μανιάτικης οικογένειας, που διετέλεσε μπέης της Μάνης τα τελευταία χρόνια της Τουρκοκρατίας [1816-1821], εισήλθε επικεφαλής Μανιατών στην Καλαμάτα, στις 23 Μαρτίου 1821, ως ελευθερωτής, υπέγραψε τη διακήρυξη της ανεξαρτησίας του γένους προς τις Ευρωπαϊκές αυλές  και πρωταγωνίστησε στα πολιτικά πράγματα της χώρας στα χρόνια του αγώνα και τα πρώτα χρόνια του νεοσύστατου ελληνικού κράτους.

Η ιδέα. Το ποιός είχε την ιδέα για την τοποθέτηση του ανδριάντα και πότε τη διατύπωσε δεν είναι σαφώς γνωστό. Παλιοί Αρεοπολίτες θεωρούν ότι την ιδέα ‘’πήραν [σσ άρα την πήραν από άλλον;] καλλιέργησαν και σκοπό της ζωής τους έταξαν να της δώσουν σάρκα και οστά’’ οι Αρεοπολίτες, Δημήτριος Σαμπατακάκης, πρώην νομάρχης και Δημήτριος Αντωνάκος-Μαυρομιχάλης, απόστρατος αντισυνταγματάρχης της χωρο-φυλακής, ενώ άλλοι αποδίδουν καθοριστικό ρόλο στον Δικαίο Βαγιακά-κο, μέλος της β΄ επιτροπής εράνου, που ο ίδιος χαρακτήριζε τον εαυτό του με επιστολή στην επιτροπή ως πρωτεργάτη [βλ. παρακάτω, πράξη 21/14-9-1981 β΄ ερανικής επιτροπής]. [Κατά τα λεγόμενα, επίσης, πα-λιών Αρεοπολιτών, οι δυο πρώτοι φέρονται να είχαν διαδραματίσει σημαντικό ρόλο και για τον εορτασμό της επετείου της 17ης Μαρτίου 1821 στην Αρεόπολη, μαζί με τον τότε γυμνασιάρχη Αρεοπόλεως Γεώργιο Ρόκκα και τον δημοσιογράφο Πότη Τσιμπιδάρο, ο οποίος πιθανολογείται από μερικούς και ως γεννήτορας της ιδέας για τον ανδριάντα].

Όμως, ξαναγράφω, δεν είναι σαφώς γνωστό η ιδέα τίνος ήταν.

Ως αίτημα [για ανδριάντα του μπέη στην Αρεόπολη] υποβλήθηκε τον πρώτο καιρό μετά την 21η Απριλίου 1967. Ίσως συζητήσεις, μεταξύ ‘’επωνύμων’’ Μανιατών, για μνημείο του Πετρόμπεη να είχαν γίνει και πριν αλλά επίμονα, με προοπτική υλοποίησης, θεωρείται ότι προταση έγινε μετά το απριλιανό πραξικόπημα.

Αιτία και αφορμή απετέλεσε ο εορτασμός της επετείου της 17ης Μαρτίου που ξεκίνησε στην Αθήνα, το 1959, από τον σύλλογο Αρεοπολιτών και στην Αρεόπολη, το 1961, από την κοινότητα και κυρίως το γυμνάσιο. [Περί αυτών βλ εργασία μου, Η 17η Μαρτίου 1821, ο εορτασμός της επετείου της και το γυμνάσιο Αρεοπόλεως κατά την περίοδο 1960-70].

Είχε καλλιεργηθεί έντονα και εμπεδωθεί στη συνείδηση των Αρεοπολιτών και πολλών Μανιατών από τους ομιλητές, στη γιορτή, αλλά και άλλους ‘’σημαίνοντες’’ απόδημους Αρεοπολίτες και Μανιάτες, μετά τον καθορισμό του εορτασμού, ότι στις 17 Μαρτίου 1821 οι Μανιάτες, με αρχηγό τον μπέη, κήρυξαν την επανάσταση ή μάλλον ‘’τον πόλεμο κατά της Τουρκιάς με αποτέλεσμα να τη συντρίψουν’’. Σ’ αυτόν τον πόλεμο, έλεγαν οι ομιλητές και οι υποστηρικτές του αιτήματος για ανδριάντα του Πετρόμπεη, συμμετείχαν όλοι οι Μανιάτες και έτσι το αίτημα για αναγνώριση της προσφοράς τους γινόταν αίτημα όχι μόνο των Αρεοπολιτών αλλά όλων των Μανιατών. Έπρεπε, λοιπόν, έλεγαν, να εκπροσωπηθούν αυτοί οι ήρωες-πρόγονοι από τον αρχηγό τους που ήταν ο μπέης και αυτό μπορούσε να γίνει, όπως ως τότε σ’ όλη την Ελλάδα γινόταν, με το να στηθεί όχι ένα μνημείο των αγωνιστών [των άγνωστων, ανώνυμων Μανιατών] αλλά ένας ανδριάντας του αρχηγού τους, του μπέη, που γινόταν διαχρονικό σύμβολο των αγώνων και του ηρωισμού των Μανιατών.

Προτομή του μπέη επί υψηλής στήλης υπήρχε [υπάρχει] στο νεκροταφείο του Λιμενιού αλλά αυτή, έλεγαν, είναι μικρή και σε μέρος ‘’που δεν τη βλέπει κανένας’’. ‘’Στον μπέη ταίριαζε μεγαλύτερη προβολή, γιγαντιαίο μνημείο, όπως του Κολοκοτρώνη, του Καραϊσκάκη, του βασιλιά Κωνσταντίνου’’.

Υπήρχε επίσης προτομή του στην Καλαμάτα και στο πεδίο του Άρεως στην Αθήνα. Θεωρούνταν όμως ‘’μικρά, κατώτερα του ανδρός’’.

[Τελευταία στήθηκε προτομή του στον δήμο Παπάγου, ανδριάντας στον δήμο της Βούλας  ενώ έχει δοθεί άδεια να τοποθετηθεί και στη σχολή των Ευελπίδων, στη Βάρη αλλά και στον Πειραιά].

Το κλίμα της εποχής. Η ιδέα γεννήθηκε και το αίτημα για τον ανδριάντα υποβλήθηκε σε μια χρονική περίοδο, έντονα φορτισμένη, της οποίας πρέπει να περιγραφεί το κοινωνικό, οικονομικό και πολιτικό κλίμα στην Ελλάδα και τη Μάνη καθώς και το κύμα της μετανάστευσης.

Ο χρόνος καθώς και οι συνθήκες, πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές που γεννάται ή διατυπώνεται μια πρόταση είναι αδιάφορη ή ανεξάρτητη των πραγμάτων; Είναι, πάντα, ουδέτερο ό,τι διατυπώνεται μέσα σε συγκεκριμένες πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες;  

[Διευκρίνιση. Σε καμία περίπτωση ο εμπνευστής και οι πρωτεργάτες της ιδέας για τον ανδριάντα του Πετρόμπεη ή όσοι εργάστηκαν γι’ αυτόν, με όποιο τρόπο [ερανική επιτροπή, δωρητές, γλύπτης κλπ], δεν ταυτίζονται, κατά την παρούσα εργασία, ιδεολογικά με την όποια πολιτική θέση ή αντίληψη. Δεν μπορούν όμως και να μη σημειώθούν οι εν γένει συνθήκες της εποχής και ο αναγνώστης ας κρίνει].

         Η οικονομική και κοινωνική κατάσταση της περιοχής κατά την περίοδο 1950-70. ‘’…Στην Αρεόπολη είδαμε μεγάλη φτώχεια. Εδώ οι άνθρωποι -όπως και στα άλλα χωριά της Μάνης- δεν έχουν τα κέφια τους γιατί τους δέρνει η αρρώστια της φτώχειας…’’ [εφ. Ο Φάρος της Λακωνίας, αρ. φ. 92, της 12-10-1957, σελ. 4].  

Έχω άμεση γνώση αλλά και εικόνα της κατάστασης για την Αρεόπολη, το χωριό μου [Βαχός] και ευρύτερα τη Μάνη, κατ’ εκείνη την εποχή, γιατί από μαθητής του δημοτικού σχολείου Βαχού, από δέκα ετών, πήγαινα, στις σχολικές διακοπές, για δουλειές στην Αρεόπολη και αργότερα ως γυμνασιόπαις, 1963-69, έμενα σε δωμάτιο στο δυτικό άκρο της, στα Τσαλαπιάνικα, κοντά στο παλιό γυμνάσιο, και έβλεπα τα χωράφια τα σπίτια και τους κατοίκους της στις εργασίες τους. Τα χωράφια και οι αυλές, νωρίς, απογυμνώνονταν από χορτάρι, καθώς δεν άφηναν τίποτε τα ισχνά ζώα, οι πέτρες ξεπρόβαλαν, δίνοντας εικόνα νεκρού τοπίου, ενώ οι λόγω ανομβρίας μισόξερες ελιές, που μέρος του καρπού τους έπεφτε χωρίς να ωριμάσει, έμοιαζαν με ‘’ικέτιδες που παρακαλούσαν να βρέξει’’.

 Οι κάτοικοι, όσοι δεν είχαν μεταναστεύσει, ήσαν γεωργοί, κτηνοτρόφοι και λίγοι ψαράδες, με γραμματικές γνώσεις δημοτικού ή μάλλον κάποιων τάξεων του δημοτικού, οι γυναίκες σχεδόν όλες αναλφάβητες, ένας πολύ συντηρητικός πληθυσμός, που είχε νωπές τις εμπειρίες του εμφυλίου. Η φτώχεια μάστιζε την περιοχή, αποχωρητήρια σε πολλά σπίτια δεν υπήρχαν -χρησιμοποιούσαν τις φραγκοσυκόμαντρες-, νερό έπαιρναν από τις στέρνες [που μάζευαν το νερό της βροχής κατά τον χειμώνα], ηλεκτρικό φως δεν υπήρχε, οι [χωματό]δρομοι είχαν λακκούβες μεγάλες που τον χειμώνα γέμιζαν νερό και γίνονταν αδιάβατοι, τα ζώα οι κτηνοτρόφοι τα περνούσαν μέσα από τον οικισμό, στο παζάρι [λαϊκή], κάθε Σάββατο, οι κεντρικοί δρόμοι γέμιζαν γαϊδούρια και μουλάρια των Μανιατών που έρχονταν από τα χωριά τους για πωλήσεις  και αγορές πουλερικών, χοιριδίων, οπωροκηπευτικών και άλλων αγαθών από τα μπακάλικα [αγορές με βερεσέδια που γράφονταν στα δεφτέρια], δουλειές δηλαδή που έκαναν κυρίως οι γυναίκες, γιατί οι άντρες συνωθούνταν στα καφε-νεία της Αρεόπολης, για να πιούν κρασί καθώς συναπαντιούνταν από διαφορετικά χωριά συμπέθεροι, κουμπάροι, μπατζανάκηδες, παλιοί γνώριμοι από τον στρατό κλπ και μάλωναν μεταξύ τους για το ποιος θα κεράσει τον άλλον καφέ ή κρασί [-‘’έ, να μη μας περάσουν για τίποτα κακο-μοίρηδες’’-] και αρκετοί, στην έσχατη φτώχεια που τους έδερνε, επεδίωκαν, με το ρουσφέτι και το πιστοποιητικό εθνικοφροσύνης, τα παιδιά τους να φύγουν και να διοριστούν κυρίως χωροφύλακες, πυροσβέστες [που τότε γι’ αυτές τις θέσεις χρειαζόταν απολυτήριο δημοτικού] ή σε κάποια άλλη θέση στο δημόσιο [αν είχαν γυμνασιακό απολυτήριο] ή οργανισμό πχ  ΟΛΠ. [Ας θυμηθούμε το περιώνυμο τηλεγράφημα, ‘’εγεν-νήθη άρρεν, κλείσατε θέσιν’’. Το ρουσφέτι για τους Πελοποννήσιους και βεβαίως για τους Μανιάτες έχει παλιές ρίζες, από την εποχή ‘’του μπάρμπα της Κορώνης’’ αλλά και της επίκλησης από τους ισχυρούς της βοήθειας των Δυτικών για να πάρουν [και με το μπαξίσι] από τον Σουλτάνο τα αξιώματα του καπετάνιου και ιδία του μπέη]. 

Δυστυχώς οι Μανιάτες, όντας συνηθισμένοι στο να κοιτάζουν το ατομικό τους συμφέρον, δεν ζητούσαν έργα ανάπτυξης του τόπου για την πρόοδο όλης της κοινωνίας [γενικό συμφέρον] αλλά ρουσφέτια σε προσωπική βάση.

Δεν έλεγαν, ‘’Ρουσφέτια μεις δε θέλομε- και τα παιδιά μας όλα

χωροφυλάκοι να γινούν.

Θέλομε έργα ανάπτυξης, έργα πνοής και δράσης,

να μείνουν πα τα τέκνα μας κι ο τόπος μας να ζήσει’’.

Η πραγματικότητα ήταν,

‘’Εκείνοι επήραν τα πολλά γιατ’ ήταν [ρουσφετ]…-ιάνοι

κι εμας μας βάλαν στη γωνιά γιατ’ ήμασταν [αξ[-ιοι]…-ιάνοι’’.

Υπήρχε, τότε, στην Αρεόπολη, ένα μικρό δημοσιοϋπαλληλικό σώμα με ειρηνοδίκη, συμβολαιογράφο, γιατρό, οδοντίατρο, κτηνίατρο, φαρμακοποιό, καθηγητές, δασκάλους, αγρονόμο, ταμία, χωροφύλακες που όμως δεν συναναστρεφόταν τους ντόπιους γεωργοκτηνοτρόφους. Κινητικότητα οικονομική και κοινωνική έδειχναν και λιγοστοί καταστηματάρχες και έμποροι ενώ ουσιαστικά ο πρόεδρος της κοινότητας και ιδία το συμβούλιο δεν είχαν κάποιο ιδιαίτερο ρόλο. Δεν είχαν αρμοδιότητες και πόρους, δεν τους έδινε σημασία η κεντρική εξουσία, ήταν γεωργοί, άνθρωποι χωρίς ιδέες, παραστάσεις από άλλα μέρη και όνειρα για τον τόπο τους και εκλέγονταν γιατί είχαν πολυάριθμο σόι, συμπέθερους, κουμπάρους και άλλους συγγενείς ή φίλους. Μετά τη μεταπολίτευση [1974] οι πρόεδροι των κοινοτήτων και τα συμβούλια απέκτησαν κάποια εξουσία για τη διαχείριση των τοπικών πραγμάτων στην αρχή υπό τον έλεγχο του νομάρχη και από το 1982 και μετά έχουν ευρείες αρμοδιότητες. Δύναμη, επίσης, σιγά-σιγά απέκτησαν και οι οικονομικοί παράγοντες της κωμόπολης που ολοένα και έκαναν μεγαλύτερη περιουσία λόγω εμπορίου, μεταφορών και τουρισμού.

Δηλαδή η κοινωνία της Αρεόπολης [και της Μάνης] ως το 1975 -1980[;] ήταν, κατά κύριο λόγο, γεωργοκτηνοτροφική και μαστιζόταν από τη μετανάστευση. Αν και η Αρεόπολη είχε καθημερινή, λεωφορειακή σύνδεση με την Αθήνα, είχε τηλέφωνο, εφημερίδες, ραδιόφωνο και επισκέψεις από ξενιτεμένα στην Αθήνα παιδιά της, εξακολουθούσαν οι κάτοικοι, στη μεγάλη πλειοψηφία τους, να συγκροτούν μια κοινωνία απομονωμένη από τον ‘’έξω κόσμο’’. Ο τουρισμός και τα πεπαιδευμένα τέκνα της, η βελτίωση του οδικού δικτύου και των συγκοινωνιών  άλλαξαν τα πράγματα στην Αρεόπολη και τη Μάνη τελευταία.  

Το πολιτικό κλίμα της περιοχής κατά την περίοδο 1950-1974. Στη Μάνη ο εμφύλιος, μέσα στη δεκαετία 1940-50 [‘’κατάσταση’’], άφησε πολλούς νεκρούς και εκδικητικά πάθη. Έγιναν, επίσης, πυρπολήσεις σπιτιών, καταστροφές σε περιουσίες, αρπαγές σε ζώα και άλλα αγαθά. Το μετεμφυλιακό κλίμα ήταν πολύ βαρύ. Οι αριστεροί και οι κεντρώοι, τουλάχιστον τα πρώτα χρόνια, δεν μπορούσαν να μείνουν και εξαναγκάστηκαν να φύγουν, όσοι δεν εξορίστηκαν ή φυλακίστηκαν. Και αν κάποιοι, μη δεξιοί, έμειναν, βρέθηκαν στο περιθώριο φοβισμένοι. Τα ΤΕΑ και οι παλιοί χίτες -και ενώ η χωροφυλακή ‘’έκανε πως δεν βλέπει της παλικαριές τους’’- ήταν οι φρουροί της εθνικοφροσύνης, φόβητρο κάθε μη δεξιού. Η εθνικιστική έξαψη και ο φανατισμός κυριαρχούσαν.

[Προσωπική θύμηση. Σε κεντρικό καφενείο της Αρεόπολης, Σάββατο, τέλος Σεπτεμβρίου 1963, που είχε παζάρι [λαϊκή], ήρθε από το χωριό του [στη Μέσα Μάνη] και μπήκε μέσα παλιός ομαδάρχης των χιτών που είχε σκοτώσει πολλούς εντός Μάνης αλλά και εκτός, ιδία στις περιοχές Λακεδαίμονος και Επιδαύρου Λιμηράς [‘’σα μυγολούς’’. Μυγολός είναι μικρότατο πουλί]. Μόλις τον είδαν οι θαμώνες ξεσηκώθηκαν και τον επευφήμησαν, ‘’Γειά σου, ρε …-άκο …-η, που εδόξασες τη Μάνη’’].

Ουσιαστικά ένα κόμμα υποστηριζόταν στα χωριά, ο συντηρητικός Εθνικός Συναγερμός, που μετά τον θάνατο του Παπάγου, μετονομάστηκε σε Εθνική Ριζοσπαστική Ένωση [ΕΡΕ] με αρχηγό τον Καραμανλή. Μια εφημερίδα, επίσης, διαβαζόταν [‘’αριά και που’’ στα χωριά], η [γηραιά] ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ. Όποιος αγόραζε πχ ΤΟ ΒΗΜΑ -εφημερίδα του κέντρου- έπρεπε να την κρύψει ή να τη ‘’διπλώσει’’.  

[Προσωπική θύμηση.Στην Αρεόπολη για πρώτη φορά ήρθε και μίλησε, όχι κρυφά ή ‘’προσεχτικά’’, μέσα σε καφενείο [του μπάρμπα-Νίκου], στο Αγιάτικο, πολιτευτής της Ε. Κ. παραμονές των εκλογών της 16ης Φεβρουαρίου 1964 και στην Κίττα παραμονές εκλογών της 18ης Οκτωβρίου 1981. Πριν μόνο ‘’κρυφά, διακριτικά, στο μιλητό των μυημένων κλπ’’ θα μπορούσε να κατεβεί στη Μάνη υποψήφιος του δημοκρατικού κέντρου].

Ήταν τέτοια η πίεση των μη δεξιών –μερικοί είχαν γυρίσει από την Αθήνα στα χωριά τους μετά το 1960- οι οποίοι –να σημειώσω χαρακτηριστικά- το βράδυ της 16ης Φεβρουαρίου 1964 που τις εκλογές είχε κερδίσει η Ένωση Κέντρου [ΕΚ] [όπως και το βράδυ της 3ης Νοεμβρίου 1963 που επίσης με μικρή διαφορά είχε κερδίσει η ΕΚ], όσοι κεντρώοι ήταν στην Αρεόπολη, βγήκαν, στον κεντρικό δρόμο, με λαμπάδες και φανάρια σα να γιόρταζαν την ανάσταση.

         Αλλά η ΕΚ παρέμεινε μικρό διάστημα στην κυβέρνηση, την διαδέχθηκε η κυβέρνηση των ‘’αποστατών’’ και στις 21 Απριλίου 1967 μια ομάδα στρατιωτικών κατέλαβε την εξουσία και κατάργησε τα πολιτικά δικαιώματα και τις ατομικές ελευθερίες των πολιτών.

Το πολιτικό κλίμα επανήλθε, από το 1967 ως το 1974, στην περίοδο του εμφυλίου και των πρώτων μετεμφυλιακών χρόνων. Φόβος επικρατούσε στους αντίπαλους του καθεστώτος, σε μεγάλο μέρος του λαού. Η ελευθερία των ιδεών και του λόγου καταργήθηκαν. Η άλλη άποψη απαγορεύτηκε. Ανενόχλητος έμενε ο υπάκουος [υπήκοος] και ευνοούμενος έγινε όποιος υπερθεμάτιζε στην ιδεολογία του καθεστώτος.

[Προσωπική θύμηση. Δυο μήνες μετά την 21η Απριλίου 1967, προς το τέλος Ιουνίου, καθώς τελειώναμε τα διαγωνίσματα –πήγαινα στη δ΄ γυμνασίου- περνώντας έξω από ένα καφενείο, ήταν καμιά δεκαριά άνδρες, Αρεοπολίτες, που κανόνιζαν την επομένη να πάνε στο βουνό Αρκουδόλατσα [Μακρυλάκκωμα, Άι-Λία], λίγο πιο πάνω και πέρα από το Κουσκούνι, για να ‘’γράψουν’’ μια επιγραφή, ένα σύνθημα για τη δικτατορία. Όπως έλεγαν είχαν ζητήσει άδεια από τον διοικητή του σταθμού χωροφυλακής Αρεοπόλεως και εκείνος τους την είχε δώσει. Πήγαιναν, λοιπόν, για μερικά πρωινά -‘’μη τους φάει η ζέστη’’- και τοποθετούσαν πάρα πολλές μεγάλες πέτρες, που τις ασβέστωσαν όταν ολοκλήρωσαν το έργο, αλλά τις έβαζαν με τέτοιο τρόπο ώστε από μακριά, από την Αρεόπολη, τους Σπήλιους και μακρύτερα, ίσως από τη θάλασσα, να διαβάζει ο περαστικός, ‘’ΖΗΤΩ Η 21Η ΑΠΡΙΛΙΟΥ’’. [Θυμάμαι τα πρόσωπα και τον αρχηγό τους αλλά δεν υπάρχει λόγος να τα γράψω]. Τέτοιες επιγραφές υπήρχαν σε πολλά βουνά της χώρας και ένας Αρεοπολίτης που είχε φορτηγό και πηγαινο-ερχόταν στην Αθήνα για μεταφορές τις είδε και έφερε την ιδέα στην Αρεόπολη].

Ο άκρατος εθνικισμός έγινε υποχρεωτική ιδεολογία και σε πολλούς, ‘’παντρεμένος’’ με τη φτώχεια, μακρόχρονη πληγή των Ελλήνων, δημιουργούσε ένα οπισθοδρομικό κλίμα. Η δικτατορία επεδίωξε να τονιστεί το εθνικιστικό φρόνημα των Ελλήνων.

 Έτσι μεταξύ άλλων, ενδεικτικά,

α] διαλαλούσε, κατά το προσφιλές της σύνθημα, ‘’Ελλάς Ελλήνων χριστιανών’’, ότι θα εκπλήρωνε ‘’το τάμα του έθνους’’, δηλαδή θα έκτιζε μεγάλη εκκλησία στην Αθήνα, που φερόταν ότι είχαν υποσχεθεί στην Παναγία αγωνιστές του ’21 και ως το 1967 δεν είχε γίνει,

β] διοργάνωνε εκδηλώσεις με ‘’αρχαίους πολεμιστές’’ στο στάδιο,

γ] έδειχνε ότι ήθελε, μόνον αυτή, να αναδείξει τους ήρωες,

δ] υποχρέωνε τους γυμνασιάρχες στις εθνικές γιορτές με τους μαθητές να καταθέτουν στεφάνια στα μνημεία όλων των ηρώων που βρίσκονταν στην τοπική αρμοδιότητα του σχολείου,

ε] χαρακτήριζε τον Ελληνικό λαό ‘’ασθενή που είχε βάλει στον γύψο και θα του τον έβγαζε εν καιρώ’’,  και

στ] ως σύμβολο είχε τον αναγεννημένο φοίνικα που έβγαινε από τη φωτιά με ένοπλο στρατιώτη. [Το πουλί της χούντας].

Αρκετούς, ένθερμους υποστηρικτές, αγωνιζόμενους μεταξύ τους για το ποιος είναι πλέον εθνικόφρων, θα εύρισκε και στη Μάνη, μια φτωχή, αγροτική και συντηρητική περιοχή, στην οποία, μετά τη λήξη του εμφυλίου πολέμου ή μάλλον νωρίτερα, είχαν μείνει [ως έχει σημειωθεί αλλά ξαναγράφεται για να τονιστεί η τότε κατάσταση] μόνον οι εθνικόφρονες και οι αδιάφοροι πολιτικά, γιατί οι ‘’άλλοι’’ [‘’οι άλλοι’’, όπως επί το επιεικέστερο τους έλεγαν] είτε είχαν εξοριστεί και φυλακιστεί είτε υποχρεωθεί από τα πράγματα να μεταναστεύσουν.

Στις 15 Αυγούστου 1968 έγιναν στο Οίτυλο ‘’τα αποκαλυπτήρια μνημείου των σφαγιασθέντων υπό των κομμουνιστών εθνικοφρόνων Οιτυλιωτών’’, εφ. Ο ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ [της Σπάρτης], αρ. φ. 289/25 Αυγ. 1968. [Κατά τον εμφύλιο στο Οίτυλο -και όχι μόνον εκεί- έγιναν ευρείας έκτασης φονικά πολιτικών αντιπάλων [βλ Δήμητρας Πέτρουλα, Που είν’ η μάνα σου, μωρή;’’] αλλά και ‘’ξεκαθαρίσματα παλιών λογαριασμών’’.

Στο δημοψήφισμα του 1968 [για το Σύνταγμα] στην Αρεόπολη ψήφισαν 599 και έλαβαν, ΝΑΙ 596, ΟΧΙ 1 και άκυρα 2. Στο Γύθειο ψήφισαν 3.488 και έλαβαν ΝΑΙ 3.242, ΟΧΙ 234 και άκυρα 12 [εφ. Ο ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ [της Σπάρτης], αρ. φ. 294/6-10-1968]. Στα χωριά όλα ΝΑΙ.

Την ίδια περίοδο ‘’συνεκροτήθη ερανική επιτροπή δια την συγκέντρωσιν χρημάτων προς κατασκευήν ανδριάντος του αειμνήστου λοχαγού Παν. Κατσαρέα ο οποίος θα τοποθετηθή εις Γύθειον. Μέχρι σήμερον συνεκεντρώθησαν 100.000 περίπου. Ο έρανος συνεχίζεται’’ [εφ. Ο Φάρος της Λακωνίας, αρ. φ. 326/28-10-1971]. Ο Κατσαρέας ήταν αρχηγός των ταγμάτων ασφαλείας στη Μάνη και τον σκότωσαν [20-3-1947] οι αντάρτες.

Με το β. δ. 157/25-2-1969, ΦΕΚ 46 Α/11-3-1969, ορίσθη η επέτειος της 17ης Μαρτίου 1821 να καθιερωθεί ως τοπική γιορτή στην Αρεόπολη. Ανεπίσημα, όπως έχει σημειωθεί, από ιδιωτική πρωτοβουλία, ξεκίνησε η επέτειος να γιορτάζεται το πρώτο στην Αθήνα, το 1959, από το σύλλογο Αρεοπολιτών, όπως και τον επόμενο χρόνο. Στη συνέχεια γιορταζόταν στην Αρεόπολη και δημιούργησε παράδοση.

[Η 17η Μαρτίου 1821 δεν μνημονεύεται από τους ιστορικούς ως ημέρα έναρξης του αγώνα και στις πηγές δεν σημειώνεται πλην μιας αναφοράς του Γενναίου Κολοκοτρώνη [γιού του Θεόδωρου] στα Ελληνικά Υπομνήματα, σελ. 8, ότι ‘’την 17ην Μαρτίου οι πρόκριτοι της Μάνης συνεννοήθησαν να λάβωσι τα όπλα κατά των Τούρκων’’ χωρίς να αναφέρει που έγινε αυτή η συνεννόηση, πόσοι και ποίοι ήταν, αν έκαναν διακήρυξη της απόφασής τους και τελετή έναρξης. Πάντως δεν ξεκίνησαν στις 17 ή τις 18 Μαρτίου. Με βάση τις υπάρχουσες πηγές φαίνεται να ξεκίνησαν από την Τσίμοβα για την Καλαμάτα μάλλον στις 21 [μια διαδρομή 80 χιλιομέτρων που άνετα κάλυπταν σε δυο μέρες]. Αλλά από άλλη πηγή [επιστολή του Πετρόμπεη στους Πιέρρο και Γεωργάκη Γρηγοράκη στις 11 Μαρτίου 1821] προκύπτει ότι στην Ανατολική Μάνη ήδη είχαν λάβει τα όπλα πριν τις 11 Μαρτίου 1821. Άρα εκείνοι είχαν αποφασίσει νωρίτερα. [Βλ. εργασία μου, Η 17η Μαρτίου 1821, ο εορτασμός της επετείου και το γυμνάσιο Αρεοπόλεως κατά τη περίοδο 1960-70]. Και άλλες πολλές συσκέψεις, πολύ πιο πριν, σε διάφορες επαρχίες, είχαν γίνει και αποφάσεις είχαν ληφθεί για να πάρουν τα όπλα [βλ. Αν. Κουτσιλιέρη, Ιστορία της Μάνης].

Υπάρχει και επιστολή του Χουρσίτ πασά προς τον Μεγάλο βεζύρη στις 22 Φεβρουαρίου 1821, στην οποία γράφει ότι ‘’η πλειονότητα των ραγιάδων στη χερσόννησο [σσ της Μάνης] έχει πάρει τα όπλα’’ [βλ. Η. Κολοβού, Η οργή του Σουλτάνου]. Δηλαδή είχαν αποφασίσει πολύ πριν την 17η Μαρτίου.

Ο Νικόλαος Λουμάκος, δικηγόρος Γυθείου, στις 22-9-1939, επί δικτατορίας Μεταξά, σε ομιλία του στην ολομέλεια του Δικηγορικού Συλλόγου Γυθείου [την οποία, ομιλία, εξέδωσε σε βιβλίο υπό τον τίτλο, Η Μάνη και τα ακίνητα της Ελληνικής επικρατείας εν αυτή], είπε ότι η Μάνη ήταν ανεξάρτητο κράτος και κήρυξε τον πόλεμο στην Οθωμανική αυτοκρατορία [αν και ο ίδιος δεν μνημόνευε, τότε, την 17η Μαρτίου, προφανώς γιατί ως τότε δεν γινόταν γιορτή ούτε είχε γίνει λόγος γι’ αυτή]. [Και όταν έφθασαν [1941] οι Γερμανοί στο Γύθειο, τους υποδέχτηκε, ως δήμαρχος, στην κεντρική πλατεία με βιολιά, χορεύοντας Καλαματιανό, γιατί πίστευε, όπως είπε, ότι οι Γερμανοί, ‘’με τον ανώτερο πολιτισμό τους, θα εκπολίτιζαν τα ήθη της περιοχής’’ [Βλ. Ιωάννη Καρακατσιάνη, Πόλεμος στη Μάνη, κατοχή, αντίσταση, εμφύλιος, διδακτορική διατριβή, σελ. 173. Αυτό διέσωσαν και παλιοί Γυθειάτες].

Τέτοια άποψη, ανεξάρτητο κράτος Μάνης που κήρυξε τον πόλεμο στον Σουλτάνο, δεν ευσταθούσε, καθόσον η Μάνη επί Τουρκοκρατίας ήταν [ημι]αυτόνομη και φόρου υποτελής επαρχία υπό την επικυριαρχία του Σουλτάνου [βλ. εργασία μου, Το Δίκαιο της Μάνης και η ιστορία του]. Ο Οθωμανός λχ φοροεισπράχτορας και περιηγητής Εβλιγιά Τσελεμπή, κατά το 1670, πήγε στην Τσίμοβα και τα γύρω χωριά να εισπράξει φόρους]. Ανυπόταχτη και αδούλωτη στο φρόνημα, με ανυπομονησία για την ελευθερία και πρόθυμη για εξέγερση θα μπορούσε να χαρακτηριστεί. Η άποψη όμως, του ανεξάρτητου κράτους Μάνης, έχει αποκρουσθεί. [Βλ. πχ. Σταύρου Καπετανάκη, Η Μάνη στη δεύτερη Τουρκοκρατία, σελ. 31, σημ. 11, όπου γράφει, ‘’…Δεν ευσταθεί η άποψη ότι η Μάνη  δεν επαναστάτησε το 1821, αλλά κήρυξε τον πόλεμο εναντίον της Τουρκίας. Η Μάνη έχει να επιδείξει αληθινές περγαμηνές ηρωισμού, θυσιών και προσφοράς στη πατρίδα και την ελευθερία της και δεν χρειάζονται εξω-πραγματικοί λεονταρισμοί’’]. Και ο Γ. Φίνλευ [Ιστορία τουρκοκρατίας και βενετοκρατίας στην Ελλάδα] πχ γράφει, ‘’…Έχει ειπωθεί πως η Μάνη δεν υποτάχτηκε  ποτέ σε ξένο κατακτητή. Αν και πολλοί συγγραφείς με κύρος επαναλαμβάνουν αυτόν τον ισχυρισμό, ωστόσο κι αυτό είναι ένα χοντροκομμένο λάθος’’.

Όταν ένας μπέης της Μάνης, ηγεμών της, ο Κωνσταντήμπεης [1810-1812] γράφει στον πασά της Τριπολιτσάς, ‘’Βελή πασά εφέντη… σκλαβικώς προσκυνώ και σύροντας το πρόσωπό μου εις την γη καταφιλώ τα ίχνη των ποδών σας…Θάρρει σκλαβικώ αναφέρω…’’ [Σταύρου Καπετανάκη, ό.π. σελ. 405] και ο Πετρόμπεης, ‘’είμαι βασιλικός άνθρωπος [σσ του Σουλτάνου], φυλάττω τας βασιλικάς διαταγάς ως κόρην οφθαλμού, κατά το απαραίτητον χρέος μου’’, Απ. Δασκαλάκη, Αρχείο Τζωρτζάκη-Γρηγοράκη, σελ. 59-60], και οι άλλοι σε ανάλογο πνεύμα κινούνταν, δεν μπορεί να αναφέρεται κανένας σε ανεξάρτητο κράτος. [‘’Πας ο παρά του Τούρκου παραλαμβάνων την εξουσίαν και εν ονόματι του Τούρκου  εξασκών αυτήν εις αυτά εξ ανάγκης τα μέσα προσέφευγεν, εξίσου απέναντι του Τούρκου ταπεινούμενος και αλαζονευόμενος ενώπιον των ομοδούλων’’, Δ. Βικέλας, Η Ελλάς προ του 1821, σελ.14].

[Αυτή ήταν η τακτική των κοτσαμπάσηδων έναντι των [ισχυρών] Τούρκων και των [αδύναμων] Ελλήνων. Γράφει ο Πουκεβίλ [Ταξίδι στον Μοριά], ‘’Οι Έλληνες έχουν τους πιο μεγάλους εχθρούς ανάμεσά τους. Είναι οι κοτσαμπάσηδες, που κυλιούνται στα πόδια των Τούρκων και βασανίζουν σκληρά εκείνους που έπρεπε να αγαπούν και να παρηγορούν…Κάτω από το μαχαίρι του Τούρκου ο Ρωμιός είναι σκλάβος, κάτω όμως από τη δύναμη του συμπατριώτη του [κοτσαμπάση]… γίνεται εκατό φορές πιο δυστυχισμένος’’. Και ο Φωτάκος, ‘’Οι κοτσαμπάσηδες … μόνο περί αυτών εφρόντιζον … εσχετίζοντο με τους άλλους Τούρκους … ελαμπροφόρουν εις τας εορτάς και πανηγύρεις των Τούρκων’’].

Παραμονές του αγώνα του ’21, ο καϊμακάμης της Τριπολιτσάς που υποπτευόταν εξέγερση των ραγιάδων διέταξε τους κοτσαμπάσηδες του Μοριά να μαζευτούν στην Τριπολιτσά. Ο Πετρόμπεης με διάφορες προφάσεις δεν πήγε αλλά έστειλε τον γιό του και τον ανηψιό του. Αν ήταν αρχηγός ανεξάρτητου κράτους δεν θα εδέχετο διαταγές από έναν διοικητή επαρχίας και δεν θα έστελνε ομήρους. Επίσης όταν ο Λάμπρος Κατσώνης έφθασε [1792] στο Πορτο-Κάγιο και ήθελε να ξεσηκώσει τους Μανιάτες, οι Οθωμανοί διέταξαν τον, τότε, μπέη Τζανή Γρηγοράκη να τον εκδιώξει και την ίδια διαταγή έλαβε και ο Πετρόμπεης όταν ο Κολοκοτρώνης κατέφυγε [Γενάρης του 1821] στην Καρδαμύλη.

Όμως η άποψη για ανεξάρτητο κράτος Μάνης, που διατυπώθηκε το 1939, κατά πόσο ήταν ανεπηρέαστη από το κλίμα της εποχής ή την προσωπική ιδεολογία εκείνου που την εξέφρασε;

         Η μετανάστευση. Η μετανάστευση ήταν μεγάλη πληγή για τη Μάνη από παλιά. Οι λόγοι πολλοί [φτώχεια, άγονο έδαφος, υπερπληθυσμός, γδικιωμοί κλπ]. Οι περισσότεροι που έφυγαν ήσαν οι νέοι, ‘’ανοιχτά μυαλά’’ και όσοι ήθελαν να προκόψουν. Έτσι η Μάνη στερήθηκε τα πιο καλά μυαλά, αυτά που μπορούσαν να της προσφέρουν πολλά.  

Σ’ αυτό το διάστημα, μετά τον εμφύλιο, που η μετανάστευση φούντωνε στο εσωτερικό [για Αθήνα] και το εξωτερικό [για τα ορυχεία του Βελγίου, τα εργοστάσια της Γερμανίας, τα εστιατόρια της Αμερικής και τους αγρούς της Αυστραλίας], οι Μανιάτες στην Αθήνα συνέστησαν συλλόγους [πχ ΜΑΝΗ και ΠΑΛΛΑΚΩΝΙΚΗ προ του 1954, Οιτύλου το 1954, Αλίκων, Ακροταινάριου περιοχής και Κοκκάλας το 1954, Γυθείου το 1956, Αρεόπολης το 1957, Πύργου το 1959, Βαχού το 1972], με σκοπό να επικοινωνούν μεταξύ τους και να κάνουν κάποιο έργο στο χωριό τους με συνεισφορές από τις μικρές οικονομίες τους. Μερικά από τα έργα που προείχαν για αυτούς ήταν τα μνημεία των ‘’υπέρ πατρίδος πεσόντων’’ και για τις εκκλησίες του χωριού τους. [Διανοίξεις δρόμων και ιδία αγροτικών προτάθηκαν αργότερα, από το 1980 και μετά, όταν δηλαδή άρχισαν πολλοί να απόκτούν ιδιωτικής χρήσης αυτοκίνητα και ήθελαν με αυτά να πηγαίνουν στο χωριό ή να αξιοποιήσουν τα χωράφια τους].  

Η ευκαιρία ‘’επί τόπου’’. Η ευκαιρία να τεθεί, επίμονα, το θέμα, για ανδριάντα του Πετρόμπεη στην Αρεόπολη, δόθηκε όταν στις 28 Μαΐου 1967, το απόγευμα, ένα περίπου μήνα μετά το απριλιανό πραξικόπημα, επισκέφθηκε την Αρεόπολη κλιμάκιο υπουργών με τους, Μακαρέζο [της τριάδας των ισχυρών του καθεστώτος, β΄ αντιπρόεδρο της κυβέρνησης και υπουργό Συντονισμού], Πουλαντζά [Κοινωνικής Πρόνοιας], Αν-δριτσόπουλο [Οικονομίας] και Ματθαίου [Γεωργίας] [βλ. εφ. ΜΑΝΗ, αρ. φ. 50/15-6-1967 και εφ. Ο Φάρος της Λακωνίας, αρ. φ. 267/30-7-1967]. Πήγαιναν στα σπήλαια του Διρού με ελικόπτερο, οπότε σταμάτησαν στην Αρεόπολη και οι κάτοικοι με το γυμνάσιο ‘’σε γραμμή’’, τους κάνα-με υποδοχή. Κατά πως λέγεται από παλιούς, τέθηκε, τότε, μετ’ επιτάσεως, το αίτημα για ανδριάντα, δοθέντος ότι εκεί ήταν ο ‘’δικός μας υπουργός’’, ο Πουλαντζάς και φυσικά ο ‘’τρίτος αδελφός’’ του Παπαδόπουλου, ο Νικόλαος Μακαρέζος. [Ο άλλος ‘’αδελφός’’ ήταν ο Παττακός]. [Επειδή, ως μαθητής, ‘’στη γραμμή’’, ήμουν παρών στην υποδοχή, έχω τη γνώμη, έτσι τουλάχιστον έμεινε στη μνήμη μου, ότι ο επικεφαλής του κλιμακίου ήταν ο Παττακός και συμμαθητές μου, που τους ρώτησα εσχάτως, κατά τη συγγραφή του παρόντος, αυτή την εντύπωση είχαν. Γράφω όμως για τον Μακαρέζο επειδή αυτό γράφουν οι εφημερίδες της εποχής και επειδή το έγραψαν τότε, θεωρώ ότι υπερισχύουν της δικής μου μνήμης και εκείνης των συμμαθητών μου].  

[Πιθανόν συζητήσεις για ανδριάντα του Πετρόμπεη, στην Αρεόπολη, να είχαν γίνει και παλαιότερα είτε στην Αθήνα, μεταξύ αποδήμων Αρεοπολιτών ή άλλων Μανιατών και τοπικών παραγόντων, κυρίως υπό την επήρεια και με την ευκαιρία του εορτασμού της επετείου της 17ης Μαρτίου αλλά αίτημα με επιμονή και μεγάλη προσδοκία ικανοποίησης του αιτήματος, εξ όσων κατέστη δυνατόν να πληροφορηθώ, έγινε αφ’ ότου οι συνταγματάρχες ανέλαβαν την εξουσία].

Ο Ευστάθιος Πουλαντζάς καταγόταν από τον Πύργο και ήταν Γενικός Διευθυντής [ανώτατος υπάλληλος] του υπουργείου Προνοίας [εφ. ΜΑΝΗ, αρ. φ. 49/15-5-1967, σελ. 1]. Η δικτατορία τον αναβάθμισε σε υπουργό με την εγκαθίδρυσή της [β.δ. 282/22-4-1967, ΦΕΚ Α 59/22-4-1967]. Ανήκε σε παλιά οικογένεια του Πύργου, μέλος της οποίας ήταν και ο Νίκος Πουλαντζάς, επιφανής αριστερός φιλόσοφος και πολιτειολόγος, που διέπρεψε στο Παρίσι όπου και τερμάτισε τον βίο του το 1978.

[Ο Ευστάθιος Πουλαντζάς παρέμεινε υπουργός και μετά το κίνημα του βασιλιά, στις 13-12-1967, στη δεύτερη κυβέρνηση των απριλιανών με πρωθυπουργό πλέον τον Παπαδόπουλο, ενώ ο Ροζάκης, από το Γύθειο, που και εκείνος είχε ορκισθεί υπουργός Δικαιοσύνης στην πρώτη δικτατορική κυβέρνηση, αποχώρησε και τον διαδέχτηκε ο Καλαμποκιάς].

Πριν έρθει στη Μάνη ο Πουλαντζάς είχε δεχτεί στο γραφείο του εκπροσώπους Μανιάτικων σωματείων που έθεσαν υπόψη του τα [πολλά] προβλήματα των Μανιατών [βλ. εφ. ΜΑΝΗ, αρ. φ. 50/15-6-1967].  

Η παραμονή των επισήμων στην Αρεόπολη ήταν σύντομη. Δεν υπήρχαν ξενοδοχεία, θα έπρεπε να γυρίσουν πριν νυχτώσει στην Καλαμάτα, τη Σπάρτη ή το Γύθειο. Μετά την προσφώνηση και τις αντιφωνήσεις, τους προσφέρθηκαν Μανιάτικες δίπλες [γλυκά] και οι υπουργοί είχαν κάποιες, σύντομες, συζητήσεις με τους τοπικούς παράγοντες.

Θυμάμαι μια εύσωμη γυναίκα, τη θειά-…, που είχε κατάστημα κοντά στις δίδυμες εκκλησίες, η οποία  αγκάλιασε τον Πουλαντζά τον φίλησε και όλο του έλεγε, ‘’κορώνα μου’’ και ‘’κορώνα μου’’. [Δικό μας ‘’παιδί’’ ήταν].‘’Σάμπως δε θέλαμε και μεις, νάναι Μανιάτης υπουργός,

               νάχομε την υπόληψη όλοι μέσα στο σπίτι μας’’;

Στην εφ. ΜΑΝΗ, αρ. φ. 51/10-7-1967 για την επίσκεψη του εξ υπουργών κλιμακίου σημειώνεται ότι, ‘’Η Ελένη Χρυσικάκη-Ρεσβάνη χαιρέτησε τους υπουργούς ως εξής,

‘’Με ωραιότατα γλυκά  και με υπέροχα άνθη,

με κρίνα, με τριαντάφυλλα, με άνθη παραδείσου,

έρραναν τους υπουργούς, να τους καλωσορίσουν.

Εξοχώτατοι, καλώς ήρθατε, κι ας βάλατε και κόπο,

εσείς τον εκτιμήσατε της Μάνης μας τον τόπο.

Στον τόπο μας οι υπουργοί, ψηλώσαμε μια σπιθαμή,

τ’ είναι του κράτους μας η στολή και της Ελλάδος η τιμή.

Μα υπουργός ο Πουλαντζάς, ψήλωσ’ η Μάνη μιάν οργιά.

Χαίρετ’ ο κόσμος, ο ντουνιάς, κι όλα της Μάνης τα χωριά.

Όλοι να το εγκρίνομε και να τους ευχηθούμε,

‘’Αυτή μας τη κυβέρνηση μόνιμη να την δούμε’’.

Η ανταπόκριση στο αίτημα που υποβλήθηκε, τότε, για τον ανδριάντα λέγεται ότι ήταν θετική και άμεση.

Μετά απ’ αυτά…οι Αρεοπολίτες αξιοποίησαν την κατάσταση.

Από το φύλλο 272/30-11-1967 της εφημερίδας Ο Φάρος της Λακωνίας, σελ. 3, στήλη Λακωνικά, πληροφορούμεθα, ‘’Ο πρόεδρος της κοινότητας Αρεοπόλεως κ. Ηλίας Κατσιβέλης και ο συνεργάτης μας [σσ της εφημερίδας] κ. Δικαίος Βαγιακάκος…επεσκέφθησαν τον εκλεκτόν συμπολίτην μας κ. Βασίλειον Φαληρέαν…και συνεζήτησαν δια την κατασκευήν χαλκίνου ανδριάντος εις υπερφυσικόν μέγεθος του… Πετρόμπεη…. Ο ανδριάς…θα στηθή εις κατάλληλον θέσιν. Προς τον σκοπόν τούτον υπάρχει εις την διάθεσιν της κοινότητος Αρεοπόλεως εν σημαντικόν ποσόν. Επειδή όμως τούτο δεν επαρκεί ο πρόεδρος της κοινότητος…θα συγκροτήση ερανικήν επιτροπήν εκ κατοίκων της Αρεοπόλεως αλλά και άλλων Μανιατών δια την διενέργειαν εράνου μεταξύ κυρίως των Μανιατών αλλά και των Λακώνων και άλλων Ελλήνων’’.  Την ίδια πληροφορία ανέγραψε και η εφημερίδα ΜΑΝΗ, αρ. φ. 54/10-11-1967.

Η επίσκεψη δεν απέδωσε καρπούς με την έννοια να αναλάβει ο Φαληρέας το έργο αλλά οπωσδήποτε θα τους ενημέρωσε για το ζήτημα από τεχνική άποψη...να έχουν μια εικόνα, κάποιες πληροφορίες.

Η πρώτη επιτροπή εράνου. Με το β.δ. 216/12-3-1968, ΦΕΚ Α 62/27-3-1968, ‘’Έχοντες υπ’ όψει, 1] τα άρθρα 122-126 του Αστικού Κώδικος…2] το υπ’ αρ. 40367/7-11-1967 έγγραφον της Νομαρχίας Λακωνίας περί συγκροτήσεως Ερανικής Επιτροπής ανεγέρσεως ανδριάντος Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη εν Αρεοπόλει Λακωνίας… απεφασίσαμεν και διατάσσομεν.

Άρθρον μόνον.

Ι]Συγκροτούμεν Ερανικήν Επιτροπήν αποτελουμένην εκ των...

1. Μητροπολίτου Γυθείου-Οιτύλου κ. Σωτηρίου.

2 Εισαγγελέως Γυθείου.

3. Ηλία Κατσιβέλη, Προέδρου Κοινότητος Αρεοπόλεως.

3 Γεωργίου Τζωρτζάκη, Δημάρχου Γυθείου.

5. Ανδρέου Τηλιδώνη, Διευθυντού Κ.Κ. Προνοίας Σπάρτης.

6 Αντωνίου Κλησιάρη, Εισαγγελέως Πρωτοδικών.

ΙΙ] Έδρα της επιτροπής ορίζεται η Αρεόπολις Λακωνίας, διάρκεια δε αυτής ετήσια.

ΙΙΙ] Σκοπός της επιτροπής έσται η διενέργεια πανελληνίου εράνου προς συλλογήν χρημάτων δια την ανέγερσιν ανδριάντος του οπλαρχηγού της Ελληνικής Επαναστάσεως Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη εις Αρεόπολιν Λακωνίας.

ΙV] Η επιτροπή ευρίσκεται εν απαρτία εάν τα παρόντα μέλη είναι πλείονα των απόντων, αι δε αποφάσεις αυτής λαμβάνονται δια της πλειοψηφίας των παρόντων μελών και καταχωρώνται εις ειδικόν βιβλίον τηρούμενον παρ’ αυτής και υπογραφόμενον υπό των παρόντων μελών.

V].Το καθαρόν ποσόν του εράνου κατατεθήσεται παρά τη Εθνική Τραπέζη…

VI] Η ανάθεσις ως και η παρακολούθησις του … έργου θα γίνη εξ ειδικών προσώπων…

Εν ονόματι του Βασιλέως, Ο αντιβασιλεύς Γ. Ζωιτάκης. Ο επί της Κοινωνικής Προνοίας υπουργός, Ευστάθιος Πουλαντζάς’’.

 Και έτσι έγινε επιτροπή εράνου για να μαζέψει χρήματα από όλους τους Έλληνες και κυρίως τους Μανιάτες για την κατασκευή ανδριάντα του Πετρόμπεη ‘’ως έργο εξ εράνου των Πανελλήνων’’.

Κατά το άρθρο 122 του Αστικού Κώδικα, ‘’Επιτροπές από πέντε τουλάχιστον μέλη, που έχουν σκοπό να συγκεντρώσουν χρήματα ή άλλα αντικείμενα με εράνους, γιορτές ή άλλα παρόμοια μέσα, για την εξυπηρέτηση ορισμένου σκοπού δημοσίου ή κοινωφελούς [επιτροπές εράνων], αποκτούν προσωπικότητα με διάταγμα’’.  

Η επιτροπή ήταν 5μελής αλλά από τυπικό λάθος έγινε 6μελής επειδή ο εισαγγελέας γράφτηκε δυο φορές. Οι περισσότεροι των μελών έμεναν στο Γύθειο, ένας στη Σπάρτη, ο κοινοτάρχης στην Αρεόπολη όπου και η έδρα της επιτροπής. Εκεί έπρεπε να συνεδριάζουν. Αλλά η μετακίνησή τους από την Σπάρτη και το Γύθειο ως την Αρεόπολη ήταν δύσκολη με τη συγκοινωνία, καθώς αυτοκίνητα ΙΧ δεν υπήρχαν ή ήταν λιγοστά και ο δρόμος ήταν γεμάτος πέτρες και λακκούβες και γινόταν πολύωρη. Ωστόσο και οι ίδιοι διορίστηκαν λόγω της υπηρεσίας τους, δεν φαίνεται να είχαν ιδιαίτερη ζέση για το έργο, σύντομα διαπιστώθηκε ότι η επιτροπή δε μπορούσε να λειτουργήσει και έπρεπε να αναζητηθούν πρόσωπα με καταγωγή από τη Μάνη, γνώση της ιστορίας του τόπου και αγάπη γι’ αυτόν και το έργο που θα αναλάμβαναν.

Γνωστοί Μανιάτες από τους απόδημους που ζούσαν στην Αθήνα και ‘’είχαν τη καρδιά στη Μάνη’’ εξέφρασαν τους προβληματισμούς τους για την επιτυχία της συγκεκριμένης επιτροπής που θα αντιμετώπιζε πολλά προβλήματα ως μη έχουσα ιδιαίτερη επαφή και άμεση σχέση με τη Μάνη πέραν της υπηρεσιακής και επεδίωξαν να ανατεθεί το έργο σε Μανιάτες που ασχολούνταν με την ιστορία ή την προβολή του τόπου τους.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Η δεύτερη επιτροπή εράνου. Και έτσι…

Με το β.δ. 659/30-9-1969 [ΦΕΚ Α 203/16-10-1969] και ύστερα από το με υπ΄αρ. 32952/16-9-1969 έγγραφο του Νομάρχη Λακωνίας, ‘’Περί συγκροτήσεως και παρατάσεως της θητείας της Ερανικής Επιτροπής…απεφασίσαμεν και διατάσσομεν. Ανασυγκροτούμεν την… Ερανικήν Επιτροπήν…ορίζοντες όπως αύτη αποτελείται εκ των κάτωθι. 1 Μητροπολίτου Γυθείου-Οιτύλου ως Προέδρου. 2. Αποστόλου Δασκαλάκη, Κα-θηγητού Πανεπιστημίου, 3 Δικαίου Βαγιακάκου, Συντάκτου Ιστορικού Λεξικού της Ακαδημίας Αθηνών, 4 Δημητρίου Μιχ. Σαμπατακάκη, τέως Νομάρχου, 5 Ευαγγέλου Αντ. Φραγκάκου, Οικονομικού Επιθεωρητού, 6 Παύλου Γ. Ξιφαρά, Γυμνασιάρχου, 7 Δημητρίου Πετρ. Αντωνάκου, αντ/ρχου Χωροφυλακής ε.α. 8 Πόθου Δ. Καλαποθάκου, Μηχανικού Δ.Ε. 9 Ηλία Κατσιβέλη, Προέδρου Κοινότητος Αρεοπόλεως…’’  και παρατάθηκε η θητεία της επιτροπής μέχρι 31 Δεκεμβρίου 1970.

Ο μητροπολίτης Γυθείου-Οιτύλου Σωτήριος ‘’ενθρονίστηκε’’, στο Γύθειο, στις 19-12-1965 [βλ. εφ. Ο Φάρος της Λακωνίας, αρ. φύλλου 245/19-1-1966]. Ο μητροπολίτης δεν ήταν Μανιάτης.

Ο Απόστολος Δασκαλάκης, από το χωριό Νιοχώρι του τέως δήμου Καρυουπόλεως, ήταν καθηγητής της Μεσαιωνικής και Νεότερης Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, του οποίου είχε διατελέσει και πρύτανις και είχε σημαντικό συγγραφικό έργο. Ο Δικαίος Βαγιακάκος, δ. φ. καταγόταν από την Κίττα, του τέως δήμου Μέσσης, και είχε γράψει αρκετές εργασίες για τη Μάνη. Οι δυο τους [μαζί με τον μητροπολίτη] ήταν οι μόνοι που δεν κατάγονταν από την Αρεόπολη και ήσαν [οι δυο τους] μελη της Εταιρείας Λακωνικών Σπουδών [βλ. παρακάτω]. Οι άλλοι, Δημήτριος Σαμπατακάκης, Ευάγγελος Φραγκάκος, Παύλος Ξιφαράς, Δημήτριος Αντωνάκος, Πόθος Καλαποθάκης και Ηλίας Κατσιβέλης, ήταν Αρεοπολίτες που έμεναν στην Αθήνα εκτός του τελευταίου που ήταν πρόεδρος στην Αρεόπολη όπου και έμενε μόνιμα εκεί. Κατά τους παλιούς Αρεοπολίτες ο Σαμπατακάκης και ο Αντωνάκος ήσαν οι πλέον δραστήριοι [ο τελευταίος μάλιστα ως Μαυρομιχάλης και πρώην αξιωματικός της Χωροφυλακής, που τότε η Χωροφυλακή είχε ιδιαίτερο κύρος, όπως και ο στρατός, ‘’πέρναγε τον λόγο του’’ στην Αρεόπολη].

[Η Εταιρεία Λακωνικών Σπουδών συνεστήθη το 1966 [Ο Φάρος της Λακωνίας, αρ. φύλλου 253/25-6-1966 με πρόεδρο τον Παναγιώτη Πουλίτσα, αντιπροέδρους τους Απόστολο Δασκαλάκη και Ιωάννη Θεοδωρακόπουλο [καθηγητή φιλοσοφίας], γενικό γραμματέα τον Δικαίο Βαγιακάκο, ειδικό Γραμματέα τον Ηλία Παπαθανασόπουλο, ταμία τον Ηλία Ξανθάκο και μέλη τους Ιωάννη Σταματάκο, Ιωάννη Ξανθάκο, Αριστείδη Πουλαντζά, Αναστάσιο Ατσαβέ και Παύλο Μελά. Εξέδιδε το περιοδικό ‘’Λακωνικαί σπουδαί’’ με σημαντικές εργασίες για την ιστορία της Λακωνίας και ιδίως της Μάνης [αλλά, έχω τη γνώμη ότι θα έπρεπε να καταχωρεί -και να επιδιώκει να δημοσιεύει- εργασίες ειδικών επιστημόνων [γεωπόνων, υδρολόγων, περιβαντολόγων, αρχιτεκτόνων κλπ] για τα προβλήματα της περιοχής και κυρίως για την ανάπτυξή της].

Έρανοι. Στις 20 Νοεμβρίου 1970 σε ανακοίνωση-έκκλησή της η επιτροπή εράνου έγραφε, ‘’…Ποιούμεθα, λοιπόν, έκκλησιν προς όλους τους Λάκωνας και ιδιαιτέρως προς τους Μανιάτας ίνα συμβάλλουν εις την πραγματοποίησιν του ως άνω σκοπού αποστέλλοντες την εισφοράν των είτε εις τον ταμίαν της επιτροπής κ. Δημήτριον Αντωνάκον…είτε εις την Εθνικήν Τράπεζαν της Ελλάδος, αριθμός λογαριασμού…’’ και δημοσίευε κατάλογο εισφορών, ‘’Εκ προηγουμένων εισφορών 85.000 δραχμαί, …[σσ δημοσιεύει μερικά ονόματα χορηγών]…Σύνολον 146.000’’. [εφ. ΜΑΝΗ, αρ. φ. 82/ Δεκεμβρίου 1970 και εφ. Ο Φάρος της Λακωνίας, αριθμός φύλλου 316/12 Ιανουαρίου 1971].

Με το β. δ. 274/12-3-1971 [ΦΕΚ Α 84/30-4-1971 παρατάθηκε η θητεία της ερανικής επιτροπής μέχρι 31 Δεκεμβρίου 1972.

Η επιτροπή όμως σκέφθηκε να εμπλουτίσει τον χώρο όπου θα στηνόταν ο ανδριάντας με λάβαρο, να τον κάνει πλέον εντυπωσιακό και έτσι με το β.δ. 778/8-12-1972 [ΦΕΚ Α 228/18-12-1072], α] ορίστηκε ‘’…όπως… συμπληρωθή και η κατασκευή χαλκίνου ομοιώματος του υπό του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη υψωθέντος την 17-3-1821 Λαβάρου’’ και   β] παρατάθηκε η θητεία της μέχρι 31-12-1975.

Υπήρξαν όμως και αγανακτισμένοι για την ‘’ταπείνωση’’ του Πετρόμπεη. Σε επιστολή του στην εφ. ΜΑΝΗ, αρ. φ. 79/30-4-1970, απόστρατος, εξοργισμένος, σημειώνει ότι το μνημείο του Πετρόμπεη έπρεπε να γίνει από την πολιτεία στο κέντρο των Αθηνών-η Αρεόπολη ήταν μικρή για τον άνδρα- και απτόητος  σημείωνε ότι ‘’ούτε μιαν δραχμήν δεν θα προσφέρω δι’ ανδριάντα του Πετρόμπεη εις Αρεόπολιν’’. Και άλλος επιστολογράφος, στο ίδιο φύλλο της εφημερίδας, θεωρεί ότι το πρέπον μέρος ήταν η Αθήνα.  

Έτσι η επιτροπή για να προφτάσει άλλους  ’’ζηλωτές’’ που δεν τους ‘’έφτανε’’ ο ανδριάντας του μπέη στην Αρεόπολη αλλά ζητούσαν να γίνει και στην Αθήνα [πρωτευόντως στην Αθήνα], δεν αδράνησε και με το π. δ. 606/31-8-1974 [ΦΕΚ Α 254/19-9-1974, στην μεταπολίτευση] ορίστηκε, ‘’ύστερα από αίτημα της ερανικής επιτροπής, να κατασκευαστεί και άλλος πανομοιότυπος ανδριάς του για να τοποθετηθεί στη συμβολή των οδών Βασ. Μπούσγου και λεωφόρο Αλεξάνδρας του δήμου Αθηναίων προς τον οποίον και να δωρηθεί’’ [όπως όρισε ο δήμος Αθηναίων με την υπ’ άρ. 6/28-2-1973 απόφασή του δημοτικού συμβουλίου, αλλά δεν τοποθετήθηκε ποτέ]. Με το ίδιο διάταγμα παρατάθηκε η θητεία της επιτροπής μέχρι 31 Δεκεμβρίου 1977. [Η οδός Β. Μπούσγου ‘’βγαίνει’’ στη λεωφόρο Αλεξάνδρας ακριβώς δίπλα στο πεδίο του Άρεως].

Ωστόσο ‘’το νερό είχε μπει στ’ αυλάκι’’ για τον ανδριάντα, πολλοί ‘’το είχαν πάρει ζεστά’’, ο Πετρόμπεης είχε ανασυρθεί από την ιστορία και γινόταν θέμα σε Μανιάτικους κύκλους στην Αθήνα που ήθελαν να προβάλουν τον τόπο τους αλλά και στην Αρεόπολη ιδία με την ευκαιρία του, κατά κάθε χρόνο, εορτασμού της επετείου της 17ης Μαρτίου 1821.

Το 1971 με την ευκαιρία των πανελληνίων εορτών της εκατοπεντηκονταετηρίδας από την κήρυξη του αγώνα της Εθνικής ανεξαρτησίας, η Εταιρεία Λακωνικών Σπουδών θεώρησε πρέπον να τιμήσει τη μνήμη του Πετρόμπεη και διοργάνωσε τελετή στον φιλολογικό όμιλο ‘’Παρνασσός’’ με ομιλητή τον Απόστολο Δασκαλάκη. Επίσης και η νομαρχία Λακωνίας προκήρυξε διαγωνισμό ‘’συγγραφής ιστορικού έργου’’ για τον Πετρόμπεη [Ο Φάρος της Λακωνίας, αρ. φ. 316[317]/12-1-1971]. Δεν γνωρίζω αν είχε αποτέλεσμα.

Την ίδια περίοδο ενορίες, κοινότητες και εξωραϊστικοί σύλλογοι έκαναν έρανο για την επισκευή εκκλησιών στο χωριό τους. [Ο  Άϊ-Θανάσης, στο Αγιάτικο της Αρεόπολης, που ήταν σε κατάσταση ερειπίου επί πολλά χρόνια, αποφασίστηκε να επισκευαστεί το 1967 [Ο Φάρος της Λακωνίας, αρ. φ. 263/4-3-1967, σελ. 3] και ολοκληρώθηκε μερικά χρόνια αργότερα. Έρανοι γίνονταν και για την ανέγερση [μικρών] ηρώων ‘’των υπέρ πατρίδος πεσόντων’’, σε άλλα χωριά.   

Έρανο έκαναν κάθε Μεγάλη Παρασκευή στις εκκλησίες για την αποπεράτωση του Πανάγιου Τάφου στα Ιεροσόλυμα. Θυμάμαι επίσης, όταν πήγαινα στο δημοτικό, πως ο πρόεδρος της κοινότητας, με τον δάσκαλο, τον ενωματάρχη της χωροφυλακής και τον παπά περνούσαν από τα σπίτια [ένα-ένα] και έκαναν έρανο, νομίζω, για τον Ερυθρό Σταυρό.

Έρανος είχε γίνει στη δεκαετία του 1920 για να συγκεντρωθούν χρήματα, πέραν όσων χορήγησε το κράτος -τα οποία δεν έφθασαν- για την ανέγερση του γυμνασίου Αρεοπόλεως.

Τώρα έρανος γινόταν για τον Πετρόμπεη. Δεν γύριζαν στα σπίτια αλλά έκαναν έκκληση από τον τοπικό τύπο και το έλεγαν συνεχώς στις εκκλησίες και τις όποιες εκδηλώσεις, γιορτές και γενικά μαζώξεις Μανιατών στη Μάνη και την Αθήνα.

Δημοσιεύσεις με τα ονόματα όσων προσέφεραν γίνονταν από τις Μανιάτικες εφημερίδες [πχ ΜΑΝΗ, αρ. φ. 83/Ιανουάριος-Φεβρουάριος 1971 και 85/Απρίλιος-Μάιος 1971. Αντίστοιχα και στην εφ. Ο Φάρος της Λακωνίας].

Προτροπές για το ‘’ΧΡΕΟΣ’’ των Μανιατών να εισφέρουν βλ. εφ. ΜΑΝΗ, αρ. φ. 70/30 Απριλίου 196972/Ιούνιος-Ιούλιος 1969 και στην ίδια, αρ. φ. 72/Ιούνιος-Ιούλιος 1969. Στις Μανιάτικες εφημερίδες, σε συνέχειες, δημοσιεύονταν ονόματα πολιτών και οργανισμών που έκαναν προσφορές [βλ. εφ. Ο Φάρος της Λακωνίας, αρ. φ. 320/12-4-1971, 321/ 28-5-1971, 322/30-6-1971, 326/28-10-1971, 328/24-12-1971, 329/31-1-1972, 334/30-6-1972, και αντίστοιχα στην εφ. ΜΑΝΗ].

Μέχρι και ο δικτάτορας Γεώργιος Παπαδόπουλος έδωσε 150.000 δραχμές ‘’εκ της πιστώσεως του προϋπολογισμού των ιδίων αυτού εξόδων’’ [Ο Φάρος της Λακωνίας, αρ. φ. 330/29-2-1972].

Πολίτες, διορισμένες διοικήσεις κοινοτήτων, δήμων, οργανισμών και συλλόγων από όλη την Ελλάδα προχώρησαν σε δωρεές, Επίσης τον οβολό τους προσέφεραν μητροπόλεις και ενορίες.

Την ίδια περίοδο [1969-70] γίνονταν προσφορές για ‘’το τάμα του έθνους’’, την εκκλησία που είχε εξαγγείλει [Δεκέμβριος 1968] ο Παπαδόπουλος να χτίσει σε περίοπτη θέση στην Αθήνα [και τελικά δεν έκανε].

Η Μανιάτικη κοινωνία, αν και φτωχότατη, ήταν κοινωνία αντιθέσεων [σοϊλήδων και αχαμνόμερων] αλλά προπάντων, ως κοινό σημείο, ήταν, για πολλούς, κατ’ εξοχήν κοινωνία επίδειξης, όπου το κάθε σόι, πλούσιων ή φτωχών, μικρό ή μεγάλο, αλλά και κάθε άτομο, επεδίωκε τη μεγαλύτερη προβολή με την απόκτηση ένοπλης δύναμης και πλούτου [πύργους, χωράφια, μύλους, λιοτρίβια, κοπάδια, σέμπρους, εργάτες κλπ]. Και τον πλούτο, αρχικά, οι ισχυροί απέκτησαν με τη δύναμη [ξεκλήρισμα αντίπαλου σοϊού και αρπαγής περιουσίας του, πειρατεία, απόκτηση εξουσίας σε τοπικό επίπεδο για μονοπώλιο, φορολογία και έλεγχο εμπορίου]. Έτσι αναδείχτηκαν τα ισχυρά σόια από τα οποία προήλθαν οι διορισμένοι από τον Σουλτάνο μπέηδες και καπετάνιοι.   

Από την άλλη οι αχαμνόμεροι, ο πολύς λαός, ήταν σε οικονομικά τραγική κατάσταση [αλλά ο εγωισμός…εγωισμός. ‘’Μόνο να ακούγεται το όνομα’’. ‘’Ας με λένε Σουμπασίνα, και ας ψοφώ από τη πείνα’’].

Η κοινωνία της Μάνης, από παλιά, κυρίως στην κορυφή της [σοϊλήδες] αλλά, ενίοτε, και στη βάση [αχαμνόμεροι] ήταν, όπως σημειώθηκε παραπάνω, κοινωνία επίδειξης. ‘’Να μας βλέπουν. Να φαινόμαστε’’. ‘’Να σ’ ακούν οι άλλοι και να σε λογαριάζουν. Να σκάνε από τη ζήλεια τους’’.

‘’Έλα, αφέντη μου, στη χώρα,- να τραβάς το σκάνταλο

και να κάνεις διάλαλο’’.

’’Άλλαξα και στολίστηκα- και όλοι με τηράζασι,

από τα νύχια ως τη κορφή- κι ήμουν λεβέντρα διαλεχτή,

μέσα στη χώρα αρεστή’’.

‘’Ε, Λία Δημαρόγγονα, με το μεγάλο σου όνομα’’.

‘’Είμαι από ψηλό δεντρό κι από γερό παπουδικό’’.

‘’Εγώ είμ’ η Πόύλια τ’ ουρανού πούχω τους πέντε αδελφούς’’.

‘’…………δεκάξι πρωτοξάδερφα’’.

’’Σα περπατούσες στη Σκαμνιά- σ’ έτρεμ’ ο κόσμος κι ο ντουνιάς’’.

‘’Μάνα μου ήρθε ο στρατός- και ο Γιάννης είναι μπροστινός’’.

‘’Να είσαι πρώτος στο στρατό- κι ο κάλλιος αξιωματικός’’.

‘’Να γίνεις πρώτος αρχηγός και πρώτος αξιωματικός’’. [Είχαν μεγάλη αδυναμία στα πηλίκια, τις στολές, τα γαλόνια, τα σπαθιά, τα όπλα, το στρατιωτικό σώμα].

Όλοι κατάγονταν από τους αρχαίους Σπαρτιάτες, βεβαίως τους άρχοντες και πολεμιστές, όχι τους είλωτες. Και αν κάποιος δεν ήταν Σπαρτιάτης εκ καταγωγής, τότε προερχόταν από Βυζαντινούς πατρίκιους ή Δυτικούς πρίγκιπες [Δόγη Βενετίας ή Μοροζίνι] ή νεράιδες [νεραϊδόσογο] ή θρυλικούς, παμπάλαιους ήρωες... [Κι αν δεν καταγόταν ‘’από τρανή γενιά κι από μεγάλο σόι’’ δεν είχε πρόβλημα να φτιάξει γενεαλογικό δενδρο ζηλευτό. Αυτό άλλωστε ήθελε, οι άλλοι να ζηλεύουν].

Και οι πύργοι ναι μεν χτίστηκαν για την άμυνα των σοϊλήδων αλλά οι πολύ υψηλοί έγιναν για επίδειξη και προβολή δύναμης.

Τον Απρίλιο του 1821 όταν μαζεύτηκαν στο Βαλτέτσι αρκετοί οπλαρχηγοί με τις ένοπλες ομάδες τους για να χτυπήσουν την Τριπολιτσά, προτάθηκε να γίνει καταμέτρηση [και καταγραφή] των ανδρών. Οι μόνοι που αρνήθηκαν ήταν οι Μανιάτες ‘’εκ δεισιδαιμονίας’’ κατά Δ. Κόκκινο [Η Ελληνική επανάστασις, τ. α, σελ. 375. Η απλή εξήγηση, ωστόσο, είναι ότι δεν ήθελαν  να μετρηθούν [ως αριθμοί] μαζί με άλλους [‘’τους βλάχους’’], ‘’γιατί δεν ήταν ίδιοι’’.

Καβάφης στο ποίημά του, Πρόσθεσις γράφει,

 ‘’Αν ευτυχής ή δυστυχής είμαι δεν εξετάζω,

 πλην ένα πράγμα με χαράν στο νου μου πάντα βάζω,

που στη μεγάλη πρόσθεσι -την πρόσθεσι των που μισώ-

που έχει τόσους αριθμούς, απ’ ταις πολλές μονάδες μια.

        Μες στ’ ολικό ποσό δεν αριθμήθηκα. Κι αυτή η χαρά μ’ αρκεί’’].

 Όμως όταν ο Κολοκοτρώνης τους δήλωσε ότι δεν θα τροφοδοτούνται [και δεν θα μισθοδοτούνται αφού δεν θα ήταν γραμμένοι] δέχτηκαν. Μάλιστα λέγεται ότι ο υπασπιστής του Γέρου του Μοριά, μετά άρχισε να διαβάζει τον κατάλογο που γράφτηκαν και αυτοί δεν απαντούσαν. Τότε ο Κολοκοτρώνης, που τους ήξερε καλά, πήρε τον κατάλογο και φώναζε το όνομα  καθενός αποκαλώντας τον καπετάνιο [καπετάν-…άκος, καπετάν-…έας] οπότε εκείνοι φώναζαν δυνατά ‘’παρώώώώώννννν’’.

Ο Ιωάννης Κατσής [Κατσάκος-Μαυρομιχάλης] ήθελε να τον αποκαλούν βασιλιά της Σπάρτης [Χ. Λούκου, περ. Τα Ιστορικά, τ. 1, 2, σελ. 135]. [‘’Είναι ο Γιάννης ο Κατσής- πούναι της Μάνης βασιλιάς’’].

Ο Γεώργιος Μαυρομιχάλης, όταν επισκέφθηκε τον Καποδίστρια [που αργότερα σκότωσε], φορούσε χρυσοκέντητη στολή για να εντυπωσιάσει τον κυβερνήτη [που είχε χαρίσει τον μισθό του στο δημόσιο, διήγε βίο λιτό και κοιμόταν σε κρεβάτι ‘’εκστρατείας’’ και του είπε ο κυβερνήτης, ‘’Στολισμός μας πρέπει να είναι η σφιχτή, ασκητική ζώνη του προδρόμου Ιωάννη και όχι η χρυσοΰφαντη χλαμύδα βασιλέως’’].

’Ο Πετρόμπεης όταν εισήλθε στο Άργος ήταν επικεφαλής 2.000 καλοντυμένων και ψηλών Μανιατών με όπλα που λαμποκοπούσαν και στο Ναύπλιο ζήτησε το πρώτο κονάκι’’, το καλλίτερο σπίτι για να μείνει. [Χ. Λούκου, ό.π. σελ. 134]. Το αντίθετο παρατηρήθηκε με τη δύναμη του Δημητρίου Υψηλάντη και τον ίδιο.  

‘’Η φιλαρχία είναι πάθος γενναίον. Ουχί η άγονος και νώθουρος φιλαρχία, ην είδομεν πολλάκις, και, ως μη ώφελε, βλέπομεν έτι λυμαινομένην την Ελλάδα, αλλ’ η φιλαρχία ήτις σώζει την πατρίδαν ή τουλάχιστον υπηρετεί αυτήν λυσιτελώς. [Κ. Παπαρηγόπουλου, ό. π. τ. 6, σελ. 37]. [Δηλαδή να άρχεις για να προσφέρεις στη πατρίδα όχι αυτή να σε υπηρετεί].

Οι ξένοι περιηγητές αναφέρονται στις χρυσές πιστόλες και τα πολυτελή επιδεικτικά ενδύματα των καπεταναίων καθώς και τις ακριβές φορεσιές των γυναικών τους. [‘’Τους οδήγησαν στον Πετρόμπεη. Συμπαθητικό παρουσιαστικό, κοντός και παχύς…Φορεσιά χρυσοκέντητη, όπλα με ασήμι δουλεμένα’’ [Κυρ. Σιμόπουλου, Τι είδαν οι ξένοι στην Ελλάδα το ’21, τ. Δ, σελ. 314]. ‘’Ο καπετάνιος [Αντώνιος Μαυρομιχάλης], αδελφός του Πετρόμπεη, ήταν πλουσιοντυμένος…με κεντήματα από χρυσή κλωστή …Στον Αλμυρό συνάντησαν τον καπετάν-Παναγιωτάκη…Πριγκιπική εμφάνιση… Όσο για τη φορεσιά του τέτοιο πλούτο δεν είχα ξαναδεί πουθενά. Ήταν καταστόλιστη με χρυσά κτενίδια. Δυο πιστόλες από συμπαγή χρυσό στη μέση… πλούσιο σαρίκι από πολύχρωμο μετάξι…Η καπετάνισσα …νέα, ολάνθιστη και σπάνιας ομορφιάς, ήταν ντυμένη με μια χλιδή πριγκίπισσας της Ανατολής… μαλλιά πλεγμένα με χρυσό κορδόνι…και σε κάθε δάχτυλο των χεριών άστραφτε ένα πανάκριβο δαχτυλίδι…’’ [Κ. Σιμόπουλου, ό. π. τ. Ε, σελ. 440]. ‘’Ο Κουμουνδούρος ήταν ντυμένος στα χρυσοκέντητα βελούδα και στα γουναρικά. Έμοιαζε περισσότερο με Τούρκο βεζύρη παρά με Έλληνα’’ [Κ. Σιμόπoυλου, ό.π. τ. Ε, σελ. 558].

[Για τα όπλα του Πετρόμπεη και άλλα λαμπρά αντικείμενα της πολεμικής εξάρτησής του, δυο ζευγάρια παλάσκες και ένα γιαταγάνι με διακοσμητικά στις ασημένιες επιφάνειές τους, βλ. Πελοποννησιακά, Παράρτημα,  αρ. 8, σελ. 387-390].

Ο Τζανέτμπεη Κουτήφαρης ‘’…φορούσε σφιχτό γελέκι με ανοιχτά μανίκια όλο κεντήματα από ασήμι και μάλαμα…Το ζουνάρι του, που συγκρατούσε την πιστόλα και το στιλέτο, ήταν χρυσοΰφαντο κόκκινο μαντήλι…Φορούσε αφιχτές γκέτες από γαλάζια τσόχα και μαλαμοκαπνισμένες και ασημένιες θήκες…Το σαρίκι του ήταν πράσινο και χρυσό…Η καπετάνισσα φορούσε …γαλάζιο φόρεμα χρυσοκεντημένο… κοντογούνι… βελούδο…μανίκια επίσης πλουσιοκεντημένα…κίτρινη χρυσοκεντημένη σκούφια που έμοιαζε με στέμμα [και] …μαντήλι από άσπρη χρυσοΰφαντη μουσελίνα…’’, Κ. Σιμόπουλου, ό.π. τ. β, σελ. 604. [Μάλλον τα φορούσαν, επίτηδες, πριν εμφανιστούν στον ξένο για να τον εντυπωσιάσουν].

[Γι’ αυτό και όταν ήρθε [1838] στην Αρεόπολη ο Όθωνας με την Αμαλία οι Μανιάτες απόρησαν που είδαν τη βασίλισσα με απλή ενδυμασία μιας ‘’καθώς πρέπει κυρίας’’. Την περίμεναν στολισμένη ή μάλλον βαρυφορτωμένη με μαλάματα και χρυσαφικά].

Οι Μανιάτες αναμετριούνταν με τον Ταΰγετο, κοίταζαν ‘’στα ίσια’’ τον Όλυμπο και επόπτευαν αγέρωχα τη Μεσόγειο.

Κατά συνέπεια για τον Πετρόμπεη, τον αρχηγό των Μανιατών, στην Αρεόπολη, ακόμη και το 1968, σε καιρούς φτώχειας και μετανάστευσης, έλεγαν, δεν μπορούσε να στηθεί, μια μικρή προτομή. Δεν του ‘’έφτανε’’ ούτε ένας ανδριάντας στην Αρεόπολη, χρειαζόταν και δεύτερος, ισοϋψής και στην πρωτεύουσα, ‘’να μας βλέπει όλη η Ελλάδα και να ξέρει ποίος τη λευτέρωσε’’. Του έπρεπε, έλεγαν, κάτι μεγάλο, υπερφυσικό γιατί οι Μανιάτες, θεωρούσαν ότι δεν είναι σαν τους άλλους, δεν ήταν ‘’βλάχοι’’, ήταν οι μόνοι ελεύθεροι Έλληνες, οι μόνοι που δεν σκλαβώθηκαν από τους Οθωμανούς, οι πρώτοι που κήρυξαν τον πόλεμο στον Σουλτάνο, στις 17 Μαρτίου 1821 και ελευθέρωσαν τους υπόλοιπους Έλληνες κατατροπώνοντας μια ολόκληρη αυτοκρατορία. Ύστερα αυτοί κατάγονταν από αρχαίους Σπαρτιάτες, Βυζαντινούς πατρίκιους και Δυτικούς  άρχοντες  και όλοι οι μεγάλοι ανδρες και οι θεοί κατάγονταν από τη Μάνη και… όλους αυτούς θα τους εκπροσωπούσε ο υπερφυσικός ανδριάντας του μπέη. ‘’Τι μας περάσατε εμάς, για βλάχους νη για σκλάβους;’’. Γιατί καθώς γράφει και ο Νηφάκος,

‘’Δεν ήταν φυσικό σ’ αυτούς να γίνουν σκλάβοι, δούλοι,       

αλλά να είν’ ελεύθεροι, γιατί δεν ήσαν μούλοι,

 αλλ’ ήταν Σπάρτης γνήσια παιδία τα καημένα

κι ελεύθερα γεννήματα και καλομαθημένα’’.

Ο ίδιος ο Πετρόμπεης είχε ειπεί σε κάποιον που του αντιμίλησε, ‘’άνθρωπε χθεσινέ, τολμάς να αναμετρηθείς με εκείνον του οποίου η κατάγωγή  είναι τόσο παλαιά όσον αι κορυφαί του Ταϋγέτου;’’  [ενώ η καταγωγή του ήταν από έναν μαύρο-Μιχάλη στο χωριό Άλικα].

Οι Μανιάτες ήθελαν να έχουν υπόληψη στην κοινωνία.

[‘’Υπόληψη να φορτωθείς από τα νύχια ως τη κορφή’’].

Αλλά υπόληψη δεν ήταν μόνο ο σεβασμός, η απόδοση τιμής, από την κοινωνία, η καλή φήμη στην κοινωνία για την τιμιότητα και τα έργα τους αλλά, προπάντων, ο εντυπωσιασμός της κοινωνίας από τη δύναμη και τον πλούτο τους [και στο νεοσύστατο κράτος από τη δημόσια θέση].

Συνάμα η Μανιάτικη κοινωνία, τουλάχιστον στην πλειονότητά της, ήταν ανταγωνιστική με την έννοια ότι  διακατείχετο από υπεροψία, μίσος και εκδικητικότητα προς τον άλλον, όχι μόνο τον εχθρό αλλά και τον καθένα τον οποίο δεν ήθελε να ιδεί να προκόβει, να γίνει καλλίτερος, να υπερτερήσει, αλλά τον ήθελε να δυστυχεί, να είναι κατώτερος. [‘’Η συμφορά του εχθρού μου [και του άλλου] είναι χαρά μου’’. Βλ. φράσεις, ‘’Κλάψετε, φίλοι, κλάψετε κι εσείς οι οχτροί χαρείτε’’, ‘’Θε μου, να ψοφήσει η κατσίκα του γείτονα και η δική μου να κάνει τρίδυμα’’. ‘’Ωσότου εί-μαι στη ζωή, να κάνει πύργο δε μπορεί’’ [θα τον εμποδίσω] και ‘’κανόνια αν [σκεφθεί να] αγοράσει, το κεφάλι του θα χάσει’’, ‘’Προτιμώ να μου ψοφήσει μια γελάδα παρά να περάσει το παιδί του … στο Πανεπιστήμιο’’. Και μερικοί διέβαλαν, ΄΄Να μη διοριστεί ο γιός του … χωροφύλακας, γιατί ο πατέρας του είναι Βενιζελικός ή ψήφισε Πλαστήρα’’ κλπ], άλλοι [ή οι ίδιοι] έκαναν προσπάθειες να μη γίνει πχ μια αγορά χωραφιού από κάποιον ‘’για να μην αποκτήσει περιουσία και γίνει καλλίτερός νας’’ κλπ.

Οι διαγωνισμοί. Η Ερανική Επιτροπή είχε προκηρύξει πρώτο διαγωνισμό την 1-12-1973 [με αριθμό πράξης της 354] ο οποίος απέβη άκαρπος. Δεν υπήρξε ενδιαφέρον από γλύπτες. Ίδια τύχη είχε και ο δεύτερος [360/20-6-1974].

Στις 23 Ιουλίου 1974 κατέρρευσε η δικτατορία υπό το βάρος των ανομημάτων της στην Κύπρο αλλά η επιτροπή εράνου για τον ανδριάντα συνέχισε το έργο της αφού έλαβε παράταση από τη μεταπολιτευτική κυβέρνηση και έτσι [η επιτροπή] προέβη στην προκήρυξη και τρίτου [επαναληπτικού] διαγωνισμού με την υπ’ αρ. πρωτ. 366/22-2-1975 πράξη της. [Ο αριθμός πρωτοκόλλου της προκήρυξης δείχνει μεγάλο αριθμό προγενέστερων εγγράφων της επιτροπής].

‘’Έχοντες υπ’ όψιν, α] το υπ΄αριθ. 606/31-8-1974 π.δ. [ΦΕΚ Α 254/ 19-9-74…, β] τας υπ’ αριθ. 354/1-12-73 και 360/20-6-74 δυο Προκηρύξεις ημών…, γ] Τα από 9-5-74 και 19-12-74 Πρακτικά της επί τούτω συσταθείσης παρά του Υπουργείου Πολιτισμού…Καλλιτεχνικής Επιτροπής…,

                    ΠΡΟΚΗΡΥΣΣΟΜΕΝ

δια τρίτην ήδη φοράν Πανελλήνιον καλλιτεχνικόν διαγωνισμόν μεταξύ των Ελλήνων γλυπτών, διπλωματούχων της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών ή ξένων ισοτίμων Σχολών, μελών του Καλλιτεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδος, δια την κατασκευήν ανδριάντος του πρωτεργάτου της Ελληνικής Επαναστάσεως 1821 ΠΕΤΡΟΜΠΕΗ ΜΑΥΡΟΜΙΧΑΛΗ, υπό τους κάτωθι όρους.

Άρθρον 1ον. Ο ανδριάς θα κατασκευασθή εξ ορειχάλκου, θα είναι ολόσωμος, εις στάσιν ορθίαν, εις διαστάσεις υπερφυσικάς και πάντως ύψους ουχί μικροτέρου των τριών μέτρων και τριάκοντα εκατοστών [3,30 μ.] υπολογιζομένης και της εξ ορειχάλκου πλίνθου.

Επειδή αι υπάρχουσαι εικόνες του Πετρόμπεη δεν εμφανίζουν το κάτω της οσφύος μέρος του σώματός του, διευκρινίζεται ότι σύνηθες ένδυμα αυτού ήτο η βράκα, ως επεκράτει τότε εις την Μάνην.

Άρθρον 2ον. Ο ανδριάς θα τοποθετηθή εις χώρον πανταχόθεν ελεύθερον παρά την είσοδον της κωμοπόλεως, ένθα ενούνται αι προς Αρεόπολιν προσβάσεις εκ Γυθείου και εκ Καλαμάτας.

Συνημμένον σχεδιάγραμμα υπό κλίμακα 1 προς 200 παρέχει σαφή εικόνα της θέσεως.

Προσανατολισμός του ανδριάντος από Βορρά προς Νότον.

Άρθρον 3ον. Η βάσις του ανδριάντος θα κατασκευασθή εκ συμπαγούς μαρμάρου, το συνολικόν της ύψος από του εδάφους δεν θα είναι μικρότερον των τριών μέτρων. Το χρώμα του μαρμάρου και η κλιμάκωσις της βάσεως θα ρυθμισθώσιν εν καιρώ δια συνεννοήσεως του αναδόχου Καλλιτέχνου μετά της Ερανικής Επιτροπής. Ο υπόλοιπος περιβάλλων χώρος θα διακοσμηθή μερίμνη και δαπάναις της Ερανικής Επιτροπής, κατό-πιν σχεδίου του αναδόχου Καλλιτέχνου.

Άρθρον 4ον. Δια τας δυο πλαγίας πλευράς της βάσεως θα κατασκευασθώσιν, εξ ορειχάλκου επίσης, δυο ανάγλυφοι πλάκες συμμέτρων διαστάσεων, εξ ων η μια θα περιέχη απεικόνισιν μάχης των Μανιατών εις την Βέργαν Αλμυρού [παρά την Καλαμάταν] εναντίον της στρατιάς του Ιμπραήμ, η δε ετέρα απεικόνισιν μάχης των Γυναικών της Μάνης παρά τον όρμον του Διρού κατά αποβατικών τμημάτων της στρατιάς του Ιμπραήμ. Δια την δευτέραν ταύτην πλάκα κυριαρχούσαι μορφαί θα είναι Γυναίκες της Μάνης επιτιθέμεναι κατά των Αιγυπτίων με δρέπανα εις τας χείρας. Επί της προσόψεως της μαρμαρίνης βάσεως, εκτός του ονόματος και λοιπών στοιχείων του Πετρόμπεη, θα σκαλισθή μικρόν απόσπασμα από την ιστορικήν προκήρυξιν, την οποίαν ούτος, ως Αρχιστράτηγος του αρξαμένου τότε αγώνος απηύθυνε προς τας Ευρωπαϊκάς Κυβερνήσεις. Επί της οπισθίας πλευράς της βάσεως θα σκαλισθή ότι ο ανδριάς ανηγέρθη δι’ εράνου των Πανελλήνων.

Άρθρον 5ον. Θα κατασκευασθή, εξ ορειχάλκου επίσης, και εις μέγεθος ολίγον μεγαλύτερον του φυσικού [1 προς 1,5 περίπου] ομοίωμα εκκλησιαστικού Λαβάρου, επί αναλόγου ορειχαλκίνου κοντού, όπερ ύψωσεν ο Πετρόμπεης την 17ην Μαρτίου 1821 εις την έξωθι του καθεδρικού ναού Αρεοπόλεως πλατείαν, επισημοποιήσας δια της ενεργείας του αυτής την γενικήν εξέγερσιν των Ελλήνων κατά του Δυνάστου.

Ο κοντός του Λαβάρου θα υποστηριχθή καταλλήλως, ίνα προληφθή ενδεχόμενη ανατροπή του υπό του ανέμου, λόγω ισχυράς πιέσεως επί της σχετικώς μεγάλης επιφανείας του Λαβάρου.

Η θέσις, εις ην θα στηθή το Λάβαρον, απέχει περί τα 300 μέτρα από της θέσεως του ανδριάντος.

Το Λάβαρον θα στηριχθή επί μαρμαρίνης βάσεως, επί της οποίας θα σκαλισθή μικρά φράσις.

Η χύτευσις των εξ ορειχάλκου τμημάτων ευνόητον ότι πρέπει να είναι τεχνικώς άψογος.

Άρθρον 6ον. Ο ανδριάς μετά της πλίνθου, καθώς και αι δυο ορειχάλκινοι πλάκες, αίτινες προορίζονται δια τας πλευράς της βάσεως, θα χυτευθώσιν εις ΔΙΠΛΟΥΝ.

Ο δεύτερος ούτος ανδριάς πρόκειται να δωρηθή παρ’ ημών εις τον Δήμον Αθηναίων προς τοποθέτησιν εις κατάλληλον χώρον της Πρωτευούσης.

Άρθρον 7ον. Η δαπάνη δι’ απάσας τας ανωτέρω εργασίας καθορίζεται εις δραχμάς εν εκατομμύριον διακοσίας χιλιάδας [1.200.000]. Εις το ποσόν τούτο περιλαμβάνεται το αντίτιμον όλων των υλικών και εργατικών, η αμοιβή του Καλλιτέχνου, τα έξοδα μεταφοράς των έργων και η κανονική τοποθέτησις αυτών εις τας ανωτέρω καθοριζομένας θέσεις εν Αρεοπόλει Λακωνίας, ετοίμων προς αποκάλυψιν, καθώς και πάσα συναφής δαπάνη.

Αι νόμιμοι κρατήσεις υπέρ του Δημοσίου, υπέρ του Καλλιτεχνικού Επιμελητηρίου ή άλλη οποιαδήποτε εισφορά υπέρ ετέρου Ταμείου βαρύνουσι τον ανάδοχον Καλλιτέχνην.

Ο δεύτερος ανδριάς [μετά των εξ ορειχάλκου πλακών] περί ου το άρθρον 6 της παρούσης, θα παραδοθή απλώς εις τον Δήμον Αθηναίων, όστις και θα μεριμνήση δια την τοποθέτησιν του επί αναλόγου βάσεως εις την ήδη καθορισθείσαν θέσιν εν τη Πρωτευούση δια της υπ΄αριθ. 6/28-2-73 Πράξεως του Δημοτικού Συμβουλίου.

Άρθρον 8ον. Ο διαγωνισμός θα διεξαχθή κατά τρόπον μυστικόν δια ψευδωνύμων, οι δε διαγωνισθησόμενοι πρέπει να προσκομίσωσι, α] Πρόπλασμα εις γύψον της κεφαλής του Πετρόμπεη εις τας τελικάς διαστάσεις του ανδριάντος, Η μορφή του είναι γνωστοτάτη, η δε εικών του ευρίσκεται εις όλας τας Εγκυκλοπαιδείας. β] Πρόπλασμα εις γύψον ολοκλήρου του ανδριάντος… γ] Γραφικόν σχέδιον ολοκλήρου του ανδριάντος μετά της βά-σεως αυτού… δ] Γραφικόν σχέδιον…του ομοιώματος Εκκλησιαστικού Λαβάρου μετά του κοντού του, ε] Γραφικά σχέδια 1 προς 2 των μαχών Ανδρών και Γυναικών της Μάνης κατά των στρατιωτών του Ιμπραήμ.        Στ] Γραφικόν σχέδιον υπό κλίμακα 1 προς 200 διαμορφώσεως του περί τον ανδριάντα χώρου… ζ] Αναλυτικήν περιγραφήν του έργου δικαιολογούσαν την σύνθεσιν και την τεχνικήν αυτού. Εις ταύτην θα αναφέρεται και ο χρόνος περατώσεως του όλου έργου. η] Αναλυτικόν προϋπολογισμόν δικαιολογούντα την δαπάνην. θ] Φάκελλον καλώς εσφραγισμένον δι’ Ισπανικού κηρού, με αναγεγραμμένον εξωτερικώς μεν μόνον το ψευδώνυμον, εσωτερικώς δε επίσης ψευδώνυμον ως και το πραγματικόν ονοματεπώνυμον  και την διεύθυνσιν του διαγωνιζομένου. Ο φάκελλος ούτος θα ανοιχθή μόνον εις περίπτωσιν προκρίσεως της εργασίας. Αι δαπάναι δια την κατατασκευήν όλων των εν τω άρθρω τούτω αναφερομένων δικαιολογητικών συμμετοχής θα βαρύνωσι τους διαγωνισθησομένους.

Άρθρον 9ον. Οι διαγωνισθησόμενοι δέον όπως παραδώσωσι τας ανωτέρω εργασίας των [προπλάσματα, σχέδια, εκθέσεις κλπ] το βραδύτερον μέχρι της 31ης Μαΐου 1975 εις την εν Αθήναις Στέγην Καλών Τεχνών και Γραμμάτων, Μητροπόλεως 38, η δε κρίσις των έργων υπό της συγκροτηθησομένης παρά του Υπουργείου Πολιτισμού και Επιστημών Καλλιτεχνικής Επιτροπής δέον όπως περατωθή το βραδύτερον μέχρι 15ης Ιουνίου 1975. Έστω προς γνώσιν πάντων ότι ουδεμία παράτασις των ανωτέρω προθεσμιών πρόκειται να χορηγηθή.

Άρθρον 10ον. Κατά την ημέραν της κρίσεως των προπλασμάτων και λοιπών σχεδίων υπό των μελών της Καλλιτεχνικής Επιτροπής θα παρίστανται [άνευ ψήφου βεβαίως] ωρισμένα μέλη της Ερανικής Επιτροπής, δια την παροχήν τυχόν χρησίμων πληροφοριών, αλλά και δι΄ενημέρωσίν των επί της καλλιτεχνικής αξίας εκάστου προπλάσματος. Η Καλλιτεχνική Επιτροπή θα συντάξη εν τέλει λεπτομερές Πρακτικόν, εις το οποίον θα εκτίθεται η γνώμη αυτής αναλυτικώς και ητιολογημένως δι’ εν έκαστον χωριστά ΟΛΩΝ των υποβληθησομένων προπλασμάτων, και θα καταρτίση Πίνακα αξιολογήσεως των πληρούντων τους όρους τεχνικής και αισθητικής προπλασμάτων, κατά σειράν εκτιμήσεως της αξίας αυτών αναλύουσα λεπτομερώς τα ιδιαίτερα προσόντα του προκριθέντος υπ’ αυτής προπλάσματος. Η Ερανική Επιτροπή εάν δεν συμφωνή προς την ως άνω αξιολογικήν ένταξιν, δύναται να αρνηθή την ανάθεσιν του έργου και να απονείμη μόνον τα κατωτέρω οριζόμενα χρηματικά βραβεία.

Άρθρον 11ον. Καθορίζονται τα κάτωθι βραβεία. ΠΡΩΤΟΝ ΒΡΑΒΕΙΟΝ. Η ανάθεσις του έργου. ΔΕΥΤΕΡΟΝ ΒΡΑΒΕΙΟΝ. Δραχμαί τριάκοντα χιλιάδες [30.000]. ΤΡΙΤΟΝ ΒΡΑΒΕΙΟΝ. Δραχμαί είκοσι χιλιάδες [20.000].

Άρθρον 12ον. Δια του συμβολαίου αναθέσεως του έργου εις τον ανάδοχον Καλλιτέχνην θα καθορισθώσι χρονικά όρια των σταδίων εκτελέσεως των επί μέρους εργασιών, θα προβλεφθώσι δε και ποινικαί ρήτραι δια την τυχόν μη έγκαιρον εκτέλεσιν είτε των σταδιακών κατασκευών είτε ολοκλήρου του έργου.

Άρθρον 13ον. Ο ανδριάς και λοιπαί κατασκευαί δέον να παραδοθώσι καθ’ όλα έτοιμοι και καταλλήλως τοποθετημέναι εις τας αναφερθείσας θέσεις εν Αρεοπόλει, το βραδύτερον εντός δέκα τεσσάρων [14] μηνών από της υπογραφής του σχετικού συμβολαίου μεταξύ της Ερανικής Επιτροπής και του Αναδόχου Καλλιτέχνου, μερίμνη και υπό προσωπικήν ευθύνην του τελευταίου.

Άρθρον 14ον. Την κατασκευήν των προπλασμάτων και την εκτέλεσιν του όλου έργου εις τας τελικάς διαστάσεις θα παρακολουθή δια κλιμακίου της η Ερανική Επιτροπή εν συνεργασία μετά της Καλλιτεχνικής Επιτροπής.

Άρθρον 15ον. Το τίμημα του έργου θα καταβληθή εις τον Ανάδοχον Καλλιτέχνην είς τέσσαρας ίσας δόσεις. Η πρώτη δόσις θα καταβληθή άμα τη υπογραφή του συμβολαίου αναθέσεως του έργου με εξασφάλισιν ισοπόσου εγγυητικής επιστολής ανεγνωρισμένης Τραπέζης. Αι δευτέρα και τρίτη δόσεις θα καταβληθώσιν εις στάδια της εργασίας λεπτομερώς καθορισθησόμενα εις το συμβόλαιον αναθέσεως του έργου. Η τελευταία δόσις θα καταβληθή εις τον Καλλιτέχνην μετά την πλήρη εκτέλεσιν όλων των υποχρεώσεών του και την παρ’ αυτού παράδοσιν εντελώς ετοίμων προς αποκάλυψιν του ανδριάντος και των λοιπών κατασκευών, συντασσομένου περί τούτου σχετικού Πρακτικού μεταξύ της Ερανικής Επιτροπής και του Αναδόχου Καλλιτέχνου.

Άρθρον 16ον. Περίληψις της παρούσης Προκηρύξεως θα δοθή προς δημοσίευσιν εντός των αμέσως προσεχών ημερών εις τας πρωϊνάς Εφημερίδας των Αθηνών ‘’ΤΟ ΒΗΜΑ’’ και  ‘’ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΚΟΣΜΟΣ’’.

Δηλαδή η επιτροπή, στην είσοδο της κωμόπολης, σε πανταχόθεν ελεύθερο χώρο, θα έστηνε ανδριάντα  ύψους μγαλύτερου των 3,30 μέτρων, σε βάθρο ύψους μεγαλύτερου των 3 μέτρων, παραπλεύρως θα τοποθετούσε μαρμάρινες πλάκες με ανάγλυφες παραστάσεις και επιγραφές, σε απόσταση 300 μέτρων από τον ανδριάντα θα έστηνε λάβαρο 1-1,5 μετρων και θα διακοσμούσε τον περιβάλλοντα χώρο. [Κολοσσιαίο, φαραωνικό έργο, τεράστιο ύψος και σε μεγάλη απόσταση 300 μέτρων λάβαρο. Και όχι μόνον αυτό αλλά και ανδριάντα ίδιων διαστάσεων στην Αθήνα].

Πλην και η τρίτη προκήρυξη δεν είχε αποτέλεσμα [αλλά η επιτροπή ‘’δεν το έβαλε κάτω’’].

Κατόπιν αυτών και αιτήσεως της επιτροπής το υπουργείο Πολιτισμού, Γενική διεύθυνση καλών τεχνών, διεύθυνση εικαστικών τεχνών με την υπ’ αρ. πρωτ. ΥΠΠΕ/ΚΑΤΕΧΝ/Α/49435, της 17ης Δεκεμβρίου 1975, απόφασή του, ενέκρινε ‘’την άνευ διαγωνισμού ανάθεσιν κατασκευής ανδριάντος του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη εις Αρεόπολιν Λακωνίας, μερίμνη της Ερανικής Επιτροπής ανεγέρσεως του ως άνω Ανδριάντος’’.

Και έτσι η επιτροπή  ανέθεσαν την κατασκευή του έργου, χωρίς διαγωνισμό, στον Βασίλειο Φαληρέα, Μανιάτη και εγνωσμένου διεθνούς κύρους και αξίας καλλιτέχνη.

Ο Βάσος Φαληρέας [1905-1979], από την Καρδαμύλη της Έξω Μάνης, σπούδασε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας και συνέχισε τις σπουδές του στο Παρίσι. Είχε λάβει διεθνείς διακρίσεις, μετάλλια, βραβεία και επαίνους για τα έργα του, ήταν μέλος της Ακαδημίας Καλών Τεχνών του Παρισιού και της Ακαδημίας Αθηνών. Έργα του μεταξύ άλλων είναι, το άγαλμα της Προμάχου Αθηνάς στο πεδίο του Άρεως [λεωφόρο Αλεξάνδρας] [μαζί με τον αρχιτέκτονα Φ. Κυδωνιάτη], το μνημείο του Λεωνίδα στις Θερμοπύλες και τη Σπάρτη, το ηρώο των Μπιζανομάχων στα Γιάννενα, του Κωστή Παλαμά μπροστά στο πνευματικό κέντρο του δήμου Αθηναίων, στην οδό Ακαδημίας, καθώς και οι προτομές και τα αγάλματα πολλών προσωπικοτήτων. Είχε κάνει επίσης χαρακτική σε μετάλλια και νομίσματα. Πολλά έργα του, μετά τον θάνατό του, οι κληρονόμοι του  παρεχώρησαν στην Εθνική πινακοθήκη της Ελλάδας. Είχε αναλάβει να φτιάξει και κυπριακό νόμισμα με απεικόνιση του προέδρου Μακάριου [βλ. από 12-10-1977 επιστολή του στον υπουργό Οικονομικών της Κύπρου].

 Με το υπ’ αρ. πρωτ. 370/10-2-1976 έγγραφό της στον Βασίλειο Φαληρέα η επιτροπή εράνου έγραφε ότι κατά την τελευταία τριετία προκήρυξε τρεις πανελλήνιους διαγωνισμούς για τον ανδριάντα οι οποίοι, όμως, απέβησαν άκαρποι και κατόπιν αυτών απευθύνθηκε στον υπουργό Πολιτισμού ο οποίος με την υπ’ αρ. 49435/17-12-1975 απόφασή του επέτρεψε στην επιτροπή να αναθέσει, χωρίς διαγωνισμό, το έργο σε καλλι-τέχνη της δικής της προτίμησης και έτσι με το υπ’ αρ. 17 πρακτικό της, η επιτροπή απευθύνθηκε σε αυτόν και του ζήτησε να της απαντήσει αν αναλαμβάνει τη κατασκευή και τοποθέτηση του ανδριάντα στην Αρεόπολη με τους όρους της προκήρυξης. Για την αμοιβή του υπήρχε το ποσό των 1.300.000 δραχμών και του ζητούσε να της απαντήσει αν αναλαμβάνει το έργο με το παραπάνω ποσό, σε πόσες δόσεις θα καταβληθεί, σε πόσο χρόνο θα το έχει τελειώσει αν δεχτεί και τόνιζε,

‘’Εάν δεν πρόκειται να συναφθή ιδιαιτέρα τις συμφωνία μεταξύ ημών και υμών, πέραν της ανταλλαγής επιστολών, παρακαλούμεν όπως εις την υμετέραν έγγραφον απάντησιν περιέχωνται όλα τα ουσιώδη στοιχεία κατασκευής του έργου, τα διαλαμβανόμενα εις τας ως άνω παραγράφους 1, 2, 3, 4 και 5 του παρόντος. Παρακαλούμεν όπως έχωμεν το ταχύτερον δυνατόν απάντησιν επί της παρούσης μας. Επειδη δε οι αλλεπάλληλοι διαγωνισμοί επεβράδυναν ματαίως την εκτέλεσιν του έργου επί τριετίαν και πλέον, παρακαλούμεν ειδικώτερον όπως εις τον υπολογισμόν του απαιτη-θησομένου χρόνου εκτελέσεως των ανωτέρω εργασιών, μη υπερβώμεν τα εύλογα όρια ασφαλείας της καλής αποδόσεως’’.

Ο Φαληρέας απάντησε αμέσως [προφανώς είχαν γίνει συνεννοήσεις] με την από 14-2-1976 επιστολή του στην οποία σημείωνε,

‘’Ανταποκρινόμενος προς το όλον πνεύμα αυτής [σσ της επιστολής] επιθυμώ να εκφράσω προς Υμάς τας θερμοτέρας των ευχαριστιών μου διότι επροτείνατε εις εμέ την ανάθεσιν κατασκευής ανδριάντος του υπερόχου Εθνικού μας ήρωος Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη. Γνώμη μου είναι ότι τους ανδριάντας τοιούτων ανδρών κανονικώς ώφειλε να είχεν ανεγείρη το Κράτος εις ένδειξιν στοιχειώδους ευγνωμοσύνης δι’ όσους αγώνας διεξήγαγον και όσας θυσίας υπέστησαν δια την απελευθέρωσιν της Πατρίδος μας, κακώς δε το Κράτος αναμένει από την ιδιωτικήν πρωτοβουλίαν το εάν θα αποθανατισθή ή όχι η μνήμη ανδρών εις τους οποίους οφείλει την ύπαρξίν της η Ελλάς. Μετά την γενικήν αυτήν παρατήρησιν απαντώ ήδη επί του ουσιαστικού περιεχομένου της Υμετέρας επιστολής, ακολουθών την σειράν των ερωτημάτων σας.

1] Μολονότι το παρ’ Υμών διατιθέμενον χρηματικόν ποσόν των δρχ. 1.300.000 είναι καταφανώς μικρόν δι’ έργον τέχνης τόσον σημαντικόν, εν τούτοις αποδέχομαι ευχαρίστως την εκτέλεσιν αυτού έναντι της ανωτέρω αναφερομένης αμοιβής και τούτο δια μόνον τον λόγον ότι πρόκειται περί ανδριάντος του Πετρόμπεη, του οποίου την μνήμην τιμώ απεράντως.

2] Ο ανδριάς θα γίνη εξ ορειχάλκου, θα είναι ολόσωμος, εις στάσιν ορθίαν, ύψους 3,30 μ. μετά της εξ ορειχάλκου επίσης πλίνθου.

3] Συμφωνώ εις το ότι μετά την χύτευσιν τα εκ γύψου προπλάσματα θα περιέρχονται εις την κυριότητα της Ερανικής Επιτροπής.

4] Η βάσις του ανδριάντος θα γίνη εκ συμπαγούς μαρμάρου συνολικού ύψους από το έδαφος 2,50 μέτρων. Το χρώμα του μαρμάρου θα εκλεγή εν καιρώ δια κοινής συνεννοήσεως μεταξύ μας. Επί του σημείου τούτου βασικώς νομίζω ότι θα πρέπει να αποφύγωμεν το λευκόν μάρμαρον, το όποίον με την πάροδον του χρόνου αλλοιούται και ρυπαίνεται κατά τρόπον αντιαισθητικόν εκ των καταλοίπων του χαλκού συνεπεία των βροχών. Εις τας τέσσαρας πλευράς της βάσεως θα σκαλισθώσιν όλα όσα διαλαμβάνονται εις τας παραγράφους 4 και 5 της Υμετέρας επιστολής.

5] Ως προς τον χρόνον περατώσεως του έργου δεν είναι βεβαίως εύκολον να προσδιορισθή από τούδε με ακρίβειαν, διότι τουτο αποτελεί συνάρτησιν πολλών παραγόντων, εκ των οποίων τινές είναι ασταθείς εκφεύγοντες από την ιδικήν μου θέλησιν [ευκαιρίαι χυτηρίου κλπ]. Όπωσδήποτε εκ μέρους μου θα καταβληθή πάσα λογική προσπάθεια να συντομευθή κατά το δυνατόν η περάτωσις του έργου. Γενικώς υπολογίζω ότι προς τούτο κατά μέσον όρον θα απαιτηθή χρονικόν διάστημα όχι μικρότερον των 16-18 μηνών.

6] Ως προς τον ρυθμόν εξοφλήσεως της ανωτέρω καθορισθείσης αμοιβής μου προτείνω τα εξής. Α] Άμα ως ληφθή εκ μέρους Υμών οριστική απόφασις περί αναθέσεως του έργου εις εμέ θα μου καταβάλητε ως προκαταβολήν διακοσίας χιλιάδας [200.000] δραχμάς. Β] Ετέρας διακοσίας χιλιάδας [200.000] δραχμάς όταν περατωθή η μακέτα του τελικού έργου υπό κλίμακα 1 προς 3 περίπου, βάσει της οποίας θα γίνη η μεγέθυνσις εις τας οριστικάς διαστάσεις αυτού. Γ] Δραχμάς διακοσίας χιλιάδας [200.000] θα μου καταβάλητε όταν περατωθή το οριστικόν εκ γύψου πρόπλασμα του ανδριάντος. Δ] Δραχμάς πεντακοσίας χιλιάδας [500.000] όταν περατωθή η χύτευσις του ανδριάντος, και Ε] το υπόλοιπον εκ δραχμών διακοσίων χιλιάδων [200.000] θα μου καταβάλητε μετά την επί τόπου μεταφοράν και τοποθέτησιν του ανδριάντος ετοίμου προς αποκάλυψιν.

Αι λοιπαί λεπτομέρειαι αίτινες είναι φυσικόν να προκύπτωσιν εκάστοτε κατά την πρόοδον της όλης εργασίας θα ρυθμίζωνται εν συνεννοήσει μεταξύ μας, πάντοτε δε με πνεύμα καλής θελήσεως αμφοτέρωθεν.

Ευνόητον βεβαίως ότι η Επιτροπή ή κλιμάκιον της θα παρακολουθή εκ του σύνεγγυς εις το Εργαστήριόν μου την όλην πρόοδον των εργασιών και θα συνεργαζώμεθα επί των προκυπτουσών εκάστοτε λεπτομερειών.

Εν όψει των όσων ανωτέρω εκτίθενται, παρακαλώ μοι γνωρίσητε τας επί του θέματος τούτου τελικάς υμετέρας αποφάσεις’’.    

Και ενώ ο Φαληρέας θα ξεκινούσε να φτιάχνει τον ανδριάντα, στην Αρεόπολη αλλά και στους κύκλους των Μανιατών στην Αθήνα, δηλαδή την ερανική επιτροπή και όσους συμμετείχαν στον έρανο και τη συζήτηση για το έργο ‘’άρχισαν να χτυπούν τα όργανα’’ όπως συνήθως γίνεται στην Ελλάδα και περισσότερο στη Μάνη.

Τα μέλη της ερανικής επιτροπής, καθώς θα διαπιστώσει ο αναγνώστης από τα παρατιθέμενα κείμενα, διαφώνησαν πολλές φορές για διάφορα ζητήματα, τη θέση του ανδριάντα, το αν θα είναι μόνος ή με άλλα καλλιτεχνικά στοιχεία, τις αναπαραστάσεις, τα επιγράμματα, τις επιγραφές κλπ. Οι ‘’θεωρητικοί’’ διαφωνούσαν για όλα και οι ‘’πρακτικοί’’ επείγονταν να τελειώσει το έργο και να στηθεί στην Αρεόπολη. Διαφορές επίσης υπήρξαν και με την κοινότητα Αρεοπόλεως αλλά και με τη σύζυγο του γλύπτη όταν αυτός πέθανε και δεν είχε παραδώσει το έργο, αν και το είχε ολοκληρώσει…  

Πρώτο θέμα η θέση που θα στηθεί ο ανδριάντας. Το διάταγμα συγκρότησης της ερανικής επιτροπής και η προκήρυξή της όριζε θέση του ανδριάντα στην Αρεόπολη.

Σε ποιο όμως μέρος της Αρεόπολης;  

Στην προκήρυξη της επιτροπής  ορίσθηκε η θέση στη διακλάδωση του δρόμου από Αρεόπολη για Γύθειο και Καλαμάτα, έξω από το γυμνάσιο Αρεοπόλεως [βόρεια] εκεί που ήταν [και ίσως είναι ακόμη[;] μια στέρνα και λίγο πιο ανατολικά απ’ αυτή μια μεγάλη βελανιδιά του χωραφιού. Με το χέρι του ο ανδριάντας θα έδειχνε την Καλαμάτα για να θυμίζει την πορεία των Μανιατών τον Μάρτιο του 1821 προς την Καλαμάτα την οποία και απελευθέρωσαν.

Όμως υπήρξαν προβλήματα. Ο κύριος του ακινήτου ζητούσε, κατά την κρίση της επιτροπής, υψηλότατο τίμημα και έφερε αντιρρήσεις ως προς την έκταση καθόσον ήθελε να παραχωρήσει μικρό μέρος ενώ η επιτροπή ζητούσε αρκετά μεγαλύτερο χώρο. Ο ιδιοκτήτης ήθελε να δώσει μικρό μέρος αλλά συνάμα να του απομείνει και μεγάλος χώρος στο χωράφι γιατί θεωρούσε ότι η αξία του υπολοίπου μέρους θα αυξανόταν σημαντικά λόγω του μνημείου. [Τελικά, παρά τις πολλές συζητήσεις και εκκλήσεις, δεν έγινε τίποτα].

Όμως οι Αρεοπολίτες και οι εκπρόσωποί τους στην κοινότητα θεωρούσαν ακατάλληλο το σημείο έξω του οικισμού όπου ουσιαστικά το μνημείο θα ήταν αποκομμένο και αγνοημένο από την Αρεόπολη και τους επισκέπτες. Κανένας, έλεγαν, δεν θα το πρόσεχε και ουσιαστικά ο τιμώμενος θα υποβαθμιζόταν. Ήθελαν να τοποθετηθεί μέσα στην κωμόπολη, στο πλέον κεντρικό σημείο, για την προβολή του οικισμού, της ιστορίας του αλλά και να είναι τουριστικό αξιοθέατο και να προσελκύει.

Έγινε μια [‘’ασθενής’’] πρόταση από λίγους σκεπτικιστές για την πλατεία 17ης Μαρτίου 1821 [κοντά στον Ταξιάρχη] εκεί δηλαδή που θεωρείται ότι ξεκίνησε η εκστρατεία των Μανιατών με επικεφαλής τον Πετρόμπεη για την απελευθέρωση της Καλαμάτας τον Μάρτιο του 1821 και εθεωρείτο ότι συνδέεται ιστορικά.

Και εδώ όμως υπήρξαν αντιδράσεις. Ο χώρος θεωρήθηκε μικρός, στενός, περίκλειστος από τις κατοικίες και ο τεράστιος ανδριάντας ‘’θα πνιγόταν, ασφυκτιούσε, υποβαθμιζόταν’’ στον χώρο και επί πλέον, επειδή ήταν μεγάλος υπήρχε μεγάλη δυσαρμονία του με το περιβάλλον. Θα έπρεπε έτσι ο ανδριάντας να είναι μικρός για να είναι σε αναλογία και αρμονία με τον χώρο, όμως, στην προκειμένη περίπτωση, είχε προτιμηθεί γιγαντιαίο άγαλμα.

Τελικώς επελέγη το Αγιάτικο [πλατεία Αθανάτων] γιατί είναι μεγάλος, ανοιχτός χώρος και είναι η κεντρική πλατεία του οικισμού όπου συγκεντρώνονται οι κάτοικοι, οι επισκέπτες από τα άλλα χωριά και οι τουρίστες. Και έγινε ο Πετρόμπεης, κατά τη ρήση παρατηρητή, όπως έχει σημειωθεί στον πρόλογο, ‘’επόπτης λαϊκής αγοράς’’, αν και σύντομα η λαϊκή μεταφέρθηκε  ανατολικά, κοντά στον σταθμό των λεωφορείων και το γυμνάσιο, και τον Πετρόμπεη παρατηρούν, έκτοτε, οι τουρίστες.

Όμως στο Αγιάτικο [πλατεία Αθανάτων] υπήρχε μνημείο, στήλη υψηλή, καλυμμένη με μάρμαρο και στην μπροστινή της όψη που έβλεπε στην πλατεία, υπήρχε ανάγλυφο με τη ΔΟΞΑ να κρατεί, ψηλά, στα τεντωμένα χέρια της, στεφάνι για να στεφανώσει τους πολεμιστές Μανιάτες. Η στήλη ήταν περίπου στο κέντρο της πλατείας, είχε μερικές πικροδάφνες γύρω της, σε μικρό χώρο και περικλειόταν από κάγκελα.

 Το μνημείο της ΔΟΞΑΣ [ηρώο] τοποθετήθηκε το 1958.’’Έγιναν τα αποκαλυπτήρια του ηρώου Αρεοπόλεως το οποίον εδώρησεν εις μνήμην των εν πολέμω πεσόντων Αρεοπολιτών  ο σύλλογος των εν Αττική Αρεοπολιτών και εφιλοτέχνησεν ο γλύπτης Γ. Κανακάκης’’, έγραφε η εφ. ο Φάρος της Λακωνίας, αρ. φ. 117/15-11-1958, σελ. 4 και στο φ. 121/16-1-1959, σελ. 1 [βλ και σελ. 4], έγραφε, ‘’…εστήθη μια στήλη εκ πεντελικού μαρμάρου επί της οποίας ανάγλυφος η ΔΟΞΑ υψώνει τον δάφνινον στέφανον δια να στεφανώση τους υπέρ πατρίδος πεσόντας …Επί του μνημείου τούτου το οποίον εστήθη παρά το ‘’δημόσιον σήμα’’ της Αρεοπόλεως αναγράφονται λακωνικόταται εκφράσεις, ‘’Τήδε κείμεθα πατρίοις ρήμασι πειθόμενοι’’ και ‘’Των υπέρ πατρίδος πεσόντων αθάνατος η δόξα’’, κάτωθι δε ‘’Ι. Κανακάκης, ο Κρητικός εποίει’’. Το κόστος των υλικών ανήλθε στο ποσό των 35.000 δραχμών και μεγάλο μέρος τους κατέβαλε η εξ Αρεοπόλεως Ρούλα Λεοντακιανάκου-Κανακάκη, σύζυγος του εξαδέλφου του γλύπτη. Ο καλλιτέχνης δεν έλαβε αμοιβή κατόπιν παράκλησης της δωρήτριας. Στη σελ. 4 του παραπάνω φύλλου της εφημερίδας σημειώνεται ότι έγινε χορός του συλλόγου Αρεοπολιτών, στην Αθήνα, για να συγκεντρωθούν χρήματα για το ηρώο [και προφανώς, βραδύτερα, χάρη αυτού η πλατεία από Αγιάτικο μετονομάστηκε σε πλατεία Αθανάτων].

Αγιάτικο, στη Μάνη, λεγόταν ο χώρος που είχε εγκαταλειφθεί από τον ιδιοκτήτη του ή είχε χαρισθεί σε εκκλησία [άγιο] αλλά δεν χρησιμοποιείτο  για καρποφορία και είχε περιέλθει ως παρατημένο στην κοινή διάβαση και χρήση. Πριν τοποθετηθεί στο Αγιάτικο το Ηρώο με τη ΔΟΞΑ ο χώρος ‘’ήταν ΕΜΠΕΔΟΝ ΓΑΪΔΑΡΩΝ και νομίζει ο επισκέπτης ότι γίνεται επίταξις των υπομονετικών αλλά και ανήσυχων αυτών σαλ-πιγκτών τετραπόδων… Η πλατεία μεταβάλλεται εις χάνι και κοπρώνα.’’ [εφ. Ο φάρος της Λακωνίας, αρ. φ. 136/10-10-1959, σελ.1. Για το Αγιάτικο και το Ηρώο της Δόξας, αναλυτικά βλ. εργασία μου, Η 17η Μαρτίου 1821, ο εορτασμός της επετείου της και το γυμνάσιο Αρεοπόλεως κατά τη περίοδο 1960-70].

Αυτό, λοιπόν, το λιτό και ωραίο μνημείο για τους από αιώνες υπέρ της ελευθερίας πεσόντες Μανιάτες, που στεφανώνει η ΔΟΞΑ, έπρεπε, κατ’ απαίτηση πολλών, να μεταφερθεί αλλού για να στηθεί στο Αγιάτικο ο ανδριάντας του μπέη.

Η ανάθεση του έργου σε καλλιτέχνη. Η ερανική επιτροπή με την υπ’ αρ. πρωτ. 374/16-2-1976 επιστολή της απαντούσε στον γλύπτη και του γνωστοποιούσε ότι ‘’…απεφάσισε την ανάθεσιν εις Υμάς της κατασκευής του ανδριάντος συμφώνως προς όσα εκτίθενται εν τη ως άνω επιστολή σας. Η σχετική απόφασις της Ερανικής Επιτροπής κατεχωρήθη εις το υπ’ αριθ. 12 Πρακτικόν συνεδριάσεως αυτής υπό σημερινήν ημερο-μηνίαν. Κατά την αυτήν απόφασιν η Ερανική Επιτροπή συμφωνεί επίσης ως προς τον τρόπον καταβολής εις Υμάς της εκ δραχμών 1.300.000 αμοιβής σας με τον ρυθμόν τον οποίον υμείς προτείνετε εις την παράγραφον 6 της ως άνω επιστολής. Κατόπιν τούτου δύνασθε πλέον από λήψεως της παρούσης μας να αρχίσητε τας σχετικάς προεργασίας, δεδομένου ότι εντός των αμέσως προσεχών ημερών  θα σας καταβάλωμεν την πρώτην δόσιν της αμοιβής σας εκ δραχμών διακοσίων χιλιάδων [200.000]’’.

 Στο διάστημα 1976-1979 ο Φαληρέας ολοκλήρωσε το έργο. Δεν γνωρίζομε πόσο χρόνο χρειάστηκε αλλά το 1979 είχε τελειώσει. Όμως το 1979 πέθανε και τον επόμενο χρόνο, στη μνήμη του, ο ταμίας της ερανικής επιτροπής, Δημήτριος Αντωνάκος-Μαυρομιχάλης κατέθεσε στο εκκλησιαστικό ταμείο του Ταξιάρχη 2.000 δραχμές για την αγιογράφηση της εκκλησίας. [Η δωρεά πιστοποιείται  με την από 25 Οκτωβρίου 1980 επιστολή του εφημέριου της εκκλησίας στη χήρα του Φαληρέα].

Ο ανδριάντας –έτοιμος πλέον- έπρεπε να τοποθετηθεί στην Αρεόπολη αλλά τα προβλήματα μέσα στην επιτροπή δεν επέτρεπαν το στήσιμό του. Στην παρακάτω πράξη της επιτροπής σημειώνονται αναλυτικά,

 

ΠΡΑΞΙΣ 21η

Εν Αθήναις σήμερον την 14ην Σεπτεμβρίου 1981, ημέραν Δευτέραν και ώραν 7μ.μ. η Ερανική Επιτροπή ανεγέρσεως ανδριάντος του ΠΕΤΡΟΜΠΕΗ ΜΑΥΡΟΜΙΧΑΛΗ εις Αρεόπολιν Λακωνίας, κατόπιν προσκλήσεως του αντιπροέδρου αυτής Καθηγητού Πανεπιστημίου κ. Αποστόλου Δασκαλάκη [του Προέδορυ κωλυομένου] συνήλθεν εις το επί της οδού Έβρου 3 γραφείον αυτού προς συζήτησιν επί του κάτωθι μόνον θέματος. ‘’Λήψις οριστικής αποφάσεως ως προς την ακριβή θέσιν του ανδριάντος εις Αρεόπολιν και τρόπου διαμορφώσεως του περιβάλλοντος χώρου’’.

ΠΑΡΟΝΤΕΣ. Ο Προεδρεύων της Επιτροπής Καθηγητής κ. Απόστολος ΔΑΣΚΑΛΑΚΗΣ, εκπροσωπών και τον κωλυόμενον Πρόεδρον αυτής, Σεβασμιώτατον Μητροπολίτην κ. ΣΩΤΗΡΙΟΝ [σχετική επιστολή κατετέθη εις τον οικείον φάκελλον του αρχείου της Εραν. Επιτροπής], ο Γραμματέας της Επιτροπής κ. Δικαίος ΒΑΓΙΑΚΑΚΟΣ [όστις κωλυόμενος επίσης, τελών όμως εν γνώσει του προς συζήτησιν θέματος απέστειλεν εις την Επιτροπή, λεπτομερές σημείωμα με τας επ’ αυτού προσωπικάς του απόψεις, ώστε να θεωρείται οιωνεί παρών], ο κ. Παύλος Ξιφαράς, τέως Εκπαιδευτικός Σύμβουλος, εκπροσωπών και τον ασθενούντα Μηχανικόν κ Πόθον ΚΑΛΑΠΟΘΑΚΗΝ και τέλος ο ταμίας της Επιτροπής κ. Δημήτριος ΑΝΤΩΝΑΚΟΣ εκπροσωπών και τον απόντα Πρόεδρον Κοινότητος Αρεοπόλεως κ. Ηλίαν ΚΑΛΑΠΟΘΑΡΑΚΟΝ.

Διεπιστώθη πλήρης απαρτία.

Αρχομένης της συνεδριάσεως ο Προεδρεύων κ. ΔΑΣΚΑΛΑΚΗΣ έθεσεν υπ’ όψιν των παρόντων μελών επιστολήν του Προέδρου της  Επιτρο-πής Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Γυθείου και πάσης Μάνης κ. ΣΩΤΗΡΙΟΥ, δια της οποίας ούτος διαβιβάζει το υπ’ αριθ. 347 από 2-5-81 έγγραφον του Προέδρου της Κοινότητος Αρεοπόλεως, με την σαφή δήλωσιν ότι συμφωνεί απολύτως με το περιεχόμενον του εγγράφου, έχοντος ούτω.

ΑΡΙΘ. 347                           Αρεόπολις, 2 Μαΐου 1981

Σεβασμιώτατον Μητροπολίτην κ.κ. Σωτήριον   Γύθειον

Σεβασμιώτατε,

Απευθυνόμεθα προς Υμάς υπό την ιδιότητά σας ως Προέδρου της Ερανικής Επιτροπής δια την κατασκευήν ανδριάντος του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, προοριζομένου να τοποθετηθή εις την κεντρικήν πλατείαν της κωμοπόλεώς μας.

Ως γνωστόν ο ανδριάς, έργον του αειμνήστου Γλύπτου και Ακαδημαϊκού Βασιλείου Φαληρέα, είναι από διετίας έτοιμος, έκτοτε δε παραμένει αδικαιολογήτως εις το εργαστήριον του κατασκευαστού, ενώ θα έπρεπε από μακρού χρόνου να είχε τοποθετηθή εις την Κοινότητά μας, δυνάμει σχετικής γραπτής συμφωνίας.

Γνωστόν επίσης είναι ότι ο αποβιώσας εν τω μεταξύ Καλλιτέχνης κατέλιπε σχεδιάγραμμα με ακριβή απεικόνισιν του περιβάλλοντος τον ανδριάντα χώρου, τον οποίον οραματίσθη ενιαίον με το Ηρώον των εν πολέμω πεσόντων. Βάσει δε ακριβώς του σχεδιαγράμματος αυτού, η Κοινότης μας προεκάλεσε προ διετίας ειδικήν μελέτην της Μηχανικής Υπηρεσίας της Νομαρχίας Λακωνίας προς απορρόφησιν πιστώσεως 300.000 δρχ. χορηγηθείσης υπό του Υπουργείου Εσωτερικών, δια τον αποκλειστικόν σκοπόν της καταλλήλου διαμορφώσεως της κεντρικής πλατείας της κωμοπόλεώς μας. Η μελέτη, δηλαδή, εγένετο υπό την προϋπόθεσιν ότι θα εφαρμοσθή το σχεδιάγραμμα του Καλλιτέχνου, το οποίον ετέθη υπ’ όψιν της αρμοδίας Μηχανικής Υπηρεσίας.

Ήδη μετ’ εκπλήξεως πληροφορούμεθα, ότι η σύζυγος του αποβιώσαντος Καλλιτέχνου αρνείται να μεταφέρη ενταύθα τον ανδριάντα προς τοποθέτησιν, με την περίεργον δικαιολογίαν ότι δεν συμφωνεί η ιδία με την σκέψιν του συζύγου της προς συνένωσιν του ανδριάντος προς το Ηρώον των πεσόντων.

Δεν επιθυμούμεν να σχολιάσωμεν την συμπεριφοράν αυτήν της κυρίας Φαληρέα, η οποία εντελώς αναρμοδίως απορρίπτει το ιδιόχειρον σχέδιον του αποβιώσαντος διαπρεπούς συζύγου της. Την Κοινότητά μας ενδιαφέρει εν προκειμένω ότι η περίεργος αυτή νοοτροπία της κυρίας Φαληρέα, συνιστά την βασικήν αιτίαν, ένεκεν της οποίας καθυστερεί επί τόσον χρόνον η ενταύθα μεταφορά και κατάλληλος τοποθέτησις του ανδριάντος.

Προς ενημέρωσιν πάντως, τόσον Υμών προσωπικώς όσον και των λοιπών μελών της Ερανικής Επιτροπής, παρέχομεν δια του παρόντος την διαβεβαίωσιν ότι το Κοινοτικόν Συμβούλιον της Αρεοπόλεως, ανταποκρινόμενον και προς την ομόθυμον γνώμην του συνόλου των κατοίκων, δεν πρόκειται να δεχθή ουδεμίαν τροποποίησιν του ιδοχείρου σχεδίου του αποβιώσαντος διαπρεπούς Καλλιτέχνου-κατασκευαστού του ανδριάντος ως προς την συνένωσιν αυτού προς το Ηρώον των εν πολέμω πεσόντων. Πάσα αντίθετος σκέψις αποκλείεται ακόμη και δια τον εξής πρακτικόν λόγον. Ότι η Κοινότης ημών έχει ήδη από μηνών παραγγείλει την κατασκευήν των εξ ορειχάλκου στεφάνων και λιβανωτών, τα οποία προβλέπει το σχέδιον, δεσμευθείσα με ανάλογον χρηματικήν προκαταβολήν.

Τούτων όλων δοθέντων, είμεθα βέβαιοι ότι η ημετέρα Σεβασμιώτης, με το γνωστόν υψηλόν κύρος, όπερ διαθέτει, θα συντελέση μεγάλως εις την ειρηνικήν ρύθμισιν του προκύψαντος θέματος και θα προλάβη δυσαρέστους περιπλοκάς, αίτινες μετά βεβαιότητος θα επακολουθήσουν. Διότι εις εναντίαν περίπτωσιν η Κοινότης θα αναγκασθή πλέον να προσφύγη εις την Εισαγγελικήν Αρχήν, οπότε φυσικόν είναι ότι θα δημιουργηθή μέγας σάλος, ο οποίος θα προσλάβη βεβαίως και ανάλογον δημοισότητα. Ο Πρόεδρος της Κοινότητος ΤΣ Ηλίας Καλαποθαράκος

Εν συνεχεία ανεγνώσθη η ανωτέρω μνημονευθείσα γραπτή δήλωσις του κ. Δικαίου ΒΑΓΙΑΚΑΚΟΥ έχουσα ούτω.

Προς τον Μητροπολίτην Γυθείου και Οιτύλου, Πρόεδρον της Ερανικής Επιτροπής ανεγέρσεως του ανδριάντος Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη κ. ΣΩΤΗΡΙΟΝ.

Κύριε Πρόεδρε,

Κωλυόμενος να παραστώ εις την συνεδρίαν της Ερανικής Επιτροπής κατά την 14ην Σεπτεμβρίου 1981 υποβάλλω εγγράφως τας απόψεις μου και παρακαλώ να εγγραφούν εις τα Πρακτικά. Το θέμα του ανδριάντος του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη αντιμετωπίζεται σήμερον από απόψεως θέσεως εις την Αρεόπολιν, αλλά και από απόψεως παρουσίας αυτού τούτου του μνημείου.

Αφού από απόψεως θέσεως απέτυχεν η προσπάθεια δια να τοποθετηθή έναντι του Γυμνασίου εις την είσοδον της Αρεοπόλεως και εις την συμβολήν των οδών προς Καλαμάταν και Γύθειον, ίνα είναι εμφανές εις τους επισκεπτομένους την Μάνην, προσπάθεια προς την οποίαν η Κοινότης Αρεοπόλεως εις ουδέν εβοήθησε, διότι έχει την γνώμην να τοποθετηθή, ο ανδριάς εις την ως άνω πλατείαν  αυτής, όπου και παραχωρεί θέσιν,  απομένει το ζήτημα της παραχωρήσεως της καταλλήλου θέσεως, διότι επί της αυτής πλατείας και εις την κατάλληλον θέσιν ευρίσκεται σήμερον το μνημείον των πεσόντων. Η κατάλληλος θέσις της πλατείας, η οποία θα παρέχη την απαιτουμένην δια τον ανδριάντα προβολήν πρέπει να τύχη της εγκρίσεως της αρμοδίας καλλιτεχνικής Επιτροπής ορισθησομένης είτε υπο του Υπουργείου Πολιτισμού, είτε υπό του χορηγήσαντος την άδειαν του εράνου αρμοδίου Υπουργείου. Εν συνεχεία κατά την τοποθέτησιν του ανδριάντος, νομίζω ότι πρέπει να ληφθούν υπ’ όψιν τα εξής.

Ο έρανος επετράπη δια την κατασκευήν ανδριάντος επί βάθρου και δυο μεταλλικών πλακών εις τα πλάγια του βάθρου και δι’ αυτά και μόνον. Επί τη βάσει τούτων έγιναν οι διαγωνισμοί και τα προπλάσματα, η απόρριψις αυτών και τελικώς η ανάθεσις της κατασκευής του ανδριάντος εις τον Γλύπτην-Ακαδημαϊκόν, αείμνηστον Βάσον Φαληρέα. Και αυτά κατασκεύασεν ο γλύπτης. Πάσα άλλη προσθήκη εις το μνημείον οτιδήποτε απει-κονίζουσα είναι ξένη προς τον ανδριάντα και τον σκοπόν του αλλοιώνει τελείως το καλλιτεχνικόν τούτο έργον. Αποτελεί νόθευσιν της εμπνεύσεως του Καλλιτέχνου, νόθευσιν του μνημείου και αντιαισθητικήν αυτού παρουσίαν εις βάρος της μνήμης του διεθνούς φήμης γλύπτου Βάσου Φαληρέα.

Περιττόν να είπω ότι εάν έζη ο καλλιτέχνης κατ’ ουδένα τρόπον θα επέτρεπε παρόμοιον διασυρμόν. Ως μέλος της Επιτροπής και μάλιστα ως, πρωτεργάτης της όλης αυτής κινήσεως, θα αντιδράσω δια παντός νομίμου μέσου προς πάσαν κατεύθυνσιν, θα αντιδράση ως γνωρίζω, καθ’ ο έχει δικαίωμα και η σύζυγος του Καλλιτέχνου κυρία Φαληρέα, προς περιφρούρησιν της καλλιτεχνικής δημιουργίας και αξιοπρεπείας του συζύγου της.

Επομένως εάν τελικώς τεθή εις την πλατείαν ο ανδριάς, θα τοποθετηθή μόνος εις κατάλληλον θέσιν, χωρίς να τοποθετηθή πλησίον του το μνημείον των πεσόντων, το οποίον άλλο συμβολίζει και άλλον σκοπόν πληροί και ουδεμίαν καλλιτεχνικήν ή άλλην ενότητα δύναται να αποτελέση μετά του ανδριάντος. Είναι πρωτάκουστον να θέλωμεν να καταπνίξωμεν την καλλιτεχνικήν παρουσίαν του ανδριάντος δια της τοποθετήσεως πλη-σίον του οιουδήποτε άλλου κατασκευάσματος ή μαρμαρίνων πλακών, τα οποία αποτελούν επιθυμίαν ή έμπνευσιν οιουδήποτε, αλλά είναι ξένα και προς τον ανδριάντα και προς το πνεύμα του εράνου και των διαγωνισμών και των όρων του σχετικού συμβολαίου μετά του καλλιτέχνου. Θα είναι αστεία πάσα προσθήκη και θα μειώνη ή θα διαπομπεύη την παρουσίαν του πραγματικού αυτού καλλιτεχνήματος.

Άλλως τε από της αρχαιότητος μέχρι σήμερον, ουδέν έτερον προσκολλάται εις προτομάς ή ανδριάντας. Παράδειγμα οι σύγχρονοι ανδριάντες του Κολοκοτρώνη και Καραϊσκάκη εις Αθήνας και Καραϊσκάκη εις Πειραιά, δια να μη αναφέρω άλλους. Πάσα παρέκκλισις από το αρχικόν σχέδιον δι’ οιασδήποτε προσθήκης αποτελεί παρανομίαν και αυθαιρεσίαν μη έχουσα ουδεμίαν δικαιολογίαν. Δια τούτο και εκ σεβασμού προς την μνήμην του καλλιτέχνου, μετά του οποίου πολλάκις είχον συζητήσει περί του έργου θα αντιδράσω προς πάσαν κατεύθυνσιν και δια παντός νομίμου μέσου. Πιστεύω ότι τούτο θα πράξη και η σύζυγος του καλλιτέχνου.

Κατόπιν των ανωτέρω εφιστώ την προσοχήν των μελών της Επιτροπής, επί του σοβαρού τούτου θέματος, δια το οποίον πρέπει να λάβη σαφείς και συγκεκριμένας αποφάσεις ως προς την θέσιν και τον τρόπον τοποθετήσεως του ανδριάντος του Πετρόμπεη, τας οποίας θα κοινοποιήση εις την Κοινότητα Αρεοπόλεως. Η Επιτροπή έχει υποχρέωσιν να περιφρουρήση την μνήμην του Καλλιτέχνου και την παρουσίαν, την αξίαν και τον σκοπόν του ανδριάντος.

            Μετά σεβασμού [υπογρ.] Δικαίος Βαγακάκος.

 Επί του περιεχομένου των ως άνω δυο κειμένων διεξήχθη μεταξύ των παρόντων μελών μακρά διαλογική συζήτησις. Και επί μεν του πρώτου κειμένου [της κοινότητος Αρεοπόλεως] ομόφωνος υπήρξεν η γνώμη των παρόντων ότι τα εν αυτή διαλαμβανόμενα είναι κατά πάντα ακριβή και αποδίδωσιν ωμήν την πραγματικότητα.

Επί του δευτέρου κειμένου. Η επιχειρηματολογία του κ. Βαγιακάκου δύναται να συνοψισθή εις δυο μόνον σημεία, α] εις το ότι με τον ανδριάντα τιμάται ένα ωρισμένον πρόσωπον, ενώ το Ηρώον πεσόντων εν πολέ-μω συμβολίζει μιαν γενικήν και απρόσωπον έννοιαν και επομένως είναι μεταξύ των άσχετα και β] ότι πρόκειται να μειώση και ακόμη να διaπομπεύση την αξίαν του ανδριάντος οιαδήποτε προσθήκη πέραν του κυρίως έργου και λοιπά και λοιπά. Αλλ’ αυτά όλα περισσότερον και βεβαίως καλύ-τερον από τον κ. Βαγιακάκον τα εγνώριζεν ο αείμνηστος Φαληρέας, ο οποίος επί μακρόν ησχολήθη επί του θέματος και εν τέλει ο ίδιος επρότεινεν εις την Ερανικήν Επιτροπήν τας τοιαύτας προσθήκας. Η Επιτροπή κατέχει έκτοτε ιδιόχειρον σχεδιάγραμμα του Φαληρέα, επί του οποίου μάλιστα έχουν γίνει και ωρισμέναι επίσημοι ενέργειαι μέσω της Μηχανικής Υπηρεσίας της Νομαρχίας Λακωνίας. Όλα δε αυτά τα γνωρίζει άριστα ο κ. Βαγιακάκος [καθώς και η κυρία Φαληρέα] διότι επί των προτάσεων αυτών του Καλλιτέχνου έγιναν μακρόταται συζητήσεις και ζώντος ακόμη του Φαληρέα, ιδία όμως μετά τον θάνατόν του. Επ’ αυτού του σημείου όμως δεν αναφέρη τίποτε ο κ. Βαγιακάκος, αλλά καταναλίσκεται εις μακροσκελείς εξορκισμούς, ως εάν αι προσθήκαι αυταί ήσαν ενέργειαι βέβηλοι επινοη-θείσαι από τρίτα πρόσωπα δια να μειώσουν δήθεν την αξίαν του ανδριάντος. Αλλά ας ακολουθήσωμεν την χρονολογικήν σειράν των γεγονότων προς πληρεστέραν κατανόησιν των επιμάχων σημείων.

1. Πριν ακόμη περατωθή ο ανδριάς κλιμάκιον της Ερανικής Επιτροπής μετά του Γλύπτου Φαληρέα μετέβησαν εις Αρεόπολιν, ίνα από κοινού αναζητήσουν την καταλληλοτέραν θέσιν εις την οποίαν θα έπρεπε να τοποθετηθή το κατασκευαζόμενον έργον. Πράγματι επεσήμαναν ωρισμένην θέσιν παρά την είσοδον της κωμοπόλεως, η οποία όντως προσεφέρετο δια τον σκοπόν τούτον. Η θέσις όμως αύτη απετέλει μέρος τμήματος ανήκοντος εις ιδιώτην, ο οποίος όμως ηξίωσε λίαν υψηλόν τίμημα δια να παρα-χωρήση ανάλογον χώρον. Παρά δε τας επιμόνους επί σειράν μηνών προσπαθείας των εξ Αρεοπόλεως μελών της Επιτροπής δια να πείσουν τον ιδιοκτήτην του κτήματος [παλαιόν φίλον και συμμαθητήν των] όπως μετριάση το ποσόν ουδέν κατώρθωσαν. Η προσπάθεια αύτη επανελήφθη και μετά την αποπεράτωσιν του ανδριάντος, αλλά και πάλιν χωρίς αποτέλεσμα. Η Ερανική Επιτροπή στερουμένη του απαιτουμένου χρηματικού ποσού δια την αγοράν του χώρου εκείνου, απηυθύνθη προς την Κοινότητα Αρεοπόλεως να παραχωρήση αυτή Κοινοτικόν χώρον δια την τοποθέτησιν του ανδριάντος. Ήτο όμως αρχήθεν γνωστόν ότι η Κοινότης δεν διέθετεν άλλον χώρον ει μη μόνον την κεντρικήν πλατείαν της κωμοπόλεως. Αλλ’ εις το κέντρον της πλατείας αυτής υπάρχει ακόμη και σήμερον ένα παλαιόν [και ακαλαίσθητον] Ηρώον των εν πολέμω πεσόντων, ένθα γίνονται εκάστοτε αι τελεταί.

2. Όλα αυτά ετέθησαν υπ’ όψιν του Γλύπτου Φαληρέα, ο οποίος επί πολύ χρόνον εβασάνιζε την σκέψιν του δια να εύρη τρόπον επιτυχούς λύσεως του προκύψαντος προβλήματος. Τέλος κατέληξεν εις την εξής απόφασιν. Να καταργηθή το παλαιόν Ηρώον και εις την θέσιν του να τοποθετηθή ο ανδριάς. Επειδή δε η επιφάνεια της πλατείας είναι περιορισμένη και δεν χωρούν δυο κεχωρισμένα και ογκώδη έργα, εσκέφθη να συνενώση τον ανδριάντα με το Ηρώον εις ένα ευφυέστατον συνδυασμόν ως εξής. Είς βάσιν υψηλοτέραν του εδάφους κατά 0,50 μ. [πλατφόρμαν] και διαστάσεων 10χ8μ περίπου, ετοποθέτησεν εις το κέντρον τον ανδριάντα, συνολικού ύψους [μετά της βάσεως 5,30μ] και εκατέρωθεν αυτού δυο επιμήκεις μαρ-μάρινες στήλες ύψους 1,80 και πλάτους 3,00 μέτρων εκάστης. Τας στήλας αυτάς διήρεσεν εις τρία διαζώματα. Τα άνω και κάτω διαζώματα ύψους 0,40μ έκαστον και το μέσον διάζωμα ύψους ενός μέτρου. Εις το άνω αριστερόν [τω θεωμένω] διάζωμα ανέγραψε την φράσιν, ‘’ΕΙΣ ΟΙΩΝΟΣ ΑΡΙΣΤΟΣ’’. Εις το αντίστοιχον διάζωμα της δεξιάς στήλης συνεπληρούτο η φράσις, ‘’ΑΜΥΝΕΣΘΑΙ ΠΕΡΙ ΠΑΤΡΗΣ’’. Εις τα μεσαία διαζώματα αμφοτέρων των στηλών ετοποθέτησεν ανά τρία ορειχάλκινα στεφάνια δια να σημειώση εντός αυτών τους σημαντικώτερους Εθνικούς μας αγώνας. Και εις μεν τα στεφάνια της αριστεράς στήλης ανέγραψε, ‘’ΒΕΡΓΑ ΙΟΥΝΙΟΣ 1826’’, ‘’ΔΥΡΟΣ ΙΟΥΝΙΟΣ 1826’’ και ‘’ΠΟΛΥΑΡΑΒΟΣ ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 1826’’, εις δε τα στεφάνια της δεξιάς στήλης ανέγραψε τας ιστορικάς χρονολογίας ‘’1912-13’’, ‘’1917-22’’ και ‘’1940-41’’. Εις το κάτω αριστερόν διάζωμα ανέγραψε την φράσιν, ‘’ΝΙΚΗΦΟΡΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΔΙΑ ΤΑ ΙΕΡΑ ΤΗΣ  ΜΑΝΗΣ  ΠΑΤΡΙΑ’’. Εις το αντίστοιχον διάζωμα της δεξιάς στήλης ανέγραψε, ‘’Η ΜΑΝΗ ΠΡΟΜΑΧΟΥΣΑ ΔΙΑ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΝ ΤΟΥ ΕΘΝΟΥΣ’’.

Η όλη σύνθεσις ολοκληρούται με την τοποθέτησιν δυο ορειχαλκίνων λιβανωτών εις τα έξω άκρα των δυο στηλών. Ούτοι κατά τας ώρας των Εθνικών τελετών θα εχρησιμοποιούντο ως λιβανωτοί, κατά δε τον άλλον χρόνον [δια καταλλήλων εσωτερικών εγκαταστάσεων] θα μετετρέποντο εις φωτιστικούς προβολείς επί του παρακειμένου ανδριάντος.

3. Εκ των ανωτέρω προκύπτει σαφώς ότι ο Καλλιτέχνης οραματίσθη τας παραπλεύρως του ανδριάντος κατασκευάς όχι απλώς ως Ηρώον μόνον της Αρεοπόλεως, αλλά ως Σύμβολον ολοκλήρου τα Μάνης της οποίας πρωτεύουσα είναι η Αρεόπολις.

Σαφώς επίσης προκύπτει ότι αι κατασκευαί αύται δεν είναι καθόλου άσχετοι προς τον ανδριάντα του Πετρόμπεη, διότι τουλάχιστον αι τρεις μεγάλαι μάχαι της αριστεράς στήλης [Βέργας-Δυρού και Πολυαράβου] εγένοντο επί των ημερών του Πετρόμπεη και υπό την ιδικήν του κατεύθυνσιν εκτελεσθείσαι δε υπό την ηγεσίαν μελών της οικογενείας του [υιών και αδελφών του].

Ως προς τους πολέμους των μεταγενεστέρων χρόνων [περί των οποίων ομιλεί η δεξιά στήλη], αύτη εγένετο εκ της ανάγκης ολοκληρώσεως του Ηρώου και δια την οικονομίαν του χώρου της πλατείας, περί της οποίας ωμιλήσαμεν ήδη. Δέον να κατανοηθή επίσης ότι η Αρεόπολις είναι μια μικρά κωμόπολις 700 μόλις κατοίκων, εις την οποίαν αι γενόμεναι εκάστοτε Εθνικαί εκδηλώσεις είναι ανάγκη να τελούνται εις τον αυτό χώρον. Τούτο συνιστά μιαν επί πλέον εξήγησιν της πράγματι σοφής συνενώσεως Ανδριάντος και Ηρώου υπό του Γλύπτου Φαληρέα, ο οποίος ήτο τόσον ενθουσιασμένος εκ της σκέψεώς του αυτής, ώστε είπε κάποτε εις τον Ταμίαν της Ερανικής Επιτροπής [του μόνου που ήρχετο εις συχνήν επαφήν μαζί του] την εξής φράσιν, ‘’θα σας φτιάξω κάτι πολύ ωραίο, όμοιον του οποίου δεν υπάρχει πουθενά της Ελλάδος’’.

4. Ο αείμνηστος Φαληρέας ήτο μεγάλη καλλιτεχνική προσωπικότης με Πανευρωπαϊκήν ακτινοβολίαν. Είχε ζήσει εις το εξωτερικόν αρκετά έτη και ίσως ενεπνεύσθη την ιδέαν συνενώσεως Ανδριάντος και Ηρώου από αναλόγους συνθέσεις διαφόρων Ευρωπαϊκών μεγαλουπολεων. Έτσι εξηγείται και η φράσις του ότι θα φτιάξη κάτι ωραίο που όμοιό του δεν υπάρχει στην Ελλάδα. Τούτο αποτελεί και απάντησιν εις τον ισχυρισμόν του κ. Βαγιακάκου ότι ουδαμού της Ελλάδος υπάρχει παρόμοιος συνδυασμός.

5. Η ως άνω περιγραφείσα κατασκευή όχι μόνον δεν μειώνει την αξίαν του ανδριάντος [ως διατείνεται ο κ. Βαγιακάκος] αλλ’ αντιθέτως αποτελεί επιτυχή διακόσμησιν και συμπλήρωσιν αυτού, διότι η μορφή του Πετρόμπεη θα παραμένει ως το κυριαρχούν στοιχείον είς ολόκληρον την πλατείαν της κωμοπόλεως. Άλλως δεν θα το επρότεινεν ο ευφυέστατος Φαληρέας.

6. Ο κ. Βαγιακάκος δικαιούται βεβαίως να έχη οιανδήποτε προσωπικήν γνώμην εν προκειμένω. Η Ερανική Επιτροπή όμως ευρισκομένη μεταξύ της γνώμης του εξόχου Καλλιτέχνου και Ακαδημαϊκού Βασιλείου Φαληρέα και της γνώμης του κ. Βαγιακάκου, ασφαλώς προτιμά την πρώτην. Εάν δε έζη ακόμη ολίγους μήνας ο Φαληρέας μετά βεβαιότητος ο Ανδριάς του Πετρόμπεη μετά του νέου Ηρώου [όπως ο ίδιος το οραματί-σθη] θα είχεν τοποθετηθή εις την Αρεόπολιν προ της λήξεως του έτους 1979. Η έκτοτε και μέχρι σήμερον καθυστέρησις της τοποθετήσεως του ανδριάντος οφείλεται αποκλειστικώς και εξ ολοκλήρου εις την αρνητικήν τακτικήν του κ. Βαγιακάκου και εις ουδένα άλλον λόγον. Τούτο προκύπτει σαφώς εκ του ότι και σήμερον ακόμη κατηγορεί ευθέως όλους ημάς, ότι δήθεν επιχειρούμεν προσθήκας ξένας προς το έργον, ενώ άριστα γνωρίζει ότι όλα αυτά επροτάθησαν από τον ίδιον τον Φαληρέα όπερ και αποσιωπά.

7. Δεδομένου ότι η θητεία της Ερανικής Επιτροπής λήγει οριστικώς την 31ην Δεκεμβρίου τρέχοντος έτους δεν υπάρχει πλέον άλλο χρονικόν περιθώριον προς περαιτέρω παράτασιν της ατόπου αυτής εκκρεμότητος, δια την οποίαν έχει απόλυτον δίκαιον να διαμαρτύρεται η Κοινότης Αρεοπόλως. Δι’ ο η Ερανική Επιτροπή δια της παμψηφίας των παρόντων και νομίμως εκπροσωπουμένων μελών της, εγκρίνει την συνένωσιν του ανδρι-άντος μετά του νέου Ηρώου κατά την πρότασιν του αειμνήστου Φαληρέα ως ανωτέρω λεπτομερώς εξετέθη.

Μεθ’ ο μη υπάρχοντος άλλου θέματος προς συζήτησιν λύεται η συνεδρίασις. Ο Πρόεδρος  Τα μέλη’’.

Κατόπιν των ανωτέρω στις 17-9-1981 σε επιστολή του, στη γυναίκα του γλύπτη, ο Δημ. Αντωνάκος έγραφε,

         ‘’Αξιότιμος Κυρία Φαληρέα,

Κατ’ εξουσιοδότησιν της Ερανικής Επιτροπής σας εσωκλείω αντίγραφον  του υπ’ αριθ. 21/14-9-81 Πρακτικού οριστικής αποφάσεως της, προς γνώσιν σας.

          Προσωπικώς νομίζω ότι, κατόπιν της αποφάσεως αυτής, λογικώτε-ρον και ευπρεπέστερον δι’ όλους μας είναι, με φιλίαν και αγάπην μεταξύ μας να προωθήσωμεν την κατασκευήν της μαρμαρίνης βάσεως του ανδριάντος, κατά τα υπάρχοντα σχέδια, ώστε το ωραίον έργον του αειμνήστου συζύγου σας να πάρη μετά τιμών την εμπρέπουσαν θέσιν εις την πλατείαν της Αρεοπόλεως.

Εάν αντιθέτως, προτιμήσητε την σφαλεράν οδόν που υποστηρίζει ο κ. Βαγιακάκος, θα πρέπει εκ των προτέρων να είσθε βεβαία, ότι τότε ακριβώς θα προκληθή δημόσιος θόρυβος, ο οποίος δεν αρμόζει στην ιερή σκιά του Μεγάλου Νεκρού.

          Για όνομα του θεού, μερικά δάφνινα στεφάνια, τα οποία πολύ καλά γνωρίζετε ότι επενόησε και ετοποθέτησε ο  ί δ ι ο ς δίπλα από την βάσιν του ανδριάντος, είναι ποτέ δυνατόν να θεωρηθούν ότι αποτελούν νοθείαν του έργου και διασυρμόν της μνήμης του σχεδιάσαντος αυτά Καλλιτέχνου;

          Πάντως, παρακαλώ υμάς, όπως το βραδύτερον εντός οκτώ ημερών από της λήψεως της παρούσης, μου γνωρίσητε εγγράφως ή τηλεφωνικώς την επί του θέματος αυτού απόφασίν σας.

Μετ’ εξαιρέτου τιμής

Τ Υ ΔΗΜ. ΑΝΤΩΝΑΚΟΣ-ΜΑΥΡΟΜΙΧΑΛΗΣ

 

 

 

 

 

 

 

Ακολούθησε η απάντηση-επιστολή της γυναίκας του Φαληρέα προς τον κοινοτάρχη Αρεοπόλεως που έχει ως εξής.

Παράδεισος, 7-10-81

Προς τον

Πρόεδρον της Κοινότητας Αρεοπόλεως

Κον  Ηλίαν Καλαποθαράκον

Έλαβον το πρακτικόν της Συνεδριάσεως [14-9-81] της Ερανικής Επιτροπής και έμεινα κατάπληκτη με το περιεχόμενον της  επιστολής σας προς τον Σεβασμιώτατον Κύριο ΣΩΤΗΡΙΟΝ.

Σας παραθέτω ακριβές αντίγραφον της προς τον Σεβασμιώτατον επιστολής μου προς αποκατάστασιν της αληθείας.

‘’Σεβασμιώτατε,

Έλαβον το πρακτικόν της Συνεδριάσεως [14-9-81] της Ερανικής Επιτροπής και έμεινα κατάπληκτη με τα γραφόμενα. Δηλ. ότι εγώ αρνού-μαι να τοποθετηθεί ο ανδριάς του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη στο μέρος που ο αείμνηστος σύζυγός μου επιθυμούσε.

Αντιθέτως απ’ ό,τι σας έχουν πληροφορήσει επί διετίαν το άγαλμα ευρίσκεται εις τον κήπον μου εν αναμονή μεταφοράς του.

Κατ’ επανάληψιν εζήτησα από τον μαρμαρά [ο οποίος θα τοποθετήσει το άγαλμα και θα φτιάξει τις βάσεις] τον προϋπολογισμόν της εργασίας του, και συγκεκριμμένως για τελευταία φορά στις 20-3-81 το πρωί επί παρουσία των κ.κ. Αντνωνάκου και Βαγιακάκου. 

          Μετά την συζήτησιν μείναμε σύμφωνοι ότι οι ως άνω κύριοι θα μετέβαινον στην Αρεόπολιν για να αποφασίσουν την ακριβή θέσιν τοποθετήσεως και θα με ενημέρωναν. Έκτοτε ουδείς με ειδοποίησε για το παραμι-κρόν. Δύνασθε λοιπόν να εννοήσετε την έκπληξίν μου με το περιεχόμενο των γραφομένων σας.

Επί του προκειμένου σας γνωστοποιώ ότι όχι μόνον δεν αρνούμαι αλλά επιθυμώ να τοποθετηθή το άγαλμα το συντομώτερον εκεί και όπως επιθυμούσε ο σύζυγός μου [βάσει των σχεδιαγραμμάτων και του συμβολαίου που είχε τότε υπογραφεί].

Εν αναμονή απαντήσεώς σας

Διατελώ μετά τιμής

Υ.Γ. Προς επικύρωσιν των γραφομένων μου όσον αφορά τις συνεννοήσεις μου με κ.κ. Αντωνάκον και Βαγιακάκον έχω δύο μάρτυρες, βοηθούς του συζύγου μου κ.κ. Δοβλέτογλου και Παπαθανασίου που ήσαν παρόντες.

 

 

 

 

Η επιστολή της χήρας Φαλερέα προς τον Αντωνάκο έχει ως εξής,

Παράδεισος, 8-10-81

          Κύριε Αντωνάκο,

Σας αποστέλλω συνημμένως ακριβές αντίγραφον επιστολής μου προς τον Σεβασμιώτατον Μητροπολίτην κύριον ΣΩΤΗΡΙΟΝ και τον Πρόεδρον της Κοινότητος Αρεοπόλεως κ. Καλαποθαράκον.

Όπως ήδη σας έχω τηλεφωνήσει είμαι, όπως πάντοτε, στην διάθεσίν σας προς περαιτέρω συνεννόησιν.

Μετά τιμής

          Και η επιστολή της στον Δ. Βαγιακάκο,

                     Παράδεισος [Αμαρουσίου] 8-10-1981

Κύριε Βαγιακάκο,

Σας παραθέτω ακριβές αντίγραφον των επιστολών μου προς 1] Σεβασμιώτατον κ. ΣΩΤΗΡΙΟΝ, 2] προς Πρόεδρον Κοινότητος Αρεοπόλεως κ. Καλαποθαράκον 3] προς κ. Αντωνάκον.

          ------- [Επισθνάπτει αντίγραφο προηγουμένης επιστολής]--------

Εν αναμονή κλπ κλπ

Σας χαιρετώ φιλικώτατα’’.

Στις 29-10-1981 ο μητροπολίτης Γυθείου, ως πρόεδρος της ερανικής επιτροπής, έστειλε επιστολή στη Σοφία Φαληρέα όπου σημείωνε, ‘’…επιθυμώ να σας διαβεβαιώσω ότι η Ερανική Επιτροπή ουδέποτε ισχυρίσθη ότι σεις ηρνήθητε ποτέ να μεταφέρετε τον ανδριάντα εις την Αρεόπολιν. Αυτά εγράφησαν εις επίσημον έγγραφον της Κοινότητος Αρεοπόλε-ως, διαμαρτυρομένης δια την συνεχιζομένην αδικαιολόγητον καθυστέρησιν, και το οποίον έγγραφον έπρεπε να καταχωρηθή εις τον Πρακτικόν της Ερανικής Επιτροπής, όπου επίσης κατεχωρήθη και ολόκληρος η  σχετική επιστολή του κ. Βαγιακάκου με αντιθέτους απόψεις. Επ’ αυτών δε των δυο κειμένων ησχολήθη η Ερανική Επιτροπή και έλαβε την τελικήν απόφασίν της. Σας ευχαριστώ, πάντως, δια την διαβεβαίωσίν σας, ότι είσθε πάντοτε πρόθυμη να μεταφέρετε τον ανδριάντα εις τον χώρον της τοποθετήσεώς του, κατά την έννοιαν βεβαίως του Πρακτικού της Ερανικής Επιτροπής, το οποίον σας εκοινοποιήθη, με το περιεχόμενον του οποίου συμφωνώ πλήρως. Ομολογώ, εν τούτοις, ότι αδυνατώ να εννοήσω το πνεύμα της τελευταίας παραγράφου της επιστολής σας, εις την οποίαν ιδιατέρως τονίζεται ότι ο ανδριάς πρέπει να τοποθετηθή ‘’εκεί’’ και όπως αναφέρουν αι μετά του αειμνήστου συζύγου σας γραπταί συμφωνίαι της Ερανικής Επιτροπής. Γνωρίζετε βεβαίως ότι όταν αντηλλάγησαν τα γνωστά έγγραφα της αρχικής συμφωνίας, εθεωρείτο σχεδόν βεβαία η τοποθέτησις του ανδριάντος παρά την είσοδον της Αρεοπόλεως, όπερ όμως δεν επραγματοποιήθη δια τους γνωστούς λόγους. Επομένως ουδεμία συσχέτισις είναι δυνατή με τα αρχικά κείμενα διότι εκ των υστέρων προέκυψε νέα πραγματικότης, η οποία ηνάγκασεν τον σύζυγόν σας να προτείνη συνένωσιν των εννοιών του ανδριάντος με το Ηρώον των εν πολέμω πεσόντων. Εν τέλει οφείλω να σας γνωρίσω, ότι όλαι αι πρόσθετοι κατατασκευαί που θα πλαισιώσουν τον ανδριάντα, δεν θα βαρύνουν το Προϊόν του Εράνου, αλλά την Κοινότητα Αρεοπόλεως. Παρακαλώ, κυρία Φαληρέα, όπως βοηθήσατε και σεις να πάρη τέλος η υπόθεσις αυτή δια της όσον το δυνατόν ταχυτέρας τοποθετήσεως του ανδριάντος εις την καθορισθείσαν πλέον θέσιν προς ικανοποίησιν όλων και αγαλλίασιν της ψυχής του αειμνήστου συζύγου σας, όστις έθεσε την σφραγίδα της καλλιτεχνικής του αξίας εις τον ορείχαλκον, εις μνημνόσυνον αιώνιον του Μεγάλου Ήρωος και Πατρός της Ελληνικής Επαναστάσεως του 1821, ως και του φιλοτεχνήσαντος την ηρωϊκήν αυτήν προσωπικότητα εξόχου καλλιτέχνου Βάσου Φαληρέα’’.

Στις 27-1-1982 η Σοφία Φαληρέα, σύζυγος του γλύπτη, με επιστολή της προς τον μητροπολίτη Γυθείου σημείωνε,

‘’Σεβασμιώτατε,

Εν συνεχεία της τηλεφωνικής μας ομιλίας [26-1-1982] θα ήθελα, όπως μου εζητήσατε, να σας τα επαναλάβω και γραπτώς.

Είχε συμφωνηθή προ της αποστολής του ανδριάντος να έχουν ήδη ετοιμασθή τα θεμέλια και το βάθρο, ώστε όταν θα παρελαμβάνετο το άγαλμα να μπορέση να στηθή αμέσως.

Δυστυχώς έγινε το αντίθετο. Παρελήφθη ο ανδριάς και πετάχθηκε στην πλατεία, εν αναμονή θεμελίων και βάθρου, με συνέπεια τα άγαλμα να έχει υποστή φθορές και σπάσιμο από πετροβολήματα των παιδιών.

Αυτό που είναι επίσης εντελώς απαράδεκτο είναι ότι κάποιος έδωσε εντολή να βουρτσίσουν και να γυαλίσουν τα ανάγλυφα τάχα για να φανούν τα πρόσωπα πιο έντονα [σσ τρία θαυμαστικά]. Ο δε μαρμαράς μου είπε πως ετοιμάζονται να καθαρίσουν και τον ανδριάντα [σσ πάλι τρια θαυμαστικά].

Και σας ερωτώ, Σεβασμιώτατε. Κατά ποίαν λογική, χέρι τρίτο και ανίδεο, παίρνει το δικαίωμα να επεμβαίνει σε έργο φθασμένου γλύπτου όπως ήταν ο σύζυγός μου Βάσος Φαλερέας; Νομίζω ότι ο άνδρας μου, που έδωσε τόσο πολύ από τον εαυτόν του για να είναι ο ανδριάς γεμάτος αρχοντιά και αξιοπρέπεια, μελέτησε πολύ προσεχτικά όλες τις λεπτομέρειες, φυσικά και το θέμα της πατίνας. Κάθε ένας στο επάγγελμά του. Και ο κ. ΑΝΤΩΝΑΚΟΣ στο δικό του. Εφ’ όσον είναι άσχετος με την γλυπτική θα έπρεπε να αφήσει το έργο του Φαληρέα όπως το ήθελε ο ίδιος ο καλλιτέχνης. Εάν δεν του άρεσε, είχε 1½ χρόνο στην διάθεσή του, πριν πεθάνει ο γλύπτης για να του το πει. Τώρα είναι πολύ αργά. Έτσι το θέλησε ο σύζυγός μου και έτσι πρέπει να μείνει από σεβασμό στον νεκρό αν μη στο αναγνωρισμένο ταλέντο του.

Ελπίζω ότι θα δείξετε την πρέπουσα κατανόηση και επαφίεμαι στην ορθή κρίση σας.

Σας ευχαριστώ

Και διατελώ με τον δέοντα σεβασμόν.         Σ. Φαληρέα

ΥΓ. Σας εσωκλείω δυο αντίγραφα των σχεδίων που μου ζητήσατε. Βεβαίως είναι τα πρόχειρα σχεδιαγράμματα και που τελικά συμφωνήθηκε να γίνη μόνο το άγαλμα’’.    

Το βάρος υλοποίησης του έργου, το πρακτικό μέρος, ακόμα περισσότερο προς το τέλος, δηλαδή να μεταφερθεί ο ανδριάντας και να στηθεί, ανέλαβε ο Δ. Αντωνάκος-Μαυρομιχάλης, ο οποίος, τότε, ως πρώην αξιωματικός της Χωροφυλακής ήταν περισσότερο πρακτικός –οι άλλοι εθεωρούντο μάλλον διανοούμενοι- και οι Αρεοπολίτες ‘’πείθονταν’’ απ’ αυτον ως συγχωριανό τους. Πάντως φαίνεται ότι η χήρα του Φαληρέα [βλ. παραπάνω επιστολή της] του προσάπτει ‘’επεμβάσεις’’ στον ανδριάντα που ίσως ο Αντωνάκος θεωρούσε επιβεβλημένες προ των αποκαλυπτηρίων λόγω του ότι ο ανδριάντας ήταν επί μέρες ‘’κατάκοιτος’’ αλλά η χήρα θεωρούσε αλλοίωση του έργου.

[Σημείωση. Ο Πετρόμπεης δεν πρέπει να έχει ‘’παράπονο’’ ότι δεν ‘’τιμήθηκε’’ με πετροβόλημα από τους Μανιατόπαιδες κατά την κρατούσα από αιώνων συνήθεια στη Μάνη να γίνεται πετροπόλεμος κατά πάντων [συνεχίζοντας το λιθάρι, αρχαίο ολυμπιακό άθλημα]. Και το μουστάκι της προτομής του στο νεκροταφείο του Λιμενιού οι γυμνασιόπαιδες του το έσπασαν, κατ’ άλλους με τις σφεντόνες και κατ’ άλλους με πετροβόλημα [δια χειρός].

Ζωντανόν τον μπέη δεν θα τολμούσε κανείς να διανοηθεί για να τον πετροβολήσει, μετά από αιώνες όμως στο απροστάτευτο άγαλμα του δεν χαρίστηκαν. Κάποιοι ήθελαν να τον ‘’εκδικηθούν’’ γιατί φαίνεται οι πρόγονοί τους σ’ αυτόν ή στο σόι του είχαν ‘’προηγούμενα’’.

Βεβαίως, θεωρώ, ότι η χήρα του γλύπτη ‘’ποιητική αδεία’’ γράφει ότι ο ανδριάντας πετροβολιόταν, γιατί πετροπόλεμο τα παιδιά στη Μάνη και ιδία στην Αρεόπολη, στο Αγιάτικο, είχαν σταματήσει να κάνουν πριν το 1965. Όμως έπαιζαν μπάλα [κλωτσοσκούφι] και ασφαλώς το όποιο τόπι τους πολλές φορές θα είχε χτυπήσει τον ανδριάντα ‘’που περίμενε να εγερθεί’’. Αυτό πρέπει να θεωρήσομε ότι ήταν το ‘’πετροβόλημα’’.

Και εκτός από το ‘’πετροβόλημα’’ μαζεύονταν πολλοί μικροί και μεγάλοι, τη μέρα και το βράδυ και περιεργάζονταν τον κατάχαμα ριγμένο και περιτυλιγμένον ανδριάντα και έκαναν διάφορα σχόλια. Το όλο θέαμα δεν ήταν ασφαλώς τιμητικό και πολλοί διαμαρτύρονταν για την προσβολή που του γινόταν.

          Και έτσι το ανάγλυφο της Δόξας που κρατούσε στεφάνι για να τιμήσει τους πολεμιστές Μανιάτες και ως τότε -λιτό και απέριττο μνημείο- κοσμούσε το Αγιάτικο μεταφέρθηκε και τοποθετήθηκε στην εξωτερική πλευρά τοίχου ιδιωτικής κατοικίας στην πλατεία της 17ης Μαρτίου 1821 [κοντά στον Ταξιάρχη].

Μετά την αποκαθήλωση της στήλης με το ανάγλυφο καταστράφηκε το υπόλοιπο μνημείο στο Αγιάτικο και σκάφτηκε ο χώρος.

Κατόπιν αυτών ο Δ. Αντωνάκος-Μαυρομιχάλης, δέκτης παραπόνων, ‘’άρον-άρον’’, έσπευσε να διασκευάσει τον χώρο και να τοποθετήσει με εργάτες τον ανδριάντα στο Αγιάτικο για να γίνει και η γιορτή της 17ης Μαρτίου σε λίγες ημέρες.

Με απόδειξή του [ημερομηνία 17 Φεβρουαρίου 1982], για 30.000 δραχμές, εμπειροτεχνίτης από την Αρεόπολη, διαβεβαίωνε τη χήρα Φαληρέα, ότι έλαβε το παραπάνω ποσόν από τον ‘’…Δημήτριο Αντωνάκο, ταμία της ερανικής επιτροπής, δια την ανέγερσιν ανδριάντος του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη εις Αρεόπολιν Λακωνίας και δια λογαριασμόν της κυρίας Σοφίας χήρας Βασ. Φαληρέα… ως αμοιβήν δια τας κάτωθι εργασίας, α] την εκφόρτωσιν του ανδριάντος εις Αρεόπολιν, β] την μετ’ ολίγας ημέρας τοποθέτησιν αυτού επί της βάσεώς του. Αι ανωτέρω εργασίαι εγένοντο δια καταλλήλου μηχανήματος [γερανού]’’.

Τα αποκαλυπτήρια έγιναν στις 17 Μαρτίου 1982 ‘’με βυζαντινήν μεγαλοπρέπειαν…εις την μεγάλην πλατείαν των Αθανάτων και ο εκπρόσωπος της Κυβερνήσεως, αντιπρόεδρος της Βουλής και βουλευτής του ΠΑΣΟΚ κ Παναγιώτης Κρητικός έκανε τα αποκαλυπτήρια του μεγαλοπρεπούς Ανδριάντος του Ηγεμόνος της Μάνης και ενδόξου Ήρωος, Πετρό-μπεη Μαυρομιχάλη, εν μέσω ζητοκραυγών του πολυπληθούς κόσμου’’. Εφ. Ο φάρος της Λακωνίας, 13 Απριλίου 1982, σελ. 4].

Κρίσεις για το έργο. Ο Φαληρέας ήταν φτασμένος καλλιτέχνης, αναγνωρισμένος διεθνώς και το έργο του σημαντικό. Η γενική εντύπωση του απλού ανθρώπου που βλέπει τον ανδριάντα και όλο το μνημείο είναι ότι πρόκειται για ωραίο, εξαιρετικό έργο. Ο ίδιος ο καλλιτέχνης είχε ειπεί στην ερανική επιτροπή ότι ‘’θα σας φτιάξω κάτι πολύ ωραίο, όμοιο του οποίου δεν υπάρχει πουθενά της Ελλάδος’’.

Η εικόνα. Ο ανδριάντας μεγάλος, φαραωνικός, με υπερφυσικές διαστάσεις, κατ’ απαίτηση της επιτροπής, εποπτεύει στην ανοιχτή πλατεία και αγέρωχος επιβάλλεται. Η φορεσιά του είναι μανιάτικη [με τη βράκα]. Φέρει πιστόλια στη ζώνη, το δεξί του χέρι είναι ελαφρώς υψωμένο όπως του ηγέτη που καθοδηγεί και με το αριστερό κρατά από τη λαβή σπάθα που η μύτη της ακουμπά στο έδαφος. Ηγετική παράσταση.

Είχε σχεδιασθεί ο ανδριάντας να μην είναι μόνος. Θα αποτελούσε μέρος, το κύριο βεβαίως, ενός συνόλου, ενός μνημείουμαυσωλείου, με αναφορές και παραστάσεις από τη μάχη της Βέργας τ’ Αλμυρού και του Διρού και επιγραφή για τον Πολυάραβο. Θα είχε λάβαρο σε απόσταση και λιβανωτούς. Θα ήταν ένα μεγάλο μαυσωλείο. Και, φυσικά, ‘’το περίτεχνον αυτό μνημείον’’ θα είχε και κάποιο επίγραμμα κατά το πρότυπο των αρχαίων μνημείων, αφιερωμένο στον τιμώμενον, ενδεικτικό της ζωής και της δράσης του.‘’Η επιγραφή, ως σύνηθες, ελληνικά,

               [κατ’ ακρίβειαν αρχαία,

               και υπερβολική, στομφώδης και πομπώδης,

               να διαλαλεί στην αιωνιότητα τον άνδρα],

               ώστε ανελλήνιστοι δεν είμεθα, θαρρώ’’. [Από το ποίημα Φιλλέλην του Καβάφη. [Τα εντός παρενθέσεως είναι του συγγραφέως του παρόντος έργου].

Για το επίγραμμα, μεταξύ των μελών της ερανικής επιτροπής και κυρίως των αρχαϊζόντων και κλασσικιζόντων, έγιναν πολλές συζητήσεις και προτάθηκαν πολλές ιδέες. Ας ιδούμε μερικές. 

ΘΑΝΑΤΟΣ ΔΟΞΗΣ ΟΥΚ ΕΜΑΡΑΝΕ ΚΛΕΟΣ,

ΔΟΞΗΣ ΘΑΝΑΤΟΣ ΟΥΚ ΕΜΑΡΑΝΕ ΚΛΕΟΣ,

ΚΟΣΜΟΣ ΤΕΛΕΙΟΥΜΑΙ ΟΛΥΜΠΙΟΣ,

ΔΟΞΗΣ ΔΙΑΠΝΕΟΜΑΙ ΑΚΤΙΣ,

ΧΑΡΜΑ ΣΥΝΟΨΙΖΩ ΙΝΔΑΛΜΑΤΟΣ,

ΓΛΥΦΗΣ ΚΕΙΜΕΝΟΝ ΣΚΥΛΛΟΥΝΤΟΣ,

ΗΜΕΡΑ ΔΟΜΗΣ ΑΦΘΙΤΟΣ,

ΩΡΑ ΣΤΙΒΑΡΑ, ΑΠΤΕΤΑΙ,

ΔΗΛΟΥΤΑΙ ΔΟΞΗΣ ΠΛΗΡΟΥΤΑΙ ΑΚΤΙΣ,

ΠΑΤΡΙΩι ΣΤΗΛΗι ΕΣΤΗΡΙΚΤΑΙ [ΑΥΤΟΦΥΕΣ ΚΕΙΜΕΝΟΝ ΣΚΥΛΛΟΥΝΤΙΩΝ],

ΖΩΠΥΡΟΝ ΣΕΜΝΩΜΑ ΣΚΥΛΛΟΥΝΤΙΩΝ,

Πέτρος Μαυρομιχάλης, γόνος πολεμάρχων και γεννέτης ηρώων, ηγέτης προέστεη Ταϋγέτιος, εις θεμελίωσιν της ελευθερίας των Πανελλήνων,

Αντίγραφο της προκήρυξης εκ του Σπαρτιατικού στρατοπέδου,

ΠΕΤΡΟΣ ΜΑΥΡΟΜΙΧΑΛΗΣ ΓΟΝΟΣ ΠΟΛΕΜΑΡΧΩΝ ΚΑΙ ΓΕΝΝΕΤΗΣ ΗΡΩΩΝ [1765-1848],

ΗΓΕΤΗΣ ΠΡΟΕΣΤΕΙΝ ΤΑΫΓΕΤΙΟΣ ΕΙΣ ΘΕΜΕΛΙΩΣΙΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ ΤΩΝ ΠΑΝΕΛΛΗΝΩΝ,

[ΑΝΤΑΥΓΕΙΑ παραμένω ΓΕΓΛΥΜΕΝΗ ΚΑΙ ΑΠΗΧΗΣΙΣ ΕΚ ΤΟΥ ΣΠΑΡΤΙΑΤΙΚΟΥ ΣΤΡΑΤΟΠΕΔΟΥ, οπλίτης πλαστουργός τη πατρίδι].

Τελικώς επικράτησε και έγραψαν όσα σημειώνονται στη παραπάνω υπ’ αρ. 21/14-9-1981 πράξη της ερανικής επιτροπής.

Βέβαια συνηθίζεται και σε μνημεία ανδρών της νεότερης ιστορίας να γράφεται ένα επίγραμμα της αττικής ή δωρικής διαλέκτου. Το αρχαίο κλέος οι νεοέλληνες δεν το ξεχνούν και έπρεπε να τονιστεί και αποδοθεί στον μπέη η προσήκουσα δόξα όπως γινόταν στην αρχαιότητα. Τα επιγράμματα του Σιμεωνίδη του Κείου δε ξεχνιούνταν.

Παρατηρήσεις σκεπτικιστών για το έργο που διατυπώθηκαν μετά τη μεταπολίτευση [καθόσον στη διάρκεια της δικτατορίας κάθε αντίθετη φωνή ήταν ανεπίτρεπτη] αλλά κυρίως [διατυπώθηκαν από αρκετούς], το 1982, δηλαδή μετά τα αποκαλυπτήρια του ανδριάντα.

Ο ανδριάντας δεν έπρεπε να γίνει, έλεγαν.

Α] Γιατί ο μπέης είχε τιμηθεί με προτομή, όπως έχει σημειωθεί, στο Λιμένι, την Καλαμάτα και το πεδίο του Άρεως στην Αθήνα.

         Β] ‘’Εν πάση περιπτώσει’’, αν κάποιοι τόσο πολύ επέμεναν, θα μπορούσε να τοποθετηθεί μια προτομή του στην πλατεία της 17ης Μαρτίου 1821, στην Αρεόπολη, για ιστορικούς  λόγους ή να δώσουν το όνομά του στον κεντρικό δρόμο της κωμόπολης.

Γ] Πάντως δεν έπρεπε να γίνει έργο με υπερφυσικές διαστάσεις. [Τρία μέτρα και τριάντα εκατοστά το ύψος του ανδριάντα όταν είναι βέβαιο πως το ύψος του μπέη δεν έφθανε το μισό. Και η βάση μεγάλη].

Περιγραφή του μπέη κατά Φιλήμονα [Δοκίμιον Ιστορικόν περί της Ελληνικής Επαναστάσεως, τ. γ, σελ. 25], ‘’…και όσο μεγάλους μεν είχε τους οφθαλμούς, εστεμμένους δι’ οσφρύος παχείας και μελανοχρόου, ροδοειδές δε αείποτε το πρόσωπον, τόσω μικρούς σχετικώς τους πόδας, και μάλιστα τας λίαν κομψάς και τρυφεράς χείρας, ων αι δάκτυλοι εποικίλοντο ενταυτώ και δια τριχώσεων συμμέτρων’’.

Ο Αν. Γούδας  [Βίοι παράλληλοι, τ. στ] δίνει διαφορετική εικόνα εκθειάζοντας τον Πετρόμπεη και την οικογένειά του.

Ο ανδριάντας του Πετρόμπεη στην Αρεόπολη είναι ένας από τους μεγαλύτερους που υπάρχουν στην Ελλάδα [όπως του Λεωνίδα στη Σπάρτη και τις Θερμοπύλες, του Κολοκοτρώνη στην Τρίπολη και την Αθήνα, του Καραϊσκάκη στην Αθήνα, του Μεγάλου Αλεξάνδρου στη Θεσσαλονίκη και την Αθήνα, μερικών πολιτικών [Καποδίστρια, Τρικούπη, Βενιζέλου στη Βουλή], του βασιλιά Κωνσταντίνου Α΄ στο πεδίο του Άρεως, της Αθηνάς στη λεωφόρο Αλεξάνδρας, στο πεδίο του Άρεως, άλλων θεών, κούρων και κορασίδων στα αρχαιολογικά μουσεία και μερικών ευεργετών. Πάντως για τους πρωταγωνιστές του 1821 ο ανδριάντας του Πετρόμπεη είναι από τους πλέον μεγάλους].

Δ] Δεν μπορεί, έλεγαν, ο μπέης να εκπροσωπήσει ή συμβολίσει, διαχρονικά, τους αγώνες των Μανιατών [από την εισβολή των Οθωμανών στη Μάνη το 1480 ως την εισβολή του Ιμπραήμ το 1826].

Επίσης [μερικοί] έλεγαν ότι προτιμότερο θα ήταν να είχε τιμηθεί ο ανώνυμος, ο άγνωστος, ο αφανής Μανιάτης.

Ε] Το έργο ήταν δαπανηρό για την εποχή του λαμβανομένης υπόψη της φτώχειας της περιοχής.                 Και

Στ] Το ανάγλυφο της ΔΟΞΑΣ, επί στήλης, που υπήρχε -λιτό, απέριττο μνημείο- έπρεπε να παραμείνει στο Αγιάτικο [πλατεία Αθανάτων]. Εκεί ήταν η προσήκουσα θέση του.

Αλλά για τα τρία τελευταία [δ, ε και στ] θα ασχοληθούμε αμέσως παρακάτω. 

Προσωποποίηση. [Παραπάνω δ΄ και στ ]. Ο Σταύρος Καπετανάκης στον πρόλογο του έργου του για τα αριστεία των Μανιατών γράφει, ‘’Είναι καιρός να σταματήσουμε να προσωποποιούμε τον αγώνα των Μανιατών στην επανάσταση του 1821. Δεν μπορεί να ταυτίζεται η θυσία όλων των κατοίκων της Μάνης με ένα ή έστω λίγα άτομα.Το στεφάνι της δόξας  δεν προορίζεται μόνο για τους αρχηγούς αλλά πρέπει να στεφανώνει όλους τους αγωνιστές της επανάστασης του ΄21’’.

Αφού όμως τόσο πολύ μερικοί ήθελαν μνημεία θα έπρεπε, έλεγαν μερικοί σκεπτικιστές  Μανιάτες, να γίνει ένα μνημείο για τον ανώνυμο, τον αφανή Μανιάτη μαχητή, αυτόν δηλαδή που προσέφερε τα περισσότερα για την ελευθερία του τόπου, διαχρονικά. Έγινε μνημείο για τον αφανή ναύτη και αεροπόρο στο Γύθειο, για τη δρεπανηφόρο Μανιάτισσα στον Πύργο και το Διρό αλλά για τον απλό Μανιάτη τίποτα.

Κατά συνέπεια το μνημείο της ΔΟΞΑΣ, που είχε το 1958 τοποθετηθεί στο Αγιάτικο, έπρεπε να παραμείνει εκεί, ανήκε σε όλους τους Μανιάτες, γιατί η δόξα στεφανώνει όλους τους Μανιάτες αγωνιστές, όλων των εποχών, καθώς προσέφεραν πολύ περισσότερα από τον Πετρόμπεη ή την οικογένειά του στην πατρίδα. Η ΔΟΞΑ και η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ [που μπορούσε να συμβολίζει το ανάγλυφο στη μαρμάρινη πλάκα, για την οποία θυσιάστηκαν μυριάδες Μανιατών] είναι πολύ πάνω από ένα πρόσωπο όσο σημαντικό και αν ήταν αυτό [ή θεωρείτο ότι ήταν] και σε καμία περίπτωση ένα πρόσωπο δε μπορούσε να εκπροσωπήσει τους αγώνες των Μανιατών, όλων των Μανιατών, διαχρονικά. Το ανάγλυφο με τη ΔΟΞΑ ταίριαζε στους Μανιάτες. Έπρεπε να τιμάται ο άγνωστος, ανώνυμος, αφανής, απλός Μανιάτης αγωνιστής, όπως στην πλατεία Συντάγ-ματος, στην Αθήνα, τιμάται ο άγνωστος στρατιώτης, γιατί αυτός αντιπροσωπεύει όλους τους Έλληνες και σήκωσε το βάρος όλων των θυσιών και αγώνων του έθνους. Επιλέχθηκε όμως όλη η ιστορία, όλη η δόξα, όλοι οι αγώνες των Μανιατών [διαχρονικά] να εκφραστούν, να εκπροσωπηθούν από ένα πρόσωπο, τον Πετρόμπεη, ο οποίος στις 23 Μαρτίου 1821 έτυχε να είναι μπέης της Μάνης, για τους λόγους που σημειώνονται παρακάτω, και μπήκε στην Καλαμάτα ως αρχηγός των εμπειροπόλεμων Μανιατών. 

Υπέρογκη δαπάνη σε σχέση με τη φτώχεια των κατοίκων. [Περίπτωση ε΄]. Τα χρήματα, έλεγαν οι σκεπτικιστές, για τον ανδριάντα συγκεντρώθηκαν κυρίως από Μανιάτες και η Μάνη, τότε που ήταν αρκετά φτωχή αλλά και μετέπειτα, είχε ανάγκη από έργα κοινής ωφέλειας, έργα ανάπτυξης του τόπου για να ξεφύγει από την υπανάπτυξη και τη φτώχεια. Και με τους εράνους θα μπορούσε να δοθεί και ένα μάθημα, ένα μήνυμα στους κατοίκους ότι με την κοινή συνεισφορά, τη συνεννόηση, τη συνεργασία, την κοινή προσπάθεια πολλά μπορούν να γίνουν και ο πολίτης να ενδιαφέρεται για την προκοπή του τόπου του στην οποία και ο ίδιος μπορεί να συμβάλλει. Όπως έγινε, ως ένα βαθμό, το γυμνάσιο Αρεοπόλεως με χρήματα και εργασία των απλών ανθρώπων, με τον ίδιο τρόπο θα μπορούσαν να γίνουν και άλλα σημαντικά έργα όπως, δρόμοι, πλατείες, κοινοτικές στέρνες, βιβλιοθήκες και άλλα.

Ο ανδριάντας κόστισε 1.300.000 δραχμές που προήλθαν από τον έρανο. Ποσό μεγάλο για τα δεδομένα της εποχής [1968] και ιδία της περιοχής. Το 1967 ο κατά μήνα μισθός του υπουργού ήταν περί τις 22.500 δραχμές, δηλαδή το ποσό των 1.300.000 θα το συγκέντρωνε θεωρητικά ένας υπουργός, χωρίς να ξοδεύει δραχμή, μέσα σε πέντε χρόνια. Η αγροτική σύνταξη, το 1964, ήταν 170 δραχμές τον μήνα. Ο γέρο-αγρότης θα χρειαζόταν  περίπου 650 χρόνια. Από την εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ που τότε [ουσιαστικά ήταν η μόνη η οποία] δημοσίευε αγγελίες πώλησης ακινήτων σταχυολογώ ενδεικτικά μερικές αγγελίες. Στις 22-2-1973 για τριάρι διαμέρισμα έναντι αγάλματος Τρούμαν, στη λεωφόρο Βασ. Κωνσταντίνου, εζητείτο ποσόν 420.000 δραχμών. Για τετραόροφη πολυκατοικία στα Πατήσια 2.200.000. Για γκαρσονιέρα στο Παγκράτι 180.000. Στις 2-6-1973 για δυάρι στην πλατεία Μαβίλη 215. 000 δρχ. [και ενοίκια 16.300 ετησίως]. Για τεσσάρι στο Παγκράτι [100 τ.μ] 550.000 δρχ. Οι Μανιάτες άκουγαν εκατομμύριο και το θεωρούσαν αστρονομικό μέγεθος.

Για το ποσό δεν εξετάζεται αν ήταν ανάλογο, μικρότερο ή μεγαλύτερο της αξίας του έργου. Το έργο, ως καλλιτεχνική δημιουργία, ήταν ωραίο.  Εξετάζεται αυτό καθ’ αυτό το ποσό, άσχετα από το έργο, αλλά σε σχέση με τις ανάγκες των Μανιατών στον τόπο τους.

Όπως έχει σημειωθεί οι κάτοικοι στην Αρεόπολη και τη Μάνη [εκτός λίγων δημοσίων υπαλλήλων, μερικών συνταξιούχων και λιγοστών εμπόρων] βρίσκονταν σε έσχατο σημείο φτώχειας. [Έλεγαν ‘’φτώχεια και του γονέου’’ [των γονέων]. ‘’Ψωμί και θάνατος νερό και κλιμαντούρα’’].

Οι ανάγκες του τόπου ήσαν πολλές. Η Αρεόπολη και η Μάνη δεν είχαν υδροδοτηθεί. Νερό έπιναν από τις στέρνες που μάζευαν τον χειμώνα το νερό της βροχής. Τον χειμώνα οι δρόμοι [έξω από τις δίδυμες εκκλησίες, έξω από τον αλευρόμυλο κοντά στο γυμνάσιο και λίγο πιο πέρα από τον Άι-Θανάση] ήταν αδιάβατοι γιατί υπήρχαν μεγάλοι νερόλακκοι σε όλο το πλάτος του δρόμου. Ηλεκτρικό ρεύμα δεν υπήρχε, ήρθε το 1968 στην Αρεόπολη και στα χωριά αργότερα. Διαβάζαμε, ως τότε, με το φως της λάμπας πετρελαίου ή του λυχναριού που είχε φυτίλι και λάδι. Ο δρόμος Γυθείου-Αρεοπόλεως ήταν στενός, γεμάτος λακκούβες και πέτρες που εξείχαν. Δεν είχε ασφαλτοστρωθεί. Το λεωφορείο και τα άλλα λιγοστά αυτοκίνητα, ιδία στις ανηφοριές, κινούνταν με ταχύτητα πεζοπόρου, όχι δρομέα αλλά πεζοπόρου. Στα χωριά της νότιας Μάνης [Άλικα, Τσικαλιά, Βάθεια, Λάγεια, Κοκκάλα] ο δρόμος δεν είχε φτιαχτεί και λε-ωφορείο δεν πήγαινε. Εξυπηρετούνταν από τη θάλασσα με καΐκι [μια φορά την εβδομάδα]. Δουλειές και μεροκάματα δεν υπήρχαν. Ο έμπορος έπαιρνε τα όποια προϊόντα σε εξευτελιστική τιμή και η Αγροτική τράπεζα δάνειζε με υψηλό επιτόκιο. Οι περισσότεροι άνθρωποι αναγκάζονταν, κάτω από αυτές τις συνθήκες να μεταναστεύσουν για την Αθήνα, την Αμερική ή την Αυστραλία. Τα χωριά ερήμωναν.

Η περιοχή, λοιπόν, χρειαζόταν έργα ουσίας, έργα ανάπτυξης για να ζήσουν και να προκόψουν οι άνθρωποι στο τόπο τους. Έστω και με εράνους έπρεπε να εμπλουτιστεί η φτωχότατη βιβλιοθήκη του γυμνασίου και να γίνουν βιβλιοθήκες στα δημοτικά σχολεία. Να δοθούν υποτροφίες σε καλούς μαθητές για να σπουδάσουν στην Αθήνα και στο εξωτερικό [τότε μεταπτυχιακά εδώ δεν υπήρχαν]. [‘’Προίκα στη παιδεία και όχι στη Σο-φία’’ φώναζαν οι φοιτητές το 1962 για τον γάμο της πριγκίπισσας Σοφίας με τον Χουάν Κάρλος της Ισπανίας. Το Ελληνικό Δημόσιο της έδωσε προίκα 9.000.000 δραχμές. Μια κοπέλα στο χωριό μου, την ίδια εποχή, πήρε προίκα 30.000 δραχμές και θεωρήθηκε ότι προικίσθηκε πλουσιοπάροχα]. Μπορούσαν με έρανο να αναστηλώσουν το αρχαίο θέατρο Γυθείου για να δίνονται εκεί θερινές παραστάσεις αρχαίας τραγωδίας για την ψυχαγωγία και επιμόρφωση των κατοίκων. Ο πολιτισμός θα ερχόταν με την παιδεία και την οικονομική ανάπτυξη, όχι με τους Γερμανούς κατακτητές όπως νόμιζε το 1941 ο τοτε δήμαρχος Γυθείου Ν. Λουμάκος. Μπορούσε [το κράτος] η Αγροτική τράπεζα να δίνει χαμηλότοκα δάνεια στους αγρότες για να αγοράσουν γειτονικά ακίνητα, να φτιάξουν ορνιθοτροφεία, μελισσοκομεία, χοιροστάσια κλπ. Μπορούσαν να φτιάξουν δρόμους για όλα τα χωριά και οι κάτοικοι, μερικοί δηλαδή, αφού ενημερώ-νονταν από τους αρμόδιους για τα οφέλη των δρόμων, να έδιναν λίγα με-τρα από τα χωράφια τους για τη διάνοιξη δρόμων, την ανάπτυξη της περιοχής και την εξυπηρέτηση των χωριανών. Μπορούσαν  να επισκευάσουν την εργατική κατασκήνωση στην Τσίπα [να τη κάνουν και παιδική], να κάνουν δεξαμενές νερού στην άνυδρη Μάνη, να γίνουν κάποιες δενδροφυτεύσεις και αγροτικοί δρόμοι. Μπορούσε το κράτος, κατά διαστή-ματα, να στείλει γεωπόνους στα χωριά προκειμένου συμβουλεύουν τους αγρότες. Μπορούσαν οι πολιτευτές και οι πεπαιδευμένοι Μανιάτες, κυρίως οι απόδημοι, να έκαναν προτάσεις, για να γίνουν  έργα, για δουλειές στην επαρχία. Για να μη φύγουν οι άνθρωποι και ιδία οι νέοι από τον τόπο τους αλλά να μείνουν εκεί. Χρειάζονταν δηλαδή ιδέες και έργα ανάπτυξης του τόπου και όχι έργα προβολής, εντυπώσεων. Όσοι αγωνίστηκαν με πίστη και ανιδιοτέλεια –και ήσαν αρκετοί- το ’21 ήθελαν οι θυσίες τους να πιάσουν τόπο για να ζήσουν αυτοί και τα παιδιά τους καλλίτερες μέρες. [Λέγεται ως ανέκδοτο ότι ο Κολοκοτρώνης όταν είδε πως διοικείτο και από ποίους το νεοσύστατο κράτος είπε, ‘’Αν τα ήξερα αυτά, δεν θα έριχνα ούτε μια ντουφεκιά’’]. 

Κρίσεις για τον άνδρα. [Σημείωση. Ο αναγνώστης θα διαπιστώσει ότι δεν επιθυμώ [στα έργα μου και στο παρόν] να κολακεύσω τους συμπατριώτες, να εξάρω το έργο και  να εξυμνήσω τον Πετρόμπεη για να αποσπάσω ‘’καλά λόγια’’.

Δεν μου αρέσουν τα παραπάνω και δεν θέλω να πηγαίνω όπως πάει ‘’το ποτάμι’’, ‘’με το δοβλέτι’’, ‘’όπου φυσάει ο άνεμος’’, με την κρατούσα άποψη, με αυτό που θέλει ο κόσμος. Οι ερευνητές, οι προβληματιζόμενοι, αυτοί που θέλουν να μάθουν, πάνε και αντίθετα στο ρεύμα, χάρη της αλήθειας. Παρουσιάσω, έτσι, και μια άλλη άποψη, γιατί πολλές φορές τα πράγματα δεν είναι όπως φαίνονται ή μας είπαν.

‘’Στάση ζωής μου’’ είναι, όσο μπορώ, να αναζητώ την αλήθεια, γνωρίζοντας ότι αντικειμενικός δεν είναι κανένας [κανένας] και αναγμώστης ας κρίνει.  

Για τον Πετρόμπεη [και εξαιτίας αυτού και για το σόι του] έχουν γραφεί πολλά έργα που περιέχουν ύμνους δοξαστικούς και πολλάκις με προκλητική κολακεία [για νεραϊδόσογα, γεννήματα Δυτικής πριγκίπισσας, θεόμορφους, αγγελόμορφους, πολεμιστές που θυσιάστηκαν [πολυάριθμα θύματα] για την πατρίδα, γενναίους, ευπατρίδες, φιλοπάτριδες, σώφρονες, φιλολαϊκούς, καπετανάκηδες, μπεηζαντέδες κλπ] ενώ αποσιωπούνται ή καλύπτονται ή απενοχοποιούνται άφρονες πράξεις τους [αρπα-γές από τα δημόσια ταμεία, εξεγέρσεις, φιλοχρηματία, προσωπικό συμφέρον, επιστολή συνθηκολόγησης -αρχές Απριλίου 1821- στον καϊμακάμη της Τριπολιτσάς, αποχή από μάχες [Διρού και Πολυάραβου] παρά τη διατεταγμένη υπηρεσία, δολοφονία Καποδίστρια και Κουμουνδουράκη, τραυματισμός, πισώπλατα, Πιερράκου, φιλαρχία, επιφυλάξεις [το ηπιώτερο] για το ’21 κλπ.

Κουβαλάω, από τα χρόνια που έζησα στη Μάνη και την Αρεόπολη, τις μνήμες παλιών Αρεοπολιτών και Μανιατών όπως εκείνοι τις διέσωσαν από τον πατέρα, τους παππούδες και προπαππούδες τους, οι οποίοι προπαππούδες τους [γενημένοι γύρω στα 1800] έζησαν την περίoδο του Πετρόμπεη, τον γνώρισαν καλά και οι περί αυτόν απόψεις τους μεταφέρθηκαν στους σημερινούς Αρεοπολίτες από γενεά σε γενεά. Και είναι η άγραφη φωνή του λαού, η παράδοση, που αποσιώπησαν κάποιοι…

 Όμως δεν στηρίχτηκα στην παράδοση αλλά αναζήτησα στοιχεία από πηγές.  

Μου έλεγε Μανιάτης συγγραφέας πολλών και αξιόλογων έργων για τη Μάνη, καταγόμενος από την Έξω, ότι δεν ήθελε  να γράψει [ασχοληθεί] με την 17η Μαρτίου 1821 και τη δολοφονία του Καποδίστρια για να μη δυσαρεστήσει [‘’μπλέξει’’] με  μερικούς φανατικούς συμπατριώτες μας.

Τελευταία τόσο ‘’η κήρυξη πολέμου κατά ταν Οθωμανών στις 17 Μαρτίου 1821’’ όσο και το ότι ‘’οι Μαυρομιχαλαίοι είναι αθώοι του αίματος του Κυβερνήτη’’, έχουν λάβει στις πεποιθήσεις  πολλών Μανιατών τον χαρακτήρα αδιαμφισβήτητου ιστορικού γεγονότος. Καλόν είναι να τα εξετάσομε με βάση τις πηγές, να ακουστεί και μια άλλη άποψη, βασισμένη στις πηγές, και ο αναγνώστης ας κρίνει [με κριτική σκέψη και όχι με συναισθηματισμούς, τοπικισμούς ή άλλες σκοπιμότητες].

Ο Πετρόμπεης, παραμονές του αγώνα του 1821, ήταν αρχηγός μιας από τις ισχυρότερες οικογένειες της Μάνης. Η οικογένεια είχε αναδειχτεί προέχουσα στην Τσίμοβα περισσότερο[;] από έναν αιώνα πριν το ’21. Είχε πύργο στο Λιμένι αλλά και μπαστούνες και βίγλες σε διάφορα σημεία της Τσίμοβας [βλ. εργασία μου, Αρεόπολη, Η αγροτική περιοχή και η θάλασσά της]. Ως μπέης είχε 600 οπλοφόρους [μισθοφόρους] [βλ. Ελ. Μπελιά, Υπόμνημα περί Μάνης εκ των Ολλανδικών αρχείων, Λακωνικαί Σπουδαί, τ. 2, σελ. 290], τους οποίους μισθοδοτούσε όχι από τα χωράφια του, που ήταν ασήμαντα αλλά από το καπετανιλίκι και μπεηλίκι του [φορολογία, μονοπώλιο εμπορίου]. Και η οικογένεια, επίσης, είχε πολλούς πύργους στην Τσίμοβα.

Η οικογένεια που σταδιακά έγινε πολυμελής [και άρα είχε πολλούς άνδρες] αναδείχτηκε σε ισχυρή δύναμη στην Τσίμοβα αρχικά και ακολούθως σε όλη τη Μάνη επειδή,

α] υπερίσχυσε [1650-1700;] των ανταγωνιστών της στις τοπικές συγκρούσεις της Τσίμοβας -κατά την παράδοση, με αιφνίδια νυχτερινή έφοδο και ενώ οι προσβληθέντες διασκέδαζαν αμέριμνοι- όπου τα θύματα από την πλευρά των ηττημένων ήταν πολλά,

β] συνεργάστηκε με τον Λυμπεράκη Γερακάρη για την αποδυνάμωση της ισχυρής οικογένειας των Στεφανοπουλαίων του Οιτύλου στις εκεί διαμάχες [Σπύρου Λάμπρου, Εκθέσεις Βενετών προνοητών εν Δελτίω Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας, τ. 2, σελ. 288],

γ] άσκησε πειρατεία [αρχιπειρατεία],

δ] ασχολήθηκε, στη συνέχεια, επ’ αμοιβή, με την προστασία ξένων εμπορικών πλοίων από τους πειρατές [Κ. Σιμόπουλου, Ξένοι ταξιδιώτες στην Ελλάδα, τ. Β, σελ. 600],

ε] απέκτησε το καπετανιλίκι της Μέσα Μάνης αρχικά και τελευταία το μπεηλίκι της Μάνης,

στ] ασχολήθηκε με το εμπόριο [και με το καπετανιλίκι και ιδία το μπεηλίκι είχε το μονοπώλιο] και

ζ] είχε μεγάλα εισοδήματα από τη φορολογία του εμπορίου.

Ο μπέης –τούρκικη λέξη- ήταν διοικητής επαρχίας, ΄΄θεσμός του διοικητικού δικαίου της Οθωμανικής αυτοκρατορίας’’ [Δ. Μέξη, ό.π. σελ. 409], ‘’Τοποτηρητής της Οθωμανικής διοίκησης που είχε την ευθύνη για την ασφάλεια του τόπου, την αποτροπή πειρατειών και ληστειών, καθώς και την είσπραξη των φόρων’’ [Στ. Καπετανάκη, ό.π. σελ. 258].

Ο Πετρόμπεης διετέλεσε καπετάνιος της Μέσα Μάνης, μπάς καπετάνιος [διάδοχος του μπέη] και μπέης της Μάνης [1816-1821].

Έγινε μπέης χάρη,

Α] στη βοήθεια των Άγγλων και Γάλλων, για τους δικούς τους λόγους,  το ‘’μέσον’’ των οποίων ζήτησε και προς τους οποίους, ανάλογα με τους καιρούς και την ισχύ τους στην περιοχή, παρουσιαζόταν ως Γαλλόφιλος ή Αγγλόφιλος. Είχε ταξιδέψει στην Κέρκυρα και την  Κωνσταντινούπολη για να συναντήσει αντιπροσώπους και πρέσβεις τους, προκειμένου τον βοηθήσουν  στην προσπάθεια που έκανε να δελεάσει τους Οθωμανούς να τον κάνουν μπέη [Σταύρου Καπετανάκη, ό.π. σελ.416. Για τους μπέηδες, ‘’Οι Άγγλοι διατάζουν στη Μάνη και η Πύλη τους ακολούθησε ονομάζοντας μπέη αυτόν που η Αγγλική αποστολή τους υπέδειξε’’, Στ. Καπετανάκη, ό. π. σελ. 426. Για τα συμφέροντα των Γάλλων και τις σχέσεις του μαζί τους βλ. Σταύρου  Καπετανάκη, ό.π. σελ. 447].

Β] Στο μπαξίσι που έδωσε στον Σουλτάνο [ ‘’ένα ποσό 50.000 πιάστρων  μου ζητήθηκε για να πάρω το μπεηλίκι…’’ [Στ. Καπετανάκη, ό. π. σελ. 449]. ‘’Οι Γάλλοι υπέδειξαν στον Μαυρομιχάλη έμπορο ο οποίος θα του δάνειζε 20.000 γρόσια για να δωροδοκηθούν οι Τούρκοι και να τον κάνουν μπέη’’ [Στ. Καπετανάκη, ό.π. σελ. 450-1]. Και φυσικά θα τους τα ξεπλήρωνε από τους φόρους που θα εισέπραττε από τους κατοίκους της περιοχής. Ό, τι γινόταν και με τις αλλαξοπατριαρχείες.

Γ] Στον εξισλαμισθέντα αδελφό του [και κατ’ άλλους θείο ή εξάδελφό του] Σουκιούρμπεη [Γεώργιο], αιχμάλωτο παιδί στα Ορλωφικά, ναυτικό αξιωματούχο του Οθωμανικού στόλου, ο οποίος του έφερε τον διορισμό στο Λιμένι, τον οποίο, Σουκιούρμπεη, συνόδευε με 600 οπλοφόρους [βλ. Σταύρου Καπετανάκη, ό. π. σελ.451 και 455], που,

‘’έγινε Οθωμανός, πιο Τούρκος απ’ τους Τούρκους

και το ’κρυβαν το μυστικό, να ξεχαστεί με τον καιρό’’.

Δ] Τις αντιζηλίες, ραδιουργίες και ανταγωνισμούς των άλλων ισχυρών καπετάνιων της Μάνης που και αυτοί διεκδικούσαν το αξίωμα του μπέη, με τους ίδους τρόπους όπως ο Πετρόμπεης,  Και

Ε] Τη δύναμη της οικογένειας. Για να κρατήσει το μπεηλίκι δεν δίστασε σε τίποτε. Στη δολοφονία του ανταγωνιστή του μπεηλικίου, Θεόδωρου Κουμουντουράκη, συζύγου της αδελφής του Πετρόμπεη, προέβη  ο γιός του Ηλίας. [Δηλαδή σκότωσε τον θείο του]. Ο Κολοκοτρώνης είπε γι’ αυτό, ‘’…αυτή είναι μια φαμελιά όπου έχυσε πολύ αίμα  δια την ελευθερία αλλά είναι φαμήλια όπου έκλινε εις τας δολοφονίαις. Ο μακαρίτης Ηλίας σκότωσε τον θείον του Θεόδωρον Κουμουνδουράκη, όπου είχε  την αδελφήν του πατέρα του δια γυναίκα. Ο Γεωργάκης με τον Κατσάκο επροσκάλεσαν να ομιλήσουν μιαν ημέραν του Νικολάκη Πιερράκου, ξαδέλφου τους, και αφού ωμίλησαν και εκατέβηκεν την σκάλαν του έρριξαν και τον ελάβωσαν εις την κοιλιάν …’’ [Απομνημονεύματα Θ. Κολοκοτρώνη].

Ο Σπύρος Μελάς στο έργο του, Ο Γέρος του Μοριά, σελ. 147, γράφει ότι ο Παπαφλέσσας φοβόταν πως ο Πετρόμπεης θα βάλει άνθρωπο να τον σκοτώσει για να μη γίνει η επανάσταση και ότι ο Κολοκοτρώνης ισχυριζόταν πως οι Μαυρομιχαλαίοι προσπαθούσαν με παρασκηνιακές ενέργειες να διαλύσουν τον στρατό του για να μη τους πάρει την πρωτοκαθεδρία του αγώνα. [Σπ. Μελά, ό.π. σελ. 154-163]. 

Όταν ο Σερεμέτ μπέης καταδίωκε τον Κουμουνδουράκη‘’Ο Πετρούνης έγινε μεσίτης να προσκυνήση ο Κουμουντουράκης και δεν παθαίνει τίποτες. Eγώ τους είπα, όταν έλθη ο Πετρούνης να μην τον ακούσετε, αλλέως θα σας φάγη με απιστία. Ο Κουμουνδουράκης… επαραδόθηκε και τον πήρε η αρμάδα σκλάβον’’ [Θ. Κολοκοτρώνη, Απομνημονεύματα].

Εμπιστοσύνη δεν του είχαν. Ο Σπύρος Μελάς [στην εφ. Ελεύθερον Βήμα της 25-10-1930] έγραφε για την άφιξη [6-1-1821] και παραμονή του Κολοκοτρώνη στην Καρδαμύλη, που είχαν πληροφορηθεί οι Τούρκοι, ‘’Άνθρωποι του Πετρόμπεη πήγαν το μαντάτο στη Καλαμάτα και από εκεί τόμαθαν στη Τριπολιτσά…Η πλευρά του Μαυρομιχάλη δικαιολόγησε τη πράξη ως εξής. ‘’Οι Τούρκοι θα το μάθαιναν που θα το μάθαιναν. Αυτός ήθελε μονάχα να διώξη την ευθύνη. Να μη νομίσουν ότι τον είχε προσκαλέσει… και τον δικαιολόγησε στους Τούρκους με ψευτιές, ότι τάχα είχε έρθει …απένταρος να ζητήσει χρήματα από φίλους, βοήθεια…και να φύγει πίσω στη Ζάκυνθο. Οι ισχυρισμοί του Μαυρομιχάλη δεν έπεισαν’’.

Όταν ο καϊμακάμης της Τριπολιτσάς κάλεσε τους κοτσαμπάσηδες και τους αρχιερείς να παρουσιαστούν σ’ αυτόν και μερικοί σκέφθηκαν να μη πάνε αλλά να καταφύγουν στη Μάνη, ο επίσκοπος Χριστιανουπόλεως φέρεται ότι τους είπε, ‘’ Ποίος μας βεβαιώνει ότι εκεί θα εύρωμεν άσυλον; Ποίος μας υπόσχεται ότι ο Πετρόμπεης…θα μας δεχθή και θα μας φυλάξη και δεν θα μας παραδώση εις την [τουρκικήν] εξουσίαν άμα διαταχθή; [Αμβρ. Φραντζή,ό.π. τ. α, σελ. 125].

Ως μπέης υπήρξε πιστός υπηρέτης του ραγιαδικιλίου. Έλεγε,‘’είμαι  βασιλικός άνθρωπος [σσ του Σουλτάνου], φυλάττω τας βασιλικάς διαταγάς ως κόρην οφθαλμού κατά το απαραίτητον χρέος μου…[Απ. Δασκαλάκη, Αρχείο Τζωρτζάκη-Γρηγοράκη, σελ. 59-60].

Ως καπετάνιος είχε ζητήσει από τον Σουλτάνο ένα καράβι για να καταδιώξει τους πειρατές, την εποχή που ο Λάμπρος Κατσώνης  βρισκό-ταν στο Πόρτο-Κάγιο και ‘’φαίνεται ότι οι ενέργειες του Μαυρομιχάλη θα στρέφονταν εναντίον του Κατσώνη’’ [Στ. Καπετανάκη, ό.π. σελ. 442].

Ο Πετρόμπεης ενημέρωνε τους Γάλλους για τα διαδραματιζόμενα στη Μάνη [Στ. Καπετανάκη, ό. π. σελ. 361]. Ισχυριζόταν στους Γάλλους ότι τους ήταν πιστός πάνω από 30 χρόνια αλλά ήταν και αγγλόφιλος και έταξε στον Άγγλο πράκτορα Leake ‘’2.000 άνδρες για να υπηρετήσουν τη Βρεττανία’’ [Σταύρου Καπετανάκη, ό.π. σελ. 374]. Ήταν άλλοτε Γαλλόφιλος και άλλοτε Αγγλόφιλος ανάλογα με το ποιος ήταν στη δεδομένη στιγμή ο ισχυρός [συνήθως αυτός που κατείχε τα Επτάνησα]. Για τον Πέτρο Μαυρομιχάλη αναφέρεται ότι για να πάρει το αξίωμα‘’πουλιόταν σε όλα τα έθνη’’[Σταύρου Καπετανάκη, ό.π. σελ. 414] και ο ίδιος για να πετύχει έδειχνε μεγάλη ‘’προσαρμοστικότητα’’ στους καιρούς όχι μόνο με τους ξένους [Άγγλους ή Γάλλους] αλλά και με τους ντόπιους άρχοντες. [‘’Εκεί έγραψαν εις τον Μαυρομιχάλην  τάζοντάς του [οι προεστοί] να τον κάνουν πρόεδρον  φθάνει να υπάγη εκεί. Ο Μαυρομιχάλης αλησμόνησε τους όρκους μας και επήγε’’, Θ. Κολοκοτρώνη, Απομνημονεύματα].

Οι ξένοι έστελναν πράκτορες [και αρχαιολόγους, ερευνητές κλπ] στην Ελλάδα και τη Μάνη αλλά είχαν και ντόπιους πληροφοριοδότες για να έχουν καλή εικόνα των πραγμάτων και να ενεργήσουν ανάλογα με τα συμφέροντά τους. Οι σχέσεις των ξένων με τους Μανιάτες ισχυρούς ήταν στενές και συχνές. Ουσιαστικά υπήρχαν τρία κόμματα στη Μάνη, Αγγλόφιλο, Γαλλόφιλο και Ρωσόφιλο. Οι ξένοι έστελναν πυρομαχικά, όπλα και λεφτά στους ισχυρούς και τους χρησιμοποιούσαν. Οι σοϊλήδες χρειάζονταν τους ξένους γιατί μέσω αυτών θα μπορούσαν να διοριστούν από τον Σουλτάνο μπέηδες και καπετάνιοι και με το αξίωμα θα αποκτούσαν μεγαλύτερο πλούτο [Σταύρου Καπετανάκη, ό.π. σελ. 412-424 και 442-446].

Πάντως ο Πετρόμπεης, ως καπετάνιος αρχικά και μετά ως μπέης, δεν φέρεται να έκανε κάποιο αξιόλογο έργο [δρόμους, σχολεία κλπ] στη Μάνη σε αντίθεση [κατά τα ποιήματα του Νηφάκου] με τον Τζανήμπεη Γρηγοράκη.

Ο Πετρόμπεης ήταν πολύ επιφυλακτικός και διστακτικός [οι επιεικέστερες λέξεις] για τον αγώνα του ’21 και ο Παπαφλέσσας για να τον δελεάσει του υποσχέθηκε ότι μετά τη νίκη θα παίρνει τους φόρους της Πελοποννήσου και εκείνος ζητούσε και της Ευρίπου [Εύβοιας]. Κατά Σπηλιάδη η εκστρατεία των Κυριακούλη και Ηλία Μαυρομιχάλη στην Εύβοια, όπου και σκοτώθηκε ο Ηλίας, έγινε γιατί ήθελαν  να την αποκτήσουν σα δικό τους φέουδο και να εισπράττουν τους φόρους [Ναθ. Ιωάννου, ‘’Ευβοϊκά’’, 1858, σελ. 94]. Για τη φιλοχρηματία του Πετρόμπεη βλ. Χ. Λούκου, Τα Ιστορικά, Ι, 2, Δεκέμβριος 1984, σελ.283-296, Φιλήμονα, τ. α, σελ. 13  και παρακάτω].

Άγγλος περιηγητής έλεγε ότι ο Πετρόμπεης ήταν για άνετο βίο και όχι για πολέμους.

Οι υποστηρικτές του τονίζουν την περίσκεψη του υπεύθυνου ηγέτη που σκεπτόταν τα δεινά της Μάνης σε περίπτωση αποτυχίας της επανάστασης, αναλογιζόμενος τις συμφορές της περιοχής μετά την αποτυχία των Ορλωφικών [1769-70].

Οι κατήγοροί του θεωρούν ότι μπήκε στον αγώνα αφενός μεν γιατί δεν μπορούσε ‘’να πάει κόντρα στο ποτάμι που ξεχείλιζε’’ αφετέρου δε για να μη χάσει τα προνόμια του από τους ανταγωνιστές του που καραδοκούσαν για το μπεηλίκι. Εξάλλου σε περίπτωση επιτυχίας προσδοκούσε, μετά τον αγώνα, όχι μόνο να μη χάσει τη θέση του αλλά μεγαλύτερη εξουσία και περιουσία, όπως του είχε υποσχεθεί ο Παπαφλέσσας. Με αυτές τις σκέψεις έστειλε και το γράμμα [που θεωρήθηκε προδοτικό] στον καϊμακάμη της Τριπολιτσάς για συνθηκολόγηση που έσκισαν τα παιδιά του [βλ. παρακάτω]. Δεν ήθελε να χάσει το μπεηλίκι ‘’με τίποτα’’.

Όταν πέθανε ο Πετρόμπεης, ο Γ. Γαζής, γραμματικός του Καραϊσκάκη, έγραψε στο Λεξικό της Επαναστάσεως και άλλα έργα [Ιωάννινα, έκδοση 1971, σελ. 120],’’Ήλπιζεν ίσως και αυτός ότι, επαναστατήσας, μέλλει να δοξασθή, να ηγεμονεύση επί της Πελοποννήσου, να πλουτίση υπέρ πάντας και να ευτυχήση χιλιάκις περισσότερον από ό,τι ήτον πριν της Επαναστάσεως’’.

Μυήθηκε στη Φιλική εταιρεία, υπέγραψε το συμφωνητικό ειρήνης το 1819, στις Κιτριές, με τους Μούρτζινο και Γρηγοράκη, χάρη στον Περραιβό και διακήρυξε γενική ανακωχή [τρέβα] στη Μάνη, προκειμένου οι Μανιάτες, απαλλαγμένοι από τους γδικιωμούς και γενικά τις εσωτερικές τους αντιπαλότητες, επιδοθούν στον αγώνα κατά των Οθωμανών.

Για την 17η Μαρτίου 1821 δεν γράφει τίποτα στην πολιτική του διαθήκη ούτε ανέφερε ποτέ αυτή την ημερομηνία.

Στις 22 Μαρτίου 1821 ξεκίνησε από το Λιμένι με καΐκι, διανυκτέρευσε στον πύργο [διοικητήριο] του [εκάστοτε] μπέη, στις Κιτριές και την επομένη, επικεφαλής δύναμης Μανιατών, με άλλους Μανιάτες καπετάνιους και Μεσσήνιους, εισήλθε ως ελευθερωτής στην Καλαμάτα, όπου και υπέγραψε τη γνωστή διακήρυξη της ελευθερίας του γένους προς τις Ευρωπαϊκές αυλές ως ‘’ηγεμών και αρχιστράτηγος εκ του Σπαρτιατικού στρατοπέδου’’ και πρόεδρος, πλέον, της Μεσσηνιακής γερουσίας.

Και μόνο η παρουσία του ήταν μεγάλη συμβολή στον αγώνα. Γράφει ο Δ. Κόκκινος [Ιστορία της Ελληνικής επαναστάσεως, τ. Α, σελ.181 και 182], ‘’ Έτσι ο Πετρόμπεης ύψωσεν εις τον αγώνα την βαρείαν ηγετικήν του σπάθην… Οι τρέμοντες έως τότε δια το παραμικρόν τον Τούρκον βοεβόδαν επήγαιναν τώρα εις την τελετήν [σσ της 23ης Μαρτίου στη Καλαμάτα]…ως εις πανήγυριν. Δεν ήτο μόνον  η παρουσία του ισχυρού αρχηγού της Μάνης και των θαρραλέων οπλαργηγών που τους ενεθάρρυναν, Είχε φθάσει το πλήρωμα του χρόνου’’.

Αλλά ο Γ. Φίνλεύ [Ιστορία της επαναστατημένης Ελλάδος, τ. Α, σελ. 209] γράφει,‘’Αν ο Πετρόμπεης ήταν ικανός, θα μπορούσε να γίνει αρχηγός της Ελληνικής Επαναστάσεως και να ανακηρυχθή  ή πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας ή ηγεμόνας  του Ελληνικού κράτους αλλά οι συνήθειες της νωθρότητάς του τον έκαναν να θυσιάζει το μέλλον  για χάρη του παρόντος. Ολιγώρησε να κάνει χρήση  της μεγάλης προσωπικής  επιρροής του και της επίσημης εξουσίας την οποία ασκούσε στον φιλοπόλεμο πληθυσμό της Μάνης’’.

Και ο Κ. Παπαρηγόπουλος [Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ.  6 [αρ. 7], μέρος  α, σελ. 50, σημείωνε, ‘’Ότε εξερράγη η επανάστασις…ο ηγεμών της Μάνης Πέτρος Μαυρομιχάλης εφαίνετο ο άνθρωπος ο προορισμένος να χειραγωγήση τα της χερσονήσου πράγματα. Προΐστατο χώρας και φυλής αίτινες ουδέποτε υπέκυψαν ολοσχερώς … αείποτε στασιάζουσαι. Είχεν λοιπόν ορμητήριον ασφαλές και στρατιάν παρεσκευασμένην. Αν  καθ’ εαυτόν δεν ήτο ανήρ μάχιμος, είχεν αδελφόν και υιούς  αναδείξαντας περιφανείς πολεμικάς αρετάς εν τω αγώνι. Και όμως ήρπασεν από των χειρών αυτού την ηγεμονίαν της Πελοποννήσου ανήρ όστις  ανήκε μεν εις γενεάν κλεφτών περιώνυμον…όμως δεν είχε κατηρτισμένον εφόδιον ίνα λά-βη τηλικούτον αξίωμα …Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης ήταν’’.    

Ο Πετρόμπεης στρατιωτικό μυαλό δεν διέθετε. Κατά Κ. Μέντελσον-Μπαρτόλντυ, Επιτομή ιστορίας της Ελληνικής επαναστάσεως, σελ. 68, ‘’Ο Πετρόμπεης ήταν Ανατολίτης σε όλα του, φιλήδονος, σπάταλος, φιλοχρήματος, δύσπιστος στην υπόθεση της επανάστασης’’. Δεν ήταν δοκιμα-σμένος στρατηγός. Δεν ήξερε από πόλεμο. Παραβρέθηκε σε ελάχιστες μάχες [πχ Μεσολόγγι, Τριπολιτσά]. Οι πολεμικές γνώσεις και οι ικανότητές του ήταν μέτριες αν όχι ασήμαντες. Όταν ελευθέρωσαν την Καλα-μάτα, ο Κολοκοτρώνης πρότεινε στη μάζωξη των αρχηγών να βαδίσουν κατευθείαν, και χωρίς αναβολή, στην Τριπολιτσά και να χτυπήσουν το κέντρο της Οθωμανικής διοίκησης και δύναμης, διότι θεωρούσε ότι αν περιορίζονταν στα άκρα της Πελοποννήσου και άφηναν ελεύθερο το κέντρο στους Οθωμανούς τότε θα διακινδύνευε πολύ σοβαρά η επανάσταση. Ο Πετρόμπεης, αντίθετα, έδειξε εκεί γύρω, τα κάστρα της Κορώνης και Μεθώνης. [Δ. Κόκκινου, ό. π., τ. Α, σελ. 184]. Επεκράτησε η άποψη Πετρόμπεη λόγω της δύναμης των Μανιατών. Ο Κολοκοτρώνης βάδισε προς το κέντρο σχεδόν μόνος, έγινε ο Γέρος του Μοριά.

Όταν ο Κολοκοτρώνης [Απομνημονεύματα] πήγε ν’ αντιμετωπίσει τον Δράμαλη στα Δερβενάκια ο Πετρόμπεης είπε ότι, ‘’πάγει κλέφτης εις τα βουνά’’. [Δηλαδή ξανάγινε κλέφτης, κλεφτοκαπετάνιος].

Αν ο Πετρόμπεης ήταν ικανός άλλη θα ήταν η πορεία της επανάστασης. Θα είχε λήξει νωρίς και δεν θα επήρχετο εμφύλια σύρραξη.

Όμως όπως φαίνεται ο Πετρόμπεης και οι άλλοι καπεταναίοι της Μάνης ‘’έβλεπαν’’ μόνο την Καλαμάτα, ‘’εκεί γύρω’’,  δεν έβλεπαν ‘’μακριά’’, δεν είχαν σχέδιο αλλά το γνωστό Ελληνικό, ‘’πάμε και βλέπομε’’.

Αν οι Μανιάτες είχαν αρχηγό τον καπετάν-Ζαχαριά ή τον Κολοκοτρώνη ή έναν Καραϊσκάκη, τότε στην αρχή ή μάλλον από την αρχή θα είχαν προχωρήσει αρκετά και δεν θα περίμεναν τον Δράμαλη στα Δερβενάκια αλλά στις Θερμοπύλες και ίσως πιο πάνω.

[Αυτός ο αρχηγός, με τη δύναμη των εμπόλεμων Μανιατών, αν ήταν ικανός, ‘’θα έβγαινε μπροστά από τα πράγματα’’, θα έπαιρνε πρωτοβουλίες ηγέτη. Δεν θα περίμενε τις εξελίξεις αλλά θα τις διαμόρφωνε].

          Αρχές Απρίλη του 1821, λίγες μέρες μετά την απελευθέρωση της Καλαμάτας, ο Πετρόμπεης έστειλε επιστολή, με τον έμπιστό του παπά, Γεράσιμο Παπαδόπουλο, που ήταν και αυτός [ο παπάς] κατά της επανά-στασης, στον καϊμακάμη της Τριπολιτσάς και του πρότεινε συνθηκολόγηση -καταστολή της επανάστασης- και ως αντάλλαγμα ζητούσε να τον κάμουν οι Οθωμανοί κληρονομικό μπέη της Μάνης. Ο Κόκκινος [ό.π. σελ. 375] για να τον δικαιολογήσει γράφει ότι η επιστολή εστάλη για την ασφάλεια των αιχμαλώτων-συγγενών του που κρατούσαν οι Τούρκοι στη Τριπολιτσά αλλά ο Σπηλιάδης [Απομνημονεύματα, τ. α, σελ. 115] είναι κατηγορηματικός ότι ζητούσε συνθηκολόγηση με αντάλλαγμα το μπεηλίκι. [Το ίδιο και ο Φωτάκος, Απομνημονεύματα τ. α, σελ. 121 και ο Φρατζής, τ. α, σελ. 125 ]. Η απάντηση πάντως των Οθωμανών ήταν καθαρή και λύνει το ζήτημα υπέρ του Σπηλιάδη [του Φωτάκου, του Φρατζή και άλλων], καθόσον του υπόσχονταν κληρονομική διαδοχή της οικογένειάς του, στο μπεηλίκι της Μάνης, αν κατέπνιγε την επανάσταση, ενώ του ζητούσαν επίσης να σκοτώσει τον Κολοκοτρώνη. [‘’Εάν καταπαύσας τας ταραχάς, κατορθώση μάλιστα και αποκτείνη τον Κολοκοτρώνη’’, Μ. Οικονόμου, Ιστορία της Ελληνικής Παλιγγενεσίας, σελ. 150]. Ο Κολοκοτρώνης συνέλαβε τον κομιστή της επιστολής, καθώς επέστρεφε, είδε την θετική απάντηση των Τούρκων και ζήτησε να διαβαστεί στους αγωνιστές αλλά ο γιός του Πετρόμπεη, Ηλίας, την έσχισε και την έκαψε για να προστατεύσει την υπόληψη του πατέρα του [βλ Δ. Κόκκινου, ό.π. σελ. 375-6 και  Σπ. Μελά, Ο Γέρος του Μοριά, σελ. 188].

Στο νέο κράτος ο Πετρόμπεης έλαβε υψηλά αξιώματα, στο εκτελεστικό και το βουλευτικό [αντιπρόεδρος βουλευτικού, πρόεδρος εκτελεστικού, υπουργός πολέμου, μέλος της Διοικητικής Επιτροπής, γερουσιαστής, σύμβουλος της επικρατείας]. [‘’Θεωρούσε χωράφι του όλη την Ελλάδα’’, Αρχεία  Λ. και Γ. Κουντουριώτου, τ. Η, 1967, σ. 271].

         Το 1828 οι καπετάνιοι και οι επίσκοποι της Μάνης έστειλαν την ακόλουθη επιστολή στον Πετρόμπεη με κοινοποίηση στον Καποδίστρια [βλ. ΓΑΚ, Γενική Γραμματεία, φ. 22, έγγρ. 35 της 28 Φεβρουαρίου 1828].

 

          ‘’Εκλαμπρότατε,

          Εκ διαφόρων γραμμάτων σου παρατηρούμεν να συμβουλεύης γενικώς εις την πατρίδαν μας Σπάρτην, την μεταξύ μας σύμπνοιαν και ομόνοιαν και τη αληθεία κατά το γράφειν σου, οποίος δεν γνωρίζει το εσωτερικόν της πατρίδος μας, και τους αιτίους της διαιρέσεώς μας, σε στοχάζεται ότι είσαι ο μόνος αγαθός πατριώτης. Εις ημάς όμως, δεν έπρεπε να διδάσκης εκείνα τα οποία δεν εφύλαξαν, μήτε φυλάττουν οι κύριοι αδελφοί σου οι φίλτατοι υιοί σου, οι αγαπητοί ανιψιοί σου και όλη η οικογένειά σου, αλλά μάλλον έγιναν και γίνονται πρόξενοι της διαιρέσεως της πατρίδος μας.

 Μόνον, λοιπόν, η οικογένειά σου ενωμένη με εν μέρος της οικογένειας των Καπετανάκηδων [νέων συμπεθέρων σας] ταράττουν την ησυχίαν της πατρίδος μας, αυτοί εκίνησαν τα άρματα, κατά της οικογενείας του μπεηζαντέ Αθανασούλη Κουμουνδουράκη, με σκοπόν δια να σβήσουν αυτήν την σημερινήν φαμελίαν, δια τα τέλη τους, πλην δια της δυνάμεως των αρμάτων εματαίωσε τους σκοπούς των, και άλλο τι δεν εκατώρθωσαν, ειμή να γίνουν αίτιοι της θυσίας μερικών αθώων ανθρώπων των, οι οποίοι εσκοτώθησαν και ελαβώθησαν από το μέρος των εις τον πόλεμον, αυτοί είναι οι αίτιοι οπού επικρατεί εισέτι ο πόλεμος εις Γαϊτζές και αφού όλα αυτά σας είναι καλά γνωστά, η Εκλαμπρότης σου [δεν ηξεύρομεν δια ποίους άλλους κεκρυμμένους σκοπούς σου] αδιαφορείς και δεν εμποδίζεις την οικογένειάν σου και τους συμμάχους σας εις αυτά τα ολέθρια και αντιπατριωτικά κινήματα των, αλλά προσποιούμενος τον καλόν παρασταίνεις καθώς πληροφορούμεθα, ότι η αγαθή οικογένιά σου προσπαθεί πάντοτε, εις το να εμποδίζη τα κακά, και ότι δεν εισακούεται από ημάς και μεγάλως απορούμεν, πως η συνείδησή σου, σου συγχωρεί να παρισταίνης τα τοιαύτα ανύπαρκτα πράγματα, και να παρεκτρέπεσαι από τα ιερά χρέη σου, προς την πατρίδα και προς ημάς, όπου δυνάμει της προς εσέ πληρεξουσιότητός μας με την οποίαν όλαι αι σημαντικαί οικογένειαι της Σπάρτης, ετίμησαν θεληματικώς και απαραβιάστως και εδώσαμεν τα πρωτεία εις αυτήν, δυνάμει της οποίας ηξιώθητε από το ΄Εθνος, να ανεβείτε εις τους μεγαλυτέρους βαθμούς των υπουργημάτων της Ελλάδος.

          Προς ανταμοιβήν λοιπόν ταύτης της αγαθής προαιρέσεώς μας ζητείται να αποδείξετε εις τον έξω κόσμον, ότι μόνη η οικογένειάς σας, κινεί όλην την Σπάρτην, ενώ δεν είναι εις την εξουσίαν σας να κινήσετε περισσότερον από εν μέρος των αρμάτων της Τζίμοβας, οικειοποιήθητε απ’ αρχής της ενάρξεως του ιερού αγώνος, άχρι σήμερον, όλας γενικώς τας θυσίας μας, τα αίματά μας, και αυτήν την ιδίαν κατάστασιίν μας την οποίαν εδαπανήσαμεν άπαντες εις τας κατά καιρόν ανάγκας της φίλης πατρίδος μας, χωρίς ποτέ να λάβωμεν την παραμικράν βοήθειαν από τους κατά καιρόν προσωρινούς διοικητάς της Ελλάδος, και οσάκις αναφερώμεθα δια μέσον σου περί τούτων όλων, μας υποσχόσουν, και να τρυγήσης τους καρπούς των θυσιών μας, απολαμβάνοντας εις μετρητά, και εις λογαριασμούς κυρωμένους από τους κατά καιρόν διοικητάς, μουκατάδες και λοιπά όλα κάμποσα μιλλιούνια, τα οποία αποδεικνύονται από τα αρχεία των διοικήσεων και από τους ανά χείρας σου κυρωμένους λογαριασμούς των και εις την πατρίδαν μας Σπάρτην [δια το όνομα της οποίας τα έλαβες] δεν ημπορείς να αποδείξης ποτέ, ότι έδωκες εις κανένα, εν παραμικρόν εξ αυτών από ότι τους αναλογούσι.

Ημάς παρατηρώντας πέρυσι τον επαπειλούμενον κίνδυνον του εχθρού Ιμπραήμ, αποσιωποιήσαμεν και επαραβλέψαμεν προς καιρόν τα μεγάλα δικαιώματά μας και ενώθημεν και ο θεός δια αυτής της ειλικρινούς ενώσεώς μας, εβοήθησεν την μικράν δύναμιν των αρμάτων μας και αντιπαρατάχθημεν εις όλα τα κακά της πατρίδοος μας κινήματα του Ιμπραήμ, ο οποίος με όλας του τας δια θαλάσσης και δια ξηράς  δυνάμεις του μας επολέμησε κατά διαφόρους καιρούς, και εματαιώσαμεν τους ολεθρίους καθ’ ημών σκοπούς του και αυτούς τους γενικούς πολέμους μας ηθέλησες να οικειοποιηθής πάλιν προς δόξαν της οικογενείας σου και δια των εφημερί-δων να παρασταίνουν, ότι εις την μάχην του Διρού ήτον επικεφαλής ο αυτάδελφός σου κύριος Κωνσταντίνος, ενώ ήτο εις την κορυφήν του βουνού μόνος, και εις την μάχην του Πολυτζάραβου ο φίλτατός σας υιός Γεωργάκης, ο οποίος τότε ευρίσκετο εις το μοναστήρι της Κόζιας, μακράν τρεις ώρας από τον Πολυτζάραβον, οπού εγίνετο η μάχη, και μ’  όλον οπού η πατρίς τον έστειλε, με αρκετούς στρατιώτας, φοβηθείς ίσως από τας δυνάμεις του εχθρού, δεν έδωκεν την απαιτουμένην βοήθειαν, πλην ο θεός εβοήθησεν τους ολίγους εκείνους στρατιώτας και ενίκησαν τον εχθρόν, και έδιωξαν αυτόν με μεγάλον όλεθρον και εντροπήν. Είναι δίκαιον λοιπόν να οικειοποιείσαι τους γενικούς αγώνας της πατρίδος μας, και την γενικήν αυτής δόξαν εις μόνην την οικογένειάν σου και να νέμεσαι τα δικαιώματά της και ενταυτώ να ζητής να καταφρονής τους ομοίους σου; [Όχι βέβαια]. Δι’ όλα αυτά τα νόμιμα δίκαιά μας, τα οποία μιαν ημέραν ελπίζωμεν, ότι θέλει τα λάβωμεν από την δικαιοσύνην των νόμων, τώρα οπού ηξιώθη η Ελλάς να λάβη δια Κυβερνήτην της τον μέγα τούτον άνδρα, δια τας φυσικάς και επικτήτους αρετάς του και δια τας απεράντους γνώσεις του, σας ειδοποιού-μεν ομογνωμόνως δυνάμει της παρούσης μας, ότι εις το εξής πλέον δεν έχεις το δικαίωμα να παρησιάζης εις την σεβαστήν κυβέρνησιν καμίαν γενικήν υπόθεσιν της Σπάρτης, επειδή το τοιούτον δεν θέλομεν να δεχθή ποτέ, και εις την ερχομένην συνέλευσιν θέλομεν εξηγηθεί περί πάντων εις την παρουσίαν του Σεβαστού Κυβερνήτου μας δια να λάβωμεν τα δίκαια της πατρίδος μας από όποιον  μας τα κατακρατεί χωρίς ποτέ να καταδεχθώμεν να αφαιρέσωμεν τα ατομικά δικαιώματά σου, αλλά μάλλον θέλομεν υπερασπισθή αυτά, κατά το πατριωτικόν χρέος μας.

Ελάβομεν και το σεβαστόν γράμα του Κυβερνήτου μας, σημειωμένον από τας πέντε του παρόντος, αλλ’ επειδή και εξ αιτίας της διαιρέσεώς μας ως άνω εξηγήθηκεν, δεν ημπορούμεν να κροτήσωμεν γενικήν συνέλευσιν δια τούτο με λύπην μας μεγάλην, αναβάλλομεν προς το παρόν την πατρικήν ταύτην νουθεσίαν, δια την ζήτησιν της εκλογής των δώδεκα νέων εκ της Σπάρτης, αφήνοντες τούτο να το ακολουθήσωμεν με τον ερχομόν μας με την συνέλευσιν, καθώς και δι’ εκείνου του γράμματος, δια του οποίου ζητείτε να πολιτογράψωμεν τον ευγενέστατον κύριον Ιακωβάκη Ρίζον, τον οποίον μολονότι δεν έχομεν την τιμήν να τον γνωρίζωμεν προσωπικώς, δια της φήμης όμως, μας είναι γνωστά τα λαμπρά προτερήματά του, και τα φώτα της μαθήσεώς του και τους υπέρ πατρίδος αγώνας και θυσίας του, η πατρίς μας λοιπόν έχει δια μεγάλην της ευχαρίστησιν να αναγνωρίση αυτόν

και το γένος του ως γνήσιον της Σπάρτης τέκνον, και με τον ερχομόν μας, αφού λάβωμεν την τιμήν να τον γνωρίσωμεν και προσωπικώς, θέλομεν τον πολιτογράψωμεν γενικώς.

          Ελπίζομεν ότι η ερχομένη συνέλευσις θέλει λαμπρύνη το όνομά της Σπάρτης καθ’ όλην την έκτασιν και θέλει αποδείξει εις τον ίδιον καιρόν ότι είναι πολλά μικρά τα σφάλματα, εκείνα τα οποία η φήμη μεγαλώνει, ημείς εκάμαμε το πατριωτικόν χρέος μας, να σας εξηγηθώμεν γυμνήν την αλήθειαν δι’ όσα εφέρθης αδίκως προς ημάς, και επειδή είναι φυσικώς παρατηρημένον, ότι οι άνθρωποι είναι φίλαυτοι, και κλίνουν πάντοτε προς το ιδιαίτερον συμφέρον των, δια περισσοτέραν μας υπόληψιν αφήνομεν τον λαόν της Σπάρτης να πληροφορήση τον Σεβαστόν Κυβερνήτην μας, εάν τω όντι υπάρχουν τα όσα εις την παρούσαν μας σας εκθέτωμεν, και μένομεν με όλην την πατριωτικήν αγάπην.  Εν Σπάρτη τη 28 Φεβρουαρίου 1828.

Οι εν Χριστώ ευχέται,

Ανδρούβιστας Θεόκλητος,   Καρυουπόλεως Κύριλλος,

Πλάτσης Άνθιμος, Μηλέας Ιωννίκιος.

Οι πατριώται,

Διονύσιος Μούρτζινος, Τζανετάκης Γληγοράκης,

Νικολάκης Χρηστέας,  Αθανασούλης Κουμουνδουράκης,

Πανάγος Κυβέλος, Θωμάς Βενετσανάκης,

Παναγιώτης Ντουράκης’’.

          Δηλαδή τον κατηγορούσαν ότι επικαλείτο τους αγώνες των Μανιατών για ίδιο όφελος.  [‘’Οικειοποιήθηκες όλας γενικώς τας θυσίας μας … να τρυγήσης τους καρπούς των θυσιών μας και εις την πατρίδαν μας Σπάρ-την…δεν έδωκες…το παραμικρόν’’] και ενώ οι δικοί του στη μάχη του Διρού και του Πολυάραβου ήταν παρατηρητές από μακριά αν και έπρεπε να λάβουν μέρος στη μάχη με τη δύναμη που τους είχε διατεθεί.

Και οι παραπάνω που τον κατηγορούσαν δεν ήταν άνθρωποι αναρ-χικοί, [Γάλλοι] ιακωβίνοι ή [Ιταλοί] καρμπονάροι αλλά τα ‘’πρώτα σπίτια’’ της Μάνης και οι ‘’κεφαλές’’ της τοπικής εκκλησίας.

Την αποχή από μάχες μελών της Μαυρομιχαλιάνικης οικογένειας επιβεβαιώνει και ο Ν. Σπηλιάδης ο οποίος για τη μάχη του Διρού [Απόμνημονεύματα, τ. Γ, βιβλίο Ε, κεφ. Γ, σελ. 61, 62] γράφει, ‘’…ο δε Κωνστ. Μαυρομιχάλης με τον υπασπιστήν του Ντσιάνογλουν έφυγεν εις το βουνόν…’’ και ‘’…Μετά την μάχην έφθασαν εις Διρόν ο Γεώργιος και ο Κωνσταντής Μαυρομιχάλης’’. [Ο Γεώργιος και ο Κωνσταντίνος ήσαν οι δολοφόνοι του Καποδίστρια].

Οι Μαυρομιχαλιάνοι λένε, ωστόσο, ότι  ο Γεώργιος Μαυρομιχάλης, με ομάδα Μανιατών, έφιππος και κάθιδρος, ήρθε από τη Βέργα στην Τσίμοβα και τον Διρό, με το άλογό του έτοιμο ‘’να σκάσει’’ από το τρέξιμο, για να προλάβει –‘’μέσα σε δεκαπέντε ώρες’’- και να αποκρούσει τους Τουρκοαιγύπτιους.

Οι πηγές όμως γράφουν άλλα…

[Έχει συμβεί στην ιστορία κάποιοι να εγωίζονται για πολεμικές ανδραγαθίες, ότι είναι μπαρουτοκαπνισμένοι κλπ και … να μην έχουν λάβει καθόλου μέρος στις μάχες αλλά να τις κοιτάζουν από μακριά. Λέγεται, μάλιστα, για κάποιον που ήταν …‘’άκαπνος’’ ότι κανονιοβολισμούς ‘’άκουσε’’ μόνο στην κηδεία του].

Η πρακτική Μαυρομιχάλη να ‘’απαλλοτριώνει’’ τα έσοδα των δημοσίων ταμείων Λιμενιού και Καλαμάτας, σε όλη τη διάρκεια του αγώνα αλλά και στις αρχές της Καποδιστριακής περιόδου, προκάλεσε την οργή του Κυβερνήτη, τον έφερε σε αντιπαράθεση με την οικογένεια που τελικά ‘’του πήρε το κεφάλι’’ ως εκδίκηση για τη φυλάκιση- προσβολή στον Πετρόμπεη, με την παρότρυνση, καθώς λέγεται, ξένων παραγόντων, ως ηθικών αυτουργών, για τη φιλορωσσική[;] πολιτική του κυβερνήτη. ‘’Εις αυτόν τον καιρόν είναι εσυμβουλεύθηκαν να σκοτώσουν τον Κυβερνήτην. Τους εγύρισαν τα μυαλά τάζοντές τους χιλιάδες τάλαρα και άλλα, και αν δεν επαρακινούντο αυτοί από μεγάλαις υποσχέσεις, και να είναι βέβαιοι ότι θα γλυτώσουν δεν θα το αποφάσιζαν ποτέ’’ [Απομνημονεύματα Θεόδωρου. Κολοκοτρώνη]. Η δολοφονία για τους εκτελεστές είχε καθαρά οικονομικά αίτια και δευτερευόντως εκδικητικά. [Για τους ηθικούς αυτουργούς τα αίτια ήταν γεωπολιτικά, καθόσον ο κυβερνήτης  ήθελε ανε-ξαρτησία της χώρας, φιλικές σχέσεις και με τις τρεις ‘’προστάτιδες’’ δυνάμεις και όχι με τη μια. [Κ. Μέντελσον-Μπαρτόλντυ, ό.π. σελ. 214].

Οι Μαυρομιχαλαίοι ήθελαν να περνούν σα βασιλιάδες. Σα μπέηδες όπως πριν το 1821. Να παίρνουν τους φόρους για τον εαυτό τους, όπως επί Τουρκοκρατίας, ενώ δημιουργείτο κράτος Ελληνικό. Ο Καποδίστριας ήθελε να τηρούνται οι νόμοι από όλους ακόμη και από τους κοτσαμπάσηδες που και μετά την επανάσταση ήθελαν να είναι τοπάρχες και να κάνουν ό,τι θέλουν ανενόχλητοι, αγνοώντας το συμφέρον της χώρας και την κυβέρνηση. Να κάνουν ρουσφέτια με τα δημόσια αξιώματα και το δημόσιο χρήμα για να ψηφοθηρούν. Ο Κυβερνήτης δε μπορούσε να ανεχθεί τη ληστεία των δημοσίων ταμείων και τις ‘’ατέλειωτες αξιώσεις’’ του Πετρόμπεη σε μια φτωχή χώρα. Ο Κυβερνήτης ζήτησε την τιμωρία τους και αυτό θεωρήθηκε προσβολή. Ο ξένος παράγοντας, κατά την πεποίθηση των Ελλήνων ως ηθικός αυτουργός, άδραξε την ευκαιρία ‘’να βγει από τη μέση ο κυβερνήτης’’. [Για τις φημολογίες περί ‘’ξένου δά-κτυλου’’ βλ. Ν. Κασομούλη, Ενθυμήματα στρατιωτικά, τ. γ, σελ. 433].

         Στα αμέσως μετά τη δολοφονία Καποδίστρια φύλλα της Γενικής Εφημερίδος της Ελλάδος [προδρόμου της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως, ΦΕΚ] καταχωρούνται πολλές επιστολές πολυάριθμων Μανιατών που περιγράφουν την αγανάκτησή τους κατά του Πετρόμπεη [που αποκαλούν πατροκτόνο] και της οικογένειάς του.

Όταν ήρθε ο Όθωνας ο Πετρόμπεης [και η οικογένειά του] δεν υποδαύλιζε πλέον εξεγέρσεις στη Μάνη, όπως πριν, αλλά έσπευσε να θέσει τις υπηρεσίες του στη διάθεση του μονάρχη, όπως και πολλές άλλες ονομαστές οικογένειες, απέκτησε την εύνοια του στέμματος και έγινε ένας από τους Ηρακλείς του. Κατά τον Μάουερ ‘’ο Πετρόμπεης ήταν από τα βασικότερα στηρίγματα του θρόνου’’.  Τα αξιώματα τα μοίραζε πλέον ο βασιλιάς και οι ισχυροί έσπευσαν για τις υψηλές θέσεις.

Αφού δεν μπόρεσαν οι κοτσαμπάσηδες να διατηρήσουν την τοπική αυτονομία των περιοχών τους στο νεοσύστατο κράτος επί Καποδίστρια, να είναι δηλαδη ανεξάρτητοι τοπάρχες και να νέμονται τους φόρους της περιοχής, επιχείρησαν [και το κατάφεραν] να προσεταιριστούν το παλάτι και μέσω του Όθωνα να ‘’καταλάβουν’’ το κράτος και να το διοικούν κατά το συμφέρον τους. Επί Όθωνα επιχειρήθηκε να αμαυρωθεί η προσωπικότητα του Καποδίστρια και να απαξιωθεί το έργο του γιατί η σύγκριση της πολιτείας του Κυβερνήτη με εκείνη του βασιλιά διαφέρει όσο η μέρα με τη νύχτα. Όμως σ’ αυτό το κλίμα της εποχής Όθωνα οι Μαυρομιχαλαίοι εξαγνίστηκαν [‘’συχωρέθηκαν’’] ως ‘’τυραννοκτόνοι’’ μάλιστα και αποκαταστάθηκαν πλουσιοπάροχα.

         Όταν οι Μανιάτες εξεγέρθηκαν κατά της αντιβασιλείας για τη φορολογία και την επιχείρηση να κοπούν οι πύργοι, ο Πετρόμπεης έσπευσε, χάρη του στέμματος, αφού είχαν ικανοποιηθεί τα αιτήματά του, ως διαμεσολαβητής και ειρηνοποιός, να πείσει τους εξεγερμένους να ησυχάσουν και υπακούσουν στο στέμμα. Ακολούθησαν τα ρουσφέτια με διορισμούς, συντάξεις κλπ και οι Μανιάτες που είχαν άλλωστε εθιστεί με τους μπέηδες, έγιναν ‘’βασιλικότεροι του βασιλέως’’. Ο ρόλος του Πετρόμπεη πλέον ήταν ’’του Ηρακλή του στέμματος’’ και συνάμα πολιτικού προστάτη των Μανιατών, να ικανοποιεί ρουσφέτια για να ψηφίζεται.

[Το ελληνικό πολιτικό σύστημα για δεκαετίες κυριαρχείτο από το λεγόμενο πελατειακό σύστημα. Για κάθε αίτημα, κρεβάτι στο νοσοκομείο ή το μαιευτήριο, άδεια πάγκου στη λαϊκή αγορά, άδεια λαχειοπώλη, ταξιτζή, φορτηγατζή, περιπτερά, θυρωρού, φούρναρη, εργολαβία δημοσίων έργων, διορισμό στο δημόσιο ή ευρύτερα μισθοδοτούμενη από το δημόσιο θέση [εκεί να ιδείς…] κλπ [και ξανά κλπ] χρειαζόταν διαμεσολάβηση [ρουσφέτι] πολιτευτή. Δεν ήθελαν κάποιοι πολιτευόμενοι ο πολί-της να απευθύνεται απευθείας στη δημόσια υπηρεσία για την εξυπηρέτησή του αλλά στον πολιτικό [‘’τον μπάρμπα της Κορώνης’’], ως διάμεσο, για να ικανοποιηθεί το αίτημά του και φυσικά να γίνεται η εξαγορά της ψήφου με την εξυπηρέτηση, για να υπάρχει διαρκής, οικογενειακή εξάρτηση και μάλιστα ‘’από πατέρα σε παιδί’’].

Ο Καποδίστριας ήθελε να αποδυναμώσει τους τοπάρχες και οι πο-λίτες να ικανοποιούνται στα αιτήματά τους από τους κρατικούς υπαλ-λήλους, σύμφωνα με τον νόμο και όχι ρουσφετολογικά. Επίσης ήθελε τους φόρους να τους εισπράττουν οι υπάλληλοι του κράτους και όχι οι μισθοφόροι των κοτσαμπάσηδων. Αυτό όμως αποτελούσε θανάσιμο χτύπημα στον κοτζαμπασισμό και ασφαλώς και στη Μαυρομιχαλιάνικη οικογένεια που από παλιά ως το 1828 έκανε ό,τι ήθελε στο ταμείο του Λιμενιού και την περιοχή της. Με την τακτική Καποδίστρια η οικογένεια έχανε το κύρος, τη δύναμή της, δεν την είχαν ανάγκη οι Μανιάτες αφού θα απευθύνονταν στο κράτος και όχι στους κομματάρχες και τους κοτσαμπάσηδες. Η αντίδραση της οικογένειας και των άλλων προεστών ήταν αναπότρεπτη και η δολοφονία του Κυβερνήτη λόγω και παρεμβάσεων άλλων [ξένων παραγόντων] αναμενόμενη.

Πριν τη δολοφονία του Κυβερνήτη και ενώ ο έκτακτος επίτροπος, διοικητής, ‘’νομάρχης’’ Λακωνίας, Γενοβέλης, διορισμένος από την κυβέρνηση –‘’οποία καταισχύνη ένας υπάλληλος, αντί να τους υπακούει τυφλα και να τους υπηρετεί ‘’στο βασίλειό τους’’, εκείνος ‘’να τους βγάζει γλώσσα’’ και να τους εμποδίζει από το να πάρουν τους φόρους της περιοχής τους, τη Μάνη;’’- επιχειρούσε, αυτός ο υπάλληλος, να διαχειριστεί τις υποθέσεις του νομού και να εισπράττει τους φόρους και έτσι είχε στοχο-ποιηθεί από τους Μαυρομιχαλαίους που υποκινούσαν εξεγέρσεις. Οι Μανιάτες επέλεξαν ως διαμεσολαβητή, για να καταπραΰνει τα πράγματα τον Νικόλαο Πιερράκο, ο οποίος προσκλήθηκε από τους Μαυρομιχαλαίους, στον πύργο τους, για συζήτηση και αφού πήγε και δεν ‘’τα βρήκαν’’, καθώς έφευγε τον πυροβόλησαν, πισώπλατα, στη σκάλα και τον τραυμάτισαν. Αυτό ήταν κατάφωρη παραβίαση του νόμου φιλοξενίας και του νόμου ότι ο καλεσμένος δεν είναι μόνο πρόσωπο σεβαστό και ιερό  αλλά και προστατεύεται από τους οικοδεσπότες που τον κάλεσαν. Όμως για το συμφέρον τους δεν λογάριασαν τίποτα…

Ενδεικτικά για τη φιλοχρηματία του, ο ίδιος ο Πετρόμπεη έλεγε στους δικούς του, ‘’να παίρνουν [από το δημόσιο ταμείο στο Λιμένι]…τα αναγκαία των έξοδα, πλην αυτά όπου αυτοί έπαιρναν δεν τους έφθαναν  δια το έξοδον μιας ημέρας’’[ ΓΑΚ Γραμμ. Δικαιοσύνης, φ. 94]. ‘’Η αρπαγή των χρημάτων των τελωνείων [Λιμενιού και Καλαμάτας] δεν είναι έγκλημα αλλά απόλαυσις κατά δικαίωμα και δια τας ανάγκας της οικογενείας του’’, Γενική Εφημερίς της Ελλάδος, αρ. 9, 4-2-1831. Τα έσοδα της Μάνης, ως φέουδό τους, έπαιρναν οι Μαυρομιχαλαίοι και μετά την κήρυξη του αγώνα, μέχρις ότου ήρθε ο Καποδίστριας και δεν τα έδιναν για τις ανάγκες του αγώνα.[‘’Να σφετερισθώσιν τα εθνικά εισοδήματα δια… τον εαυτόν των εις τας επαρχίας, τας οποίας θεωρούν ισχυρογνωμόνως ως ιδιοκτησίαν των’’, Γενική Εφημερίς, 28-1-1831]. Σημειωτέον ότι η οικογένεια διέθετε [πχ το 1821] και 4-5 πλοιάρια με τα οποία έκανε άλλοτε μεταφορές και εμπόριο και παλαιότερα πειρατεία. Δηλαδή από πολλές πηγές είχε αρκετά εισοδήματα.

Ο Πετρόμπεης, στο νεοσύστατο κράτος, έπαιρνε μισθό 600 δρχ. τον μήνα και συγχρόνως επιμίσθιο 200 δρχ. Η άνετη κατοικία [‘’το πρώτο κονάκι’’] εξασφαλίστηκε με ειδικό επίδομα ενοικίου 200 δρχ. τον μήνα. [Εφημερίς της Κυβερνήσεως, αρ. 65, 14 Νοεμβρίου 1836, παράρτημα, σελ. 28]. Ο γιός του Πετρόμπεη, Αναστάσιος, διορίστηκε διοικητής Μεσσηνίας [1836] και σύμβουλος επικρατείας το 1837. Ο Κατσής, αδελφός του Πετρόμπεη, συνταγματάρχης και ο γιός του Κατσή, μοίραρχος χωροφυλακής, μετά ταγματάρχης ελαφρών ταγμάτων, υπασπιστής του Όθωνα [Εφημερίς της Κυβερνήσεως, αρ. 26, 29 [1836], αρ. 15 [1837]. [‘’Έχουν [οι Μαυρομιχαλαίοι] τη φήμη ότι αγαπούν  τη πολυτέλεια, τις διασκεδάσεις, τα έξοδα  και κυριαρχούνται υπό μεγάλης  απληστίας’’, Η. Γεωργίου, Επετηρίς  Εταιρείας Στερεοελλαδικών Μελετών, τ. Β, 1969, σελ. 122. ‘’Έστειλε τον Καμαρηνό στη Ρωσία να εξαγοράσει τον πατριωτισμό του’’ [Κ.Μ.Βαρθόλδυ. τ. α, σελ. 193]. Ζητούσε χρηματική υποστήριξη του πατριωτισμού του κατά Ξάνθο [Απομνημονεύματα].

Όταν Αϊβαλιώτες και Σμυρναίοι έστειλαν πριν την έναρξη του αγώνα καράβι με πολεμοφόδια για να τα ξεφορτώσουν στις Κιτριές χρειάστηκε άδεια του Πετρόμπεη και ο Παπαφλέσσας έστειλε 25.000 γρόσια για να εκθέσει τον μπέη [στα ‘’μάτια’’ των Οθωμανών] και να τον δεσμεύσει να προσχωρήσει στην επανάσταση [βλ. Σπ.Μελά, Ματωμένα ράσα, σελ. 69-70, ενώ στις σελ. 71, 72 γράφει ότι υπήρχε υποψία ο Πε-τρόμπεης να έδωσε εντολή στον Πιερράκο να σκοτώσει τον Παπαφλέσσα για να παραλύσει η επανάσταση].

Μετά την άλωση της Τριπολιτσάς, πέραν της σφαγής, ακολούθησε πλιάτσικο, ‘’τόση δε ήτο η επισυμβάσα λεηλασία  ώστε αι πλείσται των οικιών εγυμνώθησαν και αυτής της ξηλώσεώς τους’’, Σπ. Τρικούπη, Ιστορία της Ελληνικής επαναστάσεως, σελ. 90, όπως συνήθως συμβαίνει σε όλους τους πολέμους, από όλους τους νικητές. ‘’Ο Πετρόμπεης έστειλε στο σπίτι του, στο Λιμένι, δυο καμήλες και 20 μουλάρια βαρυφορτωμένα με λάφυρα’’ [Σπ. Μελά, Ο Γέρος του Μοριά]. Το ίδιο έκαναν και άλλοι οπλαρχηγοί και μαχητές. Και οι Μανιάτισσες ζαλώθηκαν ό,τι μπορούσαν και πε-ζοπορούσαν. Ένα ατέλειωτο κομβόι πήρε τον δρόμο για τη Μάνη [όπως και για άλλες περιοχές του Μοριά].

‘’Ο Πετρόμπεης φανταζόμενος ότι ο Καποδίστριας ήτο αρχηγός της [Φιλικής] εταιρείας, την οποίαν ενίσχυε οικονομικώς η Ρωσσία, εζητούσε την προκαταβολή ενός εκατομμυρίου γροσίων δια μισθούς στρατιωτών και πολεμοφόδια. Ο Σέκερης ηναγκάσθη να καταβάλη πενήντα χιλιλάδες γρόσια δια τον Πετρόμπεην’’. Δ. Κόκκινου, Η Ελληνική επανάστασις, τ. α, σελ. 90. Και στη σελ. 91, ο ίδιος γράφει, ‘’Ο Πετρόμπεης ζητεί εφ’ άπαξ πεντακοσίας χιλιάδας γρόσια και σαράντα χιλιάδας κατ’ έτος δια στρατιωτικάς ανάγκας, δια τα υπέρογκα βάρη της ηγεμονίας [του] και δια ν’ απαλλαγούν οι Μανιάται ενός μέρους των φόρων και να είναι προθυμοι εις στράτευσιν’’. [Βλ. και Μέντελσον Μπαρτόλδυ, ό.π. σελ. 211].

Ο Πετρόμπεης ζητούσε συνεχώς χρήματα από τον Καποδίστρια οπότε εκείνος λέγεται ότι του είπε, ‘’εσύ και είκοσι πέντε άλλοι είστε η κατάρα του έθνους, ο λόγος που δεν θα πάει μπροστά η χώρα’’ [Παν. Πασπαλιάρη, Ο Ιωάννης πίσω από τον Καποδίστρια, Ηγέτες, σελ. 137]. Ο Πετρόμπεης  έπαιρνε χρήματα και ενώ πολλοί άλλοι αγωνιστές του ’21, γέροντες πλέον, ζητιάνευαν, μερικοί και τυφλοί, όπως ο θρυλικός Νικηταράς ο Τουρκοφάγος, ψωμολυσσούσαν και πέθαιναν πένητες στην ψάθα [πχ ο πυρπολητής Ανδρέας Πιπίνος].

Αλλά και η οικογένεια του Πετρόμπεη ικανοποιήθηκε με συντάξεις, θέσεις υψηλές και βαθμούς ανώτατους, παράσημα, παροχές και προικοδοτήσεις. [Πχ μεγάλη έκταση [με την οποία θα μπορούσε να ζήσει ένα χωριό] στο Πυρί [Λυκοβουνό], κοντά στη Σπάρτη και το στρατόπεδο, δόθηκε στον Μαυρομιχάλη [βλ. β.δ. 5/17 Απρ. 1835 [περιοδικό Ηώς, 1963, αρ. φ. 66-70] και σήμερα η περιοχή λέγεται Μαυρομιχαλιάνικα]. Τόση μεγάλη ήταν. ‘’Το κράτος προικοδοτεί τους Μαυρομιχαλαίους’’, π. Λακωνικά, τ. Ε, τχ 27, Ιούνιος 1968, σελ. 87-88 [βλ. διάταγμα προικοδότησης 5/17 Απρ. 1835]. Ο Πετρόμπεης έλεγε ότι ως μπέης είχε ετήσια εισοδήματα 450.000 γρόσια και προέβαλε συνεχώς στο Ελληνικό κράτος οικονομικές απαιτήσεις [βλ. Χ. Λούκου, ό.π. σελ. 92, 94]. Όμως, φαίνεται ότι ο Μαυρομιχάλης πήρε πολλά και προκάλεσε την μήνιν των άλλων Μανιατών καπετάνιων. ‘’Η πατρίς εξεπλήρωσεν όχι ολίγο το προς την μόνην οικογένειαν των Μαυρομιχάλων χρέος της, ευχαριστήσασα και τιμήσασα αυτήν με στρατιωτικάς και πολιτικάς τιμάς παρά πάσαν άλλην προέχουσαν οικογένειαν της Μάνης και παρά πάσας τας φαινομένας σήμερον της ελευθέρας Ελλάδος’’ [Αμβρ. Φραντζή, Επιτομή της Ιστορίας της Αναγεννηθείσης Ελλάδος, σελ. 88].

Και η δούκισσα της Πλακεντίας του είχε δώσει αρκετά χρήματα και τον κατηγορούσε για τα έξοδά του [Χ. Λούκου, ό.π.]. Και ο ίδιος και η οικογένεια κατηγορείτο για απληστία, πλεονεξία, σπατάλες, ροπή προς την πολυτέλεια και τις διασκεδάσεις και είχε προκαλέσει την οργή άλλων κοτσαμπάσηδων[Χ. Λούκου, ό.π. βλ. και Γ. Σταύρος προς  Γ. Κουντουριώτη, 12  Ιουνίου 1827, Αρχείο Λαζάρου και Γεωργίου  Κουντουριώτου, έκδ. ΓΑΚ, τ. Η, 1967, σελ. 270]. [Για το πολιτικό του φρόνημα εθεω-ρείτο oppositionist but may be bought, δηλαδή μπορούσε να εξαγοραστεί. Βλ Χ. Λούκου, ό.π.].

Ο Πετρόμπεης διεκδικούσε παντού την πρώτη θέση στην πολιτική και κοινωνική ιεραρχία λόγω του αξιώματος που πριν κατείχε [του μπέη], τη δύναμη των εμπειροπόλεμων Μανιατών και των συγγενών του που είχαν σκοτωθεί στον αγώνα και κατά συνέπεια έπρεπε να αποζημιωθεί οικονομικά για όλα αυτά [Χ. Λούκου, ό.π.].

Σε εποχές που ο Καποδίστριας είχε δωρήσει την περιουσία και τον μισθό του στο κράτος και κοιμόταν σε ‘’κρεβάτι εκστρατείας’’, σ’ ένα λιτό δωμάτιο, σε εποχές που άλλοι όπως οι αδελφοί Υψηλάντη, ο Σέκερης, ο Μπενάκης, η Μπουμπουλίνα, η Μαντώ Μαυρογένους, ο λόρδος Μπάυρον  και τόσοι άλλοι Έλληνες και Φιλέλληνες έδιναν την περιουσία τους για τον αγώνα [Maurer, Ο Ελληνικός λαός, σελ. 354], ακόμη και μια ζητιάνα από τις Κυδωνιές, η παροιμιακή Ψωροκώσταινα [που εδωσε το όνομά της στη φτωχή Ελλάδα], έδωσε ό,τι από ζητινιά είχε αποταμιεύσει, ο Πετρόμπεης ζητούσε, συνεχώς, χρήματα και όταν ο Καποδίστριας του υπενθύμιζε τη φτώχεια και τις ανάγκες του λαού και του κράτους ο Πετρόμπεης αντέλεγε ότι τα χρήματα θα χρησιμοποιούσε για τις γερόντισσες, τις χήρες και τα ορφανά της Μάνης και όλοι ήξεραν ότι τα ήθελε για τον εαυτό του, λες και η βοήθεια στους αναξιοπαθούντες έπρεπε να δίνεται από τους παλιούς προεστούς και όχι από την κρατική πρόνοια.

Ο Κυβερνήτης σε γράμμα του έγραφε ότι ‘’τα χρήματα που έστειλε ο τσάρος και ο Γάλλος βασιλιάς είναι δια τους γενναίους  Έλληνες που μάχονται, πλανώνται όσοι νομίζουν ότι τα χρήματα αυτά θα πάθουν ότι έπαθον οι λίρες του δανείου και νομίζουν ότι το χρήμα είναι το παν…Χιλιάδες και χιλιάδες οικογενειών αγείων [σσ χωρίς γη], ανεστίων και καταπείνων, πάσχουσιν εξ αιτίας τοιούτων αρχόντων, υπουργών και οπλαρχηγών’’, [Σπηλιάδη, Απομνημονεύματα, σελ. 61 επ.]. Και ο ίδιος στη συνέχεια έγραφε [σελ 203-213], ‘’οι πλειότεροι των ολιγαρχικών της Πελοποννήσου προπάντων, άμα λαβόντες τα όπλα εφαντάσθησαν να συστήσωσι τον τιμαριωτισμόν εις την Ελλάδα αμειβόμενοι με την εξουσίαν και δύναμιν των Τούρκων τοπαρχών… αποκαθιστάμενοι βασιλίσκοι και ν’ αρπάζωσι δια των όπλων τα δημόσια εισοδήματα και δια τούτων να διατηρήσωσι και τα όπλα αυτά και την πολιτικήν εξουσίαν εις εαυτούς. Ο δε αρχηγός της Ελλάδος…να μη δύναται διατάξη ‘’ [παρά μόνον ό,τι αυτοί θέλουν].

Στην οικογένεια Μαυρομιχάλη ο Κυβερνήτης είχε δώσει, μέσα σε δυο χρόνια, 200.000 γρόσια, ποσό τεράστιο για το φτωχό δημόσιο ταμείο [Ιστορία Ελληνικής επαναστάσεως, τ. ιβ, σελ. 547]. Και ενώ πολλοί άδολοι και ανιδιοτελείς αγωνιστές πέθαναν φτωχοί και άρρωστοι [Νικηταράς ο Τουρκοφάγος, Ηλίας Τσαλαφατίνος, Μαντώ Μαυρογένους και άλλοι. Ο πυρπολητής Κωνσταντίνος Κανάρης το 1861 δεν δέχτηκε σύνταξη 1.200 δραχμών που ψήφισε γι’ αυτόν η Βουλή. Και όταν πολλοί άλλοι έτρεχαν και ζητούσαν συντάξεις και είπαν και στον ανιδιοτελή και φλογερό πολεμιστή, Βοιτυλιώτη, Ηλία Τσαλαφατίνο να ζητήσει, εκείνος αποκρίθηκε, ‘’Η πατρίδα είναι φτωχότερη από εμένα’’ και δεν ζήτησε].

Ο Πετρόμπεης ζητώντας χρήματα συνεχώς και από παντού, από τη Φιλική εταιρεία ως τον Καποδίστρια και τον Όθωνα, ισχυριζόμενος ότι ‘’όλα έγιναν χάρη στους Μανιάτες’’ κατάφερε να ‘’επικοινωνήσει’’, υπερτονίσει, διαφημίσει, εκθειάσει τον αγώνα τον Μανιατών και της οικογένειάς του προς ίδιο όφελος. Ισχυριζόταν λόγου χάρη ότι θυσιάστηκαν πολλά μέλη της οικογένειάς του. Αλλά διερωτάται ο καθένας, οι άλλες οικογένειες της Μάνης και της Ελλάδας δεν είχαν απώλειες; Πόσοι πεσόντες έμειναν άγνωστοι επειδή δεν ήταν ‘’επώνυμοι’’; [Όποιος διαβάσει τα έργα του Σταύρου Καπετανάκη για τα Αριστεία σε Μανιάτες αγωνιστές του ΄21 θα διαπιστώσει ότι και πολλές άλλες οικογένειες, από όλα τα χωριά και τα ξεμόνια, συμμετείχαν στον αγώνα, στην πρώτη γραμμή [και όχι ‘’πίσω-πίσω’’, όπως κάποιοι άλλοι] και είχαν πολλά θύματα].

Και σε μια εποχή που ο Καποδίστριας δήλωνε, ‘’Αρνούμαι να εγγίσω μέχρι και του οβολού τα δημόσια χρήματα ενώ ευρισκόμεθα εις το μεσον ερειπίων και ανθρώπων βυθισμένων εις εσχάτην πενίαν’’. Δεν άγγιξε ούτε μια δεκάρα αλλά έδωσε… Πόσοι άλλοι έκαναν το ίδιο;  

Ο Φωτάκος [Βίοι Πελοποννησίων ανδρών] γράφει ότι οι Μανιάτες ‘’δεν έχουν χορτασμόν και μάλιστα τα του Π. Μαυρομιχάλη, τα οποία και παροιμία κατάντησαν. Διότι, ως έλεγον τότε, ούτος ήθελε τας προσόδους της Μικρομάνης δια να κάμη ένα πρόγευμα, και πάλιν δεν έφθαναν’’.

Αναλυτικά για τις οικονομικές απαιτήσεις της οικογένειας και ιδία τη φιλοχρηματία του Πετρόμπεη [βλ. Χ. Λούκου, Η ενσωμάτωση μιας παραδοσιακής αρχοντικής οικογένειας στο νεοελληνικό κράτος, Η περίπτωση των Μαυρομιχαλαίων, Τα Ιστορικά, Ι, 2, Δεκέμβριος 1984, σελ. 283-296].

Βέβαια δεν ήταν ο μόνος.‘’Πολλοί εξεμεταλλεύθησαν το ιερόν έργον επί αργυρολογία, άλλοι εζήτουν υπερόγκους χρηματικάς χορηγίας’’ [Κ. Παπαρηγόπουλου, ό.π. σελ. 7], όπως συνέβη από αρκετούς σε πολλές άλλες κρίσιμες εποχές του Ελληνισμού.  [Οι καραβοκυραίοι της Ύδρας ζητούσαν αποζημίωση για τα καράβια τους. Ο Μιαούλης πυρπόλησε [1 Αυγ. 1831] τον στόλο στην Ύδρα. Ο Μακρυγιάννης ζητούσε χιλιάδες στρέμματα και πήρε τη νότια περιοχή κάτω από την Ακρόπολη [περιοχή Μακρυγιάννη] και άλλοι επίσης ζητούσαν πολλά ενώ άλλοι αγωνιστές ζητιάνευαν και πέθαναν ‘’στη ψάθα’’, ως έχει παραπάνω σημειωθεί.

[‘’Ο ζημιών το έθνος ουδένα ζημιοί’’.‘’Πλείστοι είδαν την επανάσταση ως επικερδή επιχείρηση. Τώρα οι φόροι πήγαιναν όχι στις τσέπες των πασάδων αλλά των κοτσαμπάσηδων. Οι Έλληνες χωρικοί συνέχισαν να πληρώνουν αδιάφορα από την εθνικότητα του αφέντη. Τον πασά αντικατέστησε ο κοτσαμπάσης’’. Κ. Μέντελσον-Μπαρτόλντυ, ό.π. σελ. 95].

[Ως ενδεικτικό της νοοτροπίας μερικών ας σημειωθεί ότι και ο βασιλιάς Κωνσταντίνος ο Α΄ όταν επανήλθε από την εξορία απαίτησε [και έλαβε] τους μισθούς των χρόνων της εξορίας του [από Ιούνιο του 1917 ως Δεκέμβριο του 1920]. Ήταν αυτός για τον οποίον έλεγαν οι οπαδοί του, ‘’ψωμί κι ελιά και Κώτσο βασιλιά’’. Ας ήταν αυτοί φτωχοί, τον βασιλιά μόνο να είχαν [μετά…θα έπαιρναν αξιώματα με τα ρουσφέτια του].  

Στον καιρό του ο Πετρόμπεης είχε πολλούς εχθρούς, αντίζηλους και επικριτές. Βεβαίως ήταν ισχυρός και ως εκ τούτου σεβαστός από πολλούς αν και ως καπετάνιος και αργότερα μπέης δεν ήλεγχε απόλυτα τη Μέσα Μάνη λόγω των ατίθασων Μεσομανιατών. Πολλοί θα ήθελαν να τον ‘’μικρύνουν’’ και πολλοί αναγκάζονταν να ‘’του φιλήσουν το χέρι’’. ‘’Εμείς είμαστε…-ιανοί, κ’ η χώρα μας μεγάλη,

εμείς θε να τα βάλομε με τον Μαυρομιχάλη.

Το ένα πρωί το λέασι, τ’ άλλο τ’ ανακαλούσαν

Κι ύστερα επααίνασι και τον επροσκυνούσαν’’.

Τα πολλαπλά προβλήματα της χώρας για δεκαετίες, η φτώχεια, η Μεγάλη Ιδέα, επέβαλαν να προβληθούν και εξιδανικευθούν οι πρωταγωνιστές του 1821 και έτσι ο Πετρόμπεης κατέλαβε περίβλεπτη θέση αφού έκανε ό,τι μπορούσε στο να αναδείξει τη συμβολή των Μανιατών και να υπερτονίσει τον ρόλο τον δικό του και της οικογένειάς του, παρουσιαζόμενος ‘’προς τα έξω’’ ως αρχηγός όλων των Μανιατών ενώ στην πραγμα-τικότητα ήλεγχε μια ομάδα 1000 περίπου ανδρών από την Τσίμοβα και τα γύρω [Πύργο, Οίτυλο, Κελεφά] καθόσον οι άλλοι καπετάνιοι της Έξω και Ανατολικής Μάνης ήσαν ανεξάρτητοι και τα ισχυρά σόια της Μέσα Μάνης δεν τον υπάκουαν. Οι περισσότεροι Μανιάτες δεν έτρεφαν  συμπάθεια στην οικογένειά του –πολλοί τη φοβούνταν και προσέτρεχαν σ’ αυτή είτε για προστασία είτε για μισθοδοσία και ρουσφέτι- και αργότερα, στην πολιτική ζωή του κράτους, ο Μαυρομιχάλης δεν σταυροδοτείτο ‘’μονοκούκι’’ αλλά είχε ισχυρούς Μανιάτες πολιτευτές ως αντιπάλους.

Ο γιός του Τζανήμπεη Γρηγοράκη με επιστολή του στον στρατηγό Κρίστιαν Σμαλτς, το 1835[;] ζητούσε να μη γνωμοδοτεί μόνον ο Πετρόμπεης για τους βαθμούς των στρατιωτικών επειδή έβαζε μόνο δικούς τους και ψηφοθηρούσε με βάση αυτές τις γνωμοδοτήσεις του. [Και με τα μετάλια και αριστεία ‘’μερικών’’ το ίδιο γινόταν].

Τον Πετρόμπεη, τις τελευταίες δεκαετίες, αφού ο χρόνος αμβλύνει τις εντυπώσεις και ‘’αγιοποιεί’’ πρόσωπα, και θα σημείωνα μετά τη καθιέρωση ως γιορτής της 17ης Μαρτίου 1821, οι Μανιάτες τον έχουν αποδεχτεί κυρίως για να συμβολίζει τους αγώνες των Μανιατών κατά των Οθωμανών -έχει πάρει όλη τη δόξα- δηλαδή ως σύμβολο, έκφραση όλων των Μανιατών και έχουν ξεχάσει τις αρνητικές πλευρές του. Κριτικής τυχαίνει σήμερα ο Πετρόμπεης μόνον από λιγους συγγραφείς και πιθανό-τατα η παρούσα εργασία να εξοργίσει μερικούς φανατικούς υποστηρικτές του. [‘’Veritas odium parit’’, δηλαδή η αλήθεια γεννά μίσος [σε όσους δεν την θέλουν]. Αλλά και η ιστορία γράφεται, για να γνωρίσομε την αλήθεια  [‘’το έθνος πρέπει να θεωρεί εθνικό ό,τι είναι αληθές’’] και να ξέρομε πως πορευτήκαμε και το παρελθόν να νας οδηγεί στο μέλλον.

Πάντως από τις παραπάνω ενέργειες των Μαυρομιχαλαίων [αρπαγή των εσόδων από τα δημόσια ταμεία κλπ], την πυρπόληση του στόλου από τον Μιαούλη στον ναύσταθμο του Πόρου και  άλλα γεγονότα φαίνεται ότι πολλοί κοτσαμπάσηδες ενδιαφέρονταν πολύ για το συμφέρον τους και όχι τόσο πολύ, όπως έλεγαν, για την πατρίδα.

Ο μπέης περπατάει με βήμα αργό,

 έφαγε κι απόψε φαΐ βασιλικό,

τα ρούχα του είν’ όλα μεταξωτά

και κοιμάται πάντα σε πούπουλα ελαφρά. 

 

 

 

 

 

 

 

 

Η συμμετοχή των Μανιατών στον αγώνα του ’21 θα πρέπει να εξεταστεί με ψυχραιμία και με βάση τις πηγές, χωρίς συναισθηματισμούς και εξάρσεις τοπικιστικού εγωισμού, γιατί μερικοί θέλουν να λένε ότι μόνη η Μάνη πολέμησε και χάρη στους Μανιάτες -και μόνο τους Μανιάτες- κατατροπώθηκε η Τουρκιά. Όμως η ιστορία μας υποχρεώνει να ‘’χαμηλώσομε τους τόνους’’.

Η συμβολή των Μανιατών ήταν μεγάλη στις αρχές του αγώνα που οι ραγιάδες άκουγαν Τούρκο, φοβούνταν και τρέπονταν σε φυγή. Η συμ-μετοχή τους ήταν σημαντική και από ψυχολογική άποψη, γιατί οι Μεσσήνιοι θεώρησαν πως όλα μπορούσαν να γίνουν αφού οι Μανιάτες είχαν μπει με τα όπλα στην Καλαμάτα. Ήταν σημαντικές επίσης οι νίκες των Μανιατών στη Μάνη [κυρίως στη Βέργα αλλά και στον Διρό και τον Πολυάραβο και πριν τη Νέα Καρυούπολη]. Ήταν σημαντική η συμβολή τους στην άλωση της Τριπολιτσάς [στο Βαλτέτσι] αλλά και άλλους τοπους [και πολέμησαν ηρωικά και δεν έχουν ανάγκη, σήμερα, καυχησιολογιών από μερικούς φανατικούς που νομίζουν ότι προσφέρουν υπηρεσίες στον τόπο]. Και αρχηγοί τους δεν ήταν μόνο ο Πετρόμπεης και οι συγγενείς του. Ήταν και οι άλλοι Μανιάτες καπετάνιοι. Το ατύχημα των Μανιατών ήταν ότι οι ίδιοι ήταν πολεμιστές αλλά δεν είχαν ηγέτες με ‘’στρατιωτικά και κυρίως πολιτικά μυαλά’’. [Ο καπετάν-Ζαχαριάς και η κλε-φτουριά είχαν αφανιστεί από το 1804-1806. Είχε μείνει ένας Κολοκοτρώνης και εκείνον πολλοί τον ζήλευαν και προσπαθούσαν να του θέσουν εμπόδια].

 Αλλά βεβαίως δεν ήταν μόνον οι Μανιάτες στον αγώνα ιδιαίτερα ‘’μετά τις πρώτες ντουφεκιές’’. Ήταν οι ναυτικοί [Υδραίοι, Ψαριανοί, Σπετσιώτες και άλλοι με τον Μιαούλη, τον Σαχτούρη, τον Κανάρη, τον Παπανικολή, τη Μπουμπουλίνα, τη Μαντώ Μαυρογένους και τόσους άλλους] που κυριάρχησαν στη θάλασσα και εμπόδισαν τους Οθωμανούς να μεταφέρουν άμεσα δυνάμεις από τη Μικρά Ασία στην Πελοπόννησο και τη Στερεά. Ήταν και οι Μεσσήνιοι, οι Αρκάδες, οι Ηλείοι, οι Αργολιδείς, οι Καλαβρυτινοί, οι Πατρινοί, οι Κορίνθιοι  και τόσοι άλλοι με τον Κολοκοτρώνη, τον Νικηταρά, τον Αναγνωσταρά, τον Μακρυγιάννη, τον Πλαπούτα, τον Παπαφλέσσα και τόσους άλλους. Και ήταν και οι Μεσολογγίτες, άλλοι  Ρουμελιώτες και Σουλιώτες με τον Τζαβέλλα, τον Μπότσαρη, τον Ανδρούτσο, τον Καραϊσκάκη, τον Πανουργιά, τον Αθανάσιο Διάκο και τόσους άλλους. Ήταν και πολλοί άλλοι, απ’ όλες τις μεριές του Ελληνισμού, από την Ημαθία, τη Χαλκιδική, την Κρήτη, τα νησιά και απ’ έξω, άδολοι, ανιδιοτελείς ιερολοχίτες, σπουδαστές και φιλέλληνες.

[Όταν οι Έλληνες πολιόρκησαν την Ακρόπολη, οι πολιορκούμενοι Οθωμανοί, καθώς τους τέλειωσαν τα πολεμοφόδια, έσπαγαν τα αρχαία μάρμαρα για να πάρουν το μολύβι [σίδερο] που τα συνέδεε. Οι Έλληνες πολιορκητές, όταν το αντιλήφθηκαν, έδιναν πολεμοφόδια στους Τούρκους υπό τον όρο να μη χαλάνε τα αρχαία. Ας σκοτώνονταν οι ίδιοι, αρκεί να σώζονταν τα μνημεία, των αξεπέραστων, στους αιώνες, Αθηναίων προγόνων. Τέτοια θυσία].

Ήταν και τα Δερβενάκια, το Μανιάκι, το Μεσολόγγι, η Γραβιά, η γέφυρα της Αλαμάνας, η Αράχωβα, το Κούγκι, το Αρκάδι και τόσα άλλα.

Δεν ήταν μόνον οι Μανιάτες…Ένα μέρος των Μανιατών συμμετείχε [πολλοί Μεσομανιάτες λχ δεν ακολούθησαν τον Πετρόμπεη γιατί δεν ήθελαν να τους αρχηγεύει, όπως οι Λακεδαομόνοι –‘’πλην Λακεδαιμονίων’’- δεν ακολούθησαν τον Αλέξανδρο στη μακρινή εκστρατεία του] άλλοι πήγαιναν με άδεια στα χωριά τους να μαζέψουν ελιές, ορτύκια, ρίγανη και βελανίδι. Κι όσοι πήγαν πρώτα έπρεπε να πάρουν τον μισθό τους και μετά τη μάχη έπρεπε να ‘’σηκώσουν ακόμη και τις εικόνες’’ ως λάφυρα προς εμπορία ή ίδια χρήση. [Έλεγαν ότι τις έπαιρναν ‘’για να τις αγιάσουν επειδή μύριζαν τουρκίλα’’, βλ. Ν. Κασομούλη, Ενθυμήματα Στρατιωτικά, τ. α, σελ. 152 .‘’Οι Μανιάτες όχι μόνον δεν εστρατολογούντο αμισθί αλλά και στρατολογούμενοι ήθελον να συνάξουν λάφυρα…ακόμη και τας αγίας εικόνας οικογενειών’’. ‘’Οι Μανιάτες δεν δίνουν το αίμα τους με λόγια. Γι’ αυτούς ισχύει η αρχή, ‘’χωρίς λεφτά δεν έχει Μανιάτες’’, Αρχείο Κουντουριώτη, ΓΑΚ, τ. ΣΤ, σελ. 243, 277. ‘’Αν στοχάζεσθε καμιά ανάγκη, εγώ σας υπόσχομαι από εδώ διακόσιους καλούς Μανιάτες… όμως αυτοί θέλουν πληρωμή από δυο μηνιάτικα’’, Α. Αργύρου, Τα Σπετσιώτικα, τ. β, σελ. 215, Πειραιείς, 1925.

 ‘’Αν του βαστά του βασιλιά,να κόψει το μιστό μου,

θα στείλω τη Μανιατουριά να κόψει το λαιμό του’’.

’’Σαν επήγαμε εις τα Τρίκορφα, είπαμε του Πετρόμπεη, να στείλη εις την Μάνη να φέρη βοήθεια, και μας απεκρίθηκε, ότι οι Μανιάτες δεν εβγαίνουν αν δεν πληρωθούν, τότε ήλθαν 500 Μανιάτες και τους επλέρωναν όλαι αι επαρχίαι όπου επολιορκούσαν την Τριπολιτζά, και η Καρύταινα ξεχωριστά επλήρωνε 300 Μανιάτες του Μούρτζινου’’ [Θ. Κολοκοτρώνη, Απομνημονεύματα]. ’’Πάσα επαρχία έτρεφε εκ των ιδίων προσόδων το στράτευμά της αλλά δεν το εμισθοδότει. Μόνοι οι Μανιάται ετρέφοντο υπό των άλλων επαρχιών και εμισθοφόρουν’’. [Σπ. Τρικούπη, Ιστορία της Ελληνικής επαναστάσεως, τ. α. σελ. 305].

Παραμονές του αγώνα στον κατάλογο του Αναγνωσταρά καταγράφεται δύναμη Μανιατών πάνω από 7.750 άνδρες [Ι. Φιλήμονος, Δοκίμιον ιστορίας της Ελληνικής επαναστάσεως, τ. Α, σελ. 212] και κατ’ άλλους περί τις 10.000. Στην Καλαμάτα όμως, στις 23 Μαρτίου 1821, ήταν 2.000 [βλ. Απομνημονεύματα Θ. Κολοκοτρώνη και απ’ αυτούς οι περισσότεροι Εξωμανιάτες, Τσιμοβιώτες και μερικοί από τα γύρω χωριά]. [Από τα ανατολικά, πάλι, άλλοι τόσοι, περίπου, βάδισαν κατά του Μυστρά]. Και στα Ορλωφικά [1769-70] η συμμετοχή των Μανιατών δεν ήταν καθολική [βλ. Σταύρου Καπετανάκη, ό. π. σελ. 160 επ. Ο Δ. Κόκκινος, ό.π. σελ. 58, γράφει, ‘’Κατηρτίσθησαν τότε δυο σώματα, η ανατολική και η δυτική της Σπάρτης λεγεών, από διακοσίους περίπου άνδρας εκάστη. Αυτός ήταν ο στρατός…Και τα δυο αυτά σώματα απετελούντο από άτακτα και ταραχοποιά στοιχεία και αι πρώται των ενέργειαι εις την Λακεδαίμονα και την Τριφυλίαν ήσαν σφαγαί των Τούρκων και λεηλασίαι πόλεων και χωριών, εκ των οποίων δεν εξηρούντο ούτε τα ελληνικά’’]. [Διακόσιοι και διακόσιοι άνδρες, δηλαδή μικρή δύναμη].   

Η Μάνη ήταν σημαντική προ του αγώνα,

α] για τους Δυτικούς και τους Ρώσσους που τη χρησιμοποιούσαν [για αντιπερισπασμό] κατά του Σουλτάνου και

β] για τους ραγιάδες που ήθελαν στην αρχή να ‘’πάρουν θάρρος και να στρέψουν τα όπλα κατά των Οθωμανών’’,

γ] γιατί ήταν ένα καταφύγιο και γινόταν ορμητήριο, αφού δεν υπήρχαν εκεί Οθωμανοί.

Μετά οι άλλοι Έλληνες πολεμούσαν όπως οι Μανιάτες και οι Σουλιώτες [πχ στο Μανιάκι, στο Μεσολόγγι, στα Δερβενάκια, στην Αλαμάνα, στο χάνι της Γραβιάς, στο Πέτα, στο Φάληρο κλπ].

Και πάντως οι Τούρκοι δεν ασχολήθηκαν μόνο με τη Μάνη γιατί,

‘’Πλην τι να κάμουν εις την Μάνη που απέθαναν από την πείνα και δίψα και δεν τους έδιδεν χέρι να κατοικήσουν. Εγύρευσαν τον ήμερον τόπον και όχι τον άγριον’’ [Θ. Κολοκοκτρώνη, ό.π.]. Ασχολήθηκαν και με την Κρήτη, τα Άγραφα, το Σούλι, τα νησιά, τον Βλαχάβα, τον Κατσαντώνη, τον Σκυλόσοφο και τόσους άλλους [βλ. Κ. Σάθα Τουρκοκρατούμενη Ελλάς, όπου σημειώνει πλειάδα εξεγέρσεων σε πολλές περιοχές της Ελλάδας –και όχι μόνο της Μάνης για την αποτίναξη του ζυγού της δουλείας].  

Οι Μανιάτες ισχυρίζονται ότι α] η Μάνη ήταν ελεύθερο κράτος που κήρυξε πόλεμο στην Τουρκιά ενώ ούτε κράτος ήταν ούτε πόλεμο κήρυξε αλλά επαναστάτησε και β] οι πρόγονοί τους δεν πλήρωναν φόρο υποτέλειας ενώ είναι αποδεδειγμένο ότι πλήρωναν σχεδόν κάθε χρόνο και όποτε δεν τον κατέβαλαν, αυτό δεν  έμενε ατιμώρητο. Φόρο δεν πλήρωναν οι κλέφτες των βουνών και τα χωριά των Αγράφων. Αυτονομία ή ιδομορφία στις σχέσεις με την Υψηλή Πύλη είχαν και άλλοι [πχ Σάμος, Κρήτη και άλλα νησιά]. Επίσης δεν ήταν μόνο προνόμιο των Μανιατών να έχουν καμπάνες στις εκκλησίες και να φέρουν όπλα αλλά το είχαν και οι κάτοικοι της Χειμάρρας της Βορείου Ηπείρου και ασφαλώς οι Σουλιώτες, οι Σφακιανοί και οι ήρωες των βουνών [κλέφτες].

Και πολλοί από τους Έλληνες που ζούσαν έξω [Ρήγας, Κοραής, Φιλικοί, έμποροι] όχι μόνον βοήθησαν οικονομικά  στον αγώνα, όχι μόνον δεν ζήτησαν καμιά υλική ή ηθική αμοιβή αλλά και τη ζωή τους προσέφεραν στην ελευθερία του γένους και πριν τον ξεσηκωμό του ’21 είπαν,

Ως πότε παλικάρια θα ζώμεν στα στενά;

 

 

 

Αντί επιλόγου. Πικρό συμπέρασμα [για να γυρίσομε στον ανδριάντα]. Για έναν ανδριάντα σε κωμόπολη, συστάθηκε ερανική επιτροπή από ‘’επώνυμους’’ το 1968, μάζεψε χρήματα από πολλούς, ανέθεσε το έργο, μετά άκαρπους διαγωνισμούς, το 1976, σε φτασμένο γλύπτη ο οποίος τέλειωσε το έργο το 1979 και τελικά το άγαλμα τοποθετήθηκε στο Αγιάτικο το 1982, δηλαδή μετά δεκατέσσερα χρόνια. Στο διάστημα αυτό τα μέλη της επιτροπής μεταξύ τους αλλά και με τη χήρα του γλύπτη, επειδή αυτός πέθανε το 1979, διαφώνησαν, ήρθαν σε οξεία αντιπαράθεση, διχάστηκαν, αιχμηρές επιστολές και υπομνήματα γράφτηκαν, λίγο έλειψε να πάνε στα δικαστήρια, η γυναίκα του γλύπτη κατηγόρησε μέλη της επιτροπής για προσβολή του συζύγου της επειδή έκαναν επεμβάσεις, προσθήκες και τροποποιήσεις στο δημιούργημά του, το έργο καθυστέρησε πάρα πολύ, ως την τελευταία στιγμή τσακώνονταν, το άγαλμα έμενε στον κήπο του γλύπτη και μετά, χαμαί, στην πλατεία της Αρεόπολης, έγινε δηλαδή αυτό που συνήθως συμβαίνει σε κάθε ελληνικό έργο, ένα δράμα. Ένα Ελληνικό φαινόμενο ρουτίνας. Αν ήταν και κανένα μεγάλο έργο, δεν θα τέλειωνε ούτε σε μια γενιά όπως άλλα έργα.

Όμως το έργο ούτε στη θέση που όριζε η προκήρυξη έγινε ούτε ο ανδριάντας και το όλο σύνολο κατά πως είχε προβλεφθεί και με την προκήρυξη οριζόταν. Ούτε οι επιγραφές ούτε το λάβαρο κλπ έγιναν κατά την πρκήρυξη. Υπήρξαν πολλές αλλαγές και όλα αυτά προκάλεσαν έριδες μεταξύ των μελών της επιτροπής και της χήρας του γλύπτη.

Ο λαός λέει, ‘’Αποταχίς το σκέφτονταντο γιόμα το ξεχνούσαν’’. ‘’Συσκέπτονταν, συσκέπτονταν-και έργο δεν εκάναν’’.

          Στην επιτροπή μερικοί είχαν κουραστεί με τη καθυστέρηση και ως πλέον πρακτικοί ενδιαφέρονταν να στηθεί, επί τέλους ο ανδριάντας και να τελειώνει η ιστορία για να γίνονται εκεί οι τελετές. Σκέφθηκαν ότι σύντομα όλα θα ξεχνιούνταν.

Τελικά ο ανδριάντας έγινε, προκάλεσε αντιδράσεις, όταν αυτές μπορούσαν να εκφραστούν αλλά με το πέρασμα του χρόνου ξεχάστηκαν και στις 17 Μαρτίου κανένας δεν τις θυμάται αυτές τις αντιδράσεις και τις ‘’περιπέτειες του ανδριάντα’’ και όλοι οι Μανιάτες στις γιορτές σπεύδουν να παραστούν με περηφάνεια, έρχεται στρατός, καταφθάνουν επίσημοι και οι επαγγελματίες ‘’τρίβουν τα χέρια τους’’.

Και οι τουριστες [φωτογραφίζουν και] φωτογραφίζονται, αναμνηστικά, μπροστά στον ανδριάντα του μπέη. Είναι, πλέον, αξιοθέατο, εμβληματικό σημείο της Αρεόπολης, μαζί με τους πύργους, τις ταβέρνες και τα αναψυκτήρια του κεντρικού δρόμου Αγιάτικο-Ταξιάρχης.